Να μπει; Και πώς να μπει, σα να μη συμβαίνει τίποτα, όπως μπαίνει όλος ο κόσμος, σαν κανονικός άνθρωπος, που ψωνίζει για το σαββατοκύριακο; Το χέρι στην τσέπη τον γαργαλάει, το τελευταίο πενηντάρικο τον καίει. Η άδεια κοιλιά του δείχνει το δρόμο.
Δεν πρέπει να σταθεί στους πολύχρωμους διαδρόμους. Τα κατατόπια τα ξέρει, θα πάει κατευθείαν, ίσα που θα ρίξει ένα βλέμμα για να συγκρίνει τις τιμές. Το κυριακάτικο γεύμα δεν θα έχει τρομερές παραλλαγές. Φακές, ψωμί, του’ χει μείνει κι ένα δάχτυλο λάδι, από τον προηγούμενο μήνα. Κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Διαλέγει το πιο φτηνό, αλλά το καλάθι του δείχνει πιο πλούσιο τώρα.
Αν του ’λεγες λίγα χρόνια πριν ότι θα έφτανε ο καιρός που θα μάθαινε να κάνει τόση οικονομία, θα γέλαγε μες στα μούτρα σου, θα κατέβαζε μονορούφι το κόκκινο κρασάκι μέσα στο μοναδικό κολωνάτο ποτήρι και με το άλλο χέρι θ’ ανακάτευε αφηρημένα τα σγουρά του μαλλιά. Α, όλα κι όλα! Του Νότη πάντα του άρεσε η καλή ζωή, η άνετη. Άφησε πίσω τα δύσκολα χρόνια του χωριού, μπήκε στο πανεπιστήμιο, στα οικονομικά, κατάφερε να τελειώσει δουλεύοντας γκαρσόνι κι έπειτα βρήκε μια θέση λογιστή σε μια μεσαία εταιρεία. Η αλήθεια είναι πως δεν τον ένοιαζαν τα πλούτη. Μόνο να μπορεί να ονειρεύεται, αυτό μόνο τον έκανε ευτυχισμένο. Και μη νομίζετε πως ήταν όνειρα άπιαστα. Μωρέ τον Νότη τα ταξίδια τον γοήτευαν, να γνωρίσει όλο τον κόσμο καιγότανε. Τα ταξίδια και το διάβασμα. Στο μικρό του δωμάτιο τα βιβλία φτιάχναν σωρό, αυτά του φώτιζαν την ανιαρή καθημερινότητα πιο πολύ κι από τη γυμνή λάμπα, που ποτέ δεν αξιώθηκε να στολίσει μ’ ένα ωραίο φωτιστικό. Νούμερο ένα τα ταξίδια αλλά και η Βίκυ, που τη γνώρισε στη δουλειά, νούμερο ένα πλας. Το μοναδικό κολωνάτο ποτήρι απέκτησε ταίρι.
Τα ταξίδια κι η Βίκυ ήρθαν και κόλλησαν. Μαζί ξεκίνησαν, μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη κι ένα σλιπινγκ μπαγκ, διπλό παρακαλώ! Πρώτα οι Κυκλάδες, μετά η Κρήτη, να γνωρίσουμε τον τόπο μας. Στη συνέχεια ήταν τα Βαλκάνια κι έπειτα το ονειρεμένο Παρίσι. Τα λεφτά του πήγαιναν στα ταξίδια και στα βιβλία. Τα όνειρά του σε μια ανθρώπινη ζωή, με ποιότητα κι αξιοπρέπεια. Πολλά τα χρόνια με τη Βίκυ. Εκείνη ήθελε παιδί, γάμο, οικογένεια. Αυτός το σκεφτότανε κι ας είχε περασμένα τα σαράντα. Τότε ήταν που βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Η μικρή επιχείρηση που δούλευαν και οι δύο άρχισε τις περικοπές. Μια Τρίτη ήταν που ο Νότης μάζεψε τα λιγοστά του υπάρχοντα από το γραφειάκι του τρίτου ορόφου, μάζεψε και τα όνειρά του και σκεφτικός κατηφόρισε για τα Παναθήναια. Νομίζω ότι τότε ήταν που όλα άρχισαν να έρχονται να πάνω κάτω. Τη Βίκυ δεν τη βλέπαμε πια να παίρνει τα τσιγάρα της από το απέναντι μίνι μάρκετ. Ο Νότης, μετά από κάνα χρόνο στην ανεργία βρήκε δουλειά σα γκαρσόνι σε καφετέρια με πολύ χαμηλότερο μισθό. Έξι μήνες έμεινε, κι εδώ έπεσε θύμα των περικοπών.
Είναι Σάββατο. Βραδιάζει. Όταν φτάνει στην πόρτα της παλιάς πολυκατοικίας ο ουρανός έχει εκείνο το μενεξεδένιο χρώμα που παίρνει όταν ο ήλιος χάνεται για άλλους κόσμους κι αφήνει πίσω του ροζ πινελιές, μικρά φωτεινά κομματάκια, ανάμεσα στα σκούρα σύννεφα. Είναι εκείνη η ώρα η ακαθόριστη, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, η ώρα που σιγά σιγά, διστακτικά αρχίζουν να φέγγουν τα πρώτα λαμπιόνια στην πόλη, στα παράθυρα των γκρίζων τοίχων των κτιρίων κι όλα, αίφνης, αλλάζουν. Για κάποια λεπτά η πόλη αιωρείται στο χώρο. Ο Νότης, έκθαμβος, αφήνει κάτω τη σακούλα και το βλέμμα του αγκαλιάζει την κατηφόρα της Μαυρομιχάλη. Αυτό το θέαμα δεν το χάνει ποτέ, δεν συνηθίζεται η ομορφιά. Αυτά τα λίγα λεπτά όλα είναι εύθραυστα, ο κόσμος αποκτά μαγικές διαστάσεις. Εκείνες τις στιγμές ξεχνάει τα προβλήματα, το στήθος του φουσκώνει, τα μάτια του βουρκώνουν. Τι κι αν ξέμεινε από χρήματα, από φίλους, από τον έρωτα; Αύριο είναι μια καινούργια μέρα κι ο Νότης νοιώθει μέσα του τη ζωή να τον πλημμυρίζει.
Γυρνάει να μπει στο υπόγειο διαμερισματάκι του και τότε τον βλέπει. Είναι καθισμένος στο περβάζι του απέναντι ημιυπογείου και μοιάζει σαν να ρεμβάζει στον καναπέ ενός άνετου σαλονιού. Τον έχει ξανασυναντήσει στα παγκάκια της κοντινής πλατείας. Του φαίνεται μεγαλούτσικος στην ηλικία, με μαλλιά και γένια άσπρα και μακριά, κι όλα του τα υπάρχοντα, μια σακούλα και δυο κουβέρτες, τακτοποιημένα πλάι του. Ο Νότης τον παρατηρεί, οι ματιές τους διασταυρώνονται. Το βλέμμα του άστεγου στυλώνεται επάνω του αλλά, ταυτόχρονα, διαπερνά το σώμα του νέου άντρα, χάνεται πίσω του, ένα βλέμμα θαρρείς γεμάτο από παρελθόν που αδειάζει τις ιστορίες του στο κενό παρόν του περβαζιού.
Στο μυαλό του Νότη στριφογυρίζουν, αίφνης, εικόνες από ένα κοντινό ίσως, μέλλον. Ανατριχιάζει άθελά του. Σφίγγει στο ένα χέρι τη σακούλα με τις φακές, στο άλλο τα κλειδιά του σπιτιού. Χωρίς να σκεφτεί, τον πλησιάζει. «Καλησπέρα, θέλετε να μου κάνετε παρέα στο σαββατιάτικο δείπνο; Μόνος μου είμαι, να εδώ απέναντι, μη φανταστείτε τίποτα το εξαιρετικό, έτσι, να πούμε μια κουβέντα».
Το βλέμμα του γέροντα αποκτά υπόσταση, συγκεντρώνεται στο πρόσωπό του Νότη. Έχει μια γλύκα αυτό το βλέμμα. «Βόηθα με, σε παρακαλώ, με τη σακούλα».
Το υπόγειο φωτίζεται, το τραπέζι στρώνεται. Δύο τα σερβίτσια, αντικριστά, δύο τα κολωνάτα ποτήρια. Ο Νότης χαρούμενος, σαν καλός οικοδεσπότης, βάζει το φαγητό στη φωτιά, κόβει ψωμί, του δείχνει την τουαλέτα, να πλύνει τα χέρια, να νοιώσει πάλι σαν άνθρωπος. Το σπίτι ανοίγει την αγκαλιά του, η μουσική από το μικρό τρανζίστορ χαλαρώνει τους σφιγμένους ώμους. Κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν παλιοί γνώριμοι, πίνουν το κόκκινο κρασάκι. Στην αρχή τρώνε αμίλητοι. Κι έπειτα συστήνονται. «Μιλτιάδη με βάφτισαν, Μίλτο με φωνάζουν οι συγκάτοικοι». Ο Νότης αρχίζει πρώτος να μιλάει. Μιλάει για το χωριό του, για τις σπουδές, τα δύσκολα χρόνια, τη δουλειά, τα ταξίδια, τον έρωτα κι έπειτα την αργή πτώση, την ανεργία, την αγωνία του αλλά και την προσπάθεια να κρατάει ζωντανή την ελπίδα και την αξιοπρέπειά του. Παρασύρεται, στο τέλος ενθουσιάζεται, «γλυκιά η γαμημένη η ζωή, γλυκιά μα τόσο δύσκολη, σα γυναίκα που σου παίρνει τα μυαλά».
Ο γέροντας τον κοιτάει σιωπηλός όσο αυτός μιλάει. Ανεξιχνίαστο το πρόσωπο, το ύφος του. Μετά από ώρα, αφού ο συνομιλητής έχει τελειώσει, ακούγεται η βραχνή φωνή του. «Εμένα που βλέπεις, μ’ έφαγε η θάλασσα κι η γυναίκα, με ρήμαξαν, μου ρούφηξαν το μεδούλι και μετά, με πήρε ο διάολος και με σήκωσε». Κι ύστερα μίλησε για ταξίδια, θάλασσες κι ωκεανούς με λογής λογής καράβια. Με κάθε μακρινό ταξίδι μάζευε το κομπόδεμα, να φτιάξει σπίτι κι οικογένεια ονειρευότανε, υπήρχε και μια Μαρία που τον περίμενε κοιτώντας μελαγχολικά από το παράθυρό της την ανταριασμένη θάλασσα του Πειραιά κι όλο έραβε κι έραβε για τους φτωχούς της γειτονιάς κι έπλεκε τα όνειρά της σε δαντελένιο φόρεμα που θα φορούσε τη μέρα του γάμου της. Έπλεκε τη δαντέλα η Μαρία κι όταν εκείνος γνώρισε τη φλογερή βραζιλιάνα στα λιμάνια του Ρίο και σερνόταν σαν το σκυλί στα καλλίγραμμα πόδια της. Όλα του τά ’φαγε, δεν έμεινε δεκάρα τσακιστή, παρά μόνο ένα ξεχασμένο εισιτήριο επιστροφής με ανοιχτή ημερομηνία. Βλέπεις, το καράβι που δούλευε έφυγε, όχι θα κάθονταν να τον περιμένουν να σταματήσει τα μεθυσμένα σαλιαρίσματα.
Κάποιο ξημέρωμα, μετά από μια νύχτα γεμάτη ποτά, καπνό κι έρωτα, ξύπνησε αλαφιασμένος κι έτρεξε στις αποβάθρες, μόνο για να το δει να ξεμακραίνει, σα φάντασμα μέσα στην ομίχλη.
«Άι σιχτίρ, στο διάολο», το ξαπόστειλε. Αλλά η ακόλαστη ζωή δεν κράτησε πολύ. Δεν του ’χε μείνει φράγκο κι έτσι, μια ωραία πρωία, καθώς γύριζε σέρνοντας το ταλαιπωρημένο κορμί του μέσα στη θολούρα μιας ακόμη ξέπνοης νύχτας, βρήκε την πόρτα του μοιραίου έρωτά του κλειστή και τα λιγοστά πράγματά του στο κατώφλι. Κι έτσι πήρε το πλοίο της γραμμής. Ήταν ήδη μεγαλούτσικος στα χρόνια, ήταν και η φήμη του στο λιμάνι κακή, δεν ξαναδούλεψε στα καράβια. Για την ακρίβεια, δεν ξαναδούλεψε πουθενά, δύσκολα χρόνια, δύσκολες καταστάσεις. Είχε μια αδελφή, χήρα, χωρίς παιδιά, ζούσε στον Πειραιά στο νοίκι, με τη σύνταξη του άντρα της. Τον περιμάζεψε, για κάμποσο καιρό είχε ένα πιάτο φαί κι ένα κρεβάτι. Μετά τον θάνατό της όλα τελείωσαν. Δεν τόλμησε να περάσει από την παλιά του γειτονιά, εγκατέλειψε για πάντα τον Πειραιά, μια χαρά ήταν τα παγκάκια της Αθήνας.
«Από εκείνο τον καιρό μια κάρτα μού ’μεινε όλη κι όλη, μου την είχε στείλει σ’ ένα από τα ταξίδια, η καταραμένη». Ψάχνει τη σακούλα, τη βγάζει, του τη δείχνει. Η κλασσική εικόνα του λιμανιού του Ρίο, με το τεράστιο άγαλμα και τη γέφυρα. Κι από πίσω λίγες ακαταλαβίστικες λέξεις στα βραζιλιάνικα και μια τεράστια καρδιά, ζωγραφισμένη σαν από παιδικό χέρι. Κι έπειτα τη χώνει πάλι, με βιασύνη, στη σακούλα.
Έξω έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Κάτω από το αδύναμο φως του γυμνού γλόμπου πίνουν αμίλητοι το τελευταίο κρασάκι. «Μίλτο, μπορείς να κοιμηθείς εδώ σήμερα αν θες, να εδώ στον καναπέ». « Και να χάσω τη θέση μου στην πλατεία; Στη γωνιά καιροφυλακτούν να μου την πάρουν, να ’σαι καλά».
Μαζεύει όλη του την περιουσία, τη ζώνεται και μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού ανοίγει την πόρτα κι εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Ένα ευχαριστώ ταξίδεψε με το ελαφρύ βραδινό αεράκι κι ήρθε κι ακούμπησε στο στήθος του Νότη, να, εκεί, στο μέρος της καρδιάς.
Τη Δευτέρα το βραδάκι, γυρίζοντας από το κέντρο της πόλης με τη νέα δουλειά στην τσέπη κι ένα σφύριγμα στα χείλη, ο Νότης ένοιωσε την ανακατωσούρα στη γειτονιά. Σκόρπιες κουβέντες από δω κι από κει. Στο μίνι μάρκετ τον ενημέρωσαν. «Βρήκαν ένα γέρο, άστεγο, ξυλιασμένο στο παγκάκι της πλατειούλας στον παράδρομο της Αλεξάνδρας». Λες; Ο Μίλτος; Πιάστηκε η ψυχή του, στενοχωρήθηκε σα να ’αν δικός του άνθρωπος. Μπορεί και όχι, τόσοι άστεγοι βγάζουν τη νύχτα εκεί, «αμέσως ο νους σου στο κακό, αμάν ρε φίλε».
Κατέβηκε τα σκαλάκια της πολυκατοικίας. Με το που πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος κάτι σκάλωσε στο παπούτσι του. Έσκυψε και το σήκωσε. Η κάρτα με το λιμάνι του Ρίο και στην πίσω πλευρά λίγες ακαταλαβίστικες λέξεις και μια τεράστια ζωγραφισμένη καρδιά, θαρρείς από παιδικό χέρι.
ΣΟΦΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος