Οι ήχοι των σπαθιών σιώπησαν. Μια εφιαλτική σιγή άπλωσε τη νέκρα της πάνω στον γονατισμένο βασιλιά. Ο Κωνσταντίνος έμεινε ακίνητος σαν να ’χαν στραγγίξει οι φλέβες του από κάθε ρανίδα ζωής. Έκανε την παράδοξη σκέψη τι χρώμα να ’χε κείνη την ώρα το αίμα του. «Μελανό», ψέλλισε ανοιγοκλείνοντας άηχα το στόμα. «Τέτοιο χρώμα πρέπει να ’χει το αίμα των νεκρών. Μελανό…»
Ποιος είπε πως δεν κλαίνε οι ήρωες; Αυτός είχε κλάψει την προηγούμενη νύχτα κλειδαμπαρωμένος στο δώμα του. Το μόνο που τον παρηγορούσε κάπως ήταν πως αν είχε δεχτεί τους ατιμωτικούς όρους του Μωάμεθ, θα ’κλαιγε περισσότερο, καθώς θ’ αναγκαζόταν να προσκυνήσει τον Τούρκο με ευνουχισμένη ψυχή και να φιλήσει τη μισητή του παντιέρα. Τα λόγια του εχθρού σφυροκοπούσαν στο μυαλό του για μέρες. Φύγε απ’ την Πόλη κι ούτε εσύ ούτε ο λαός σου θα πάθετε τίποτα. Αν επιμείνεις στην αντίσταση, το μόνο που θα πετύχεις θα ’ναι να πεθάνετε όλοι και τα υπάρχοντά σου θα καταστραφούν.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Φτάνει που ’χε συρθεί στους ηγεμόνες της Δύσης εκλιπαρώντας βοήθεια, δε θα γονάτιζε και στον εικοσάχρονο Τούρκο, που κολυμπούσε στον κυνισμό και την αλαζονεία. Ούτε και τους ηγεμόνες θα παρακαλούσε αν ήταν για τον εαυτό του. Ήταν όμως για τη Βασιλεύουσα, γι’ αυτή την πόλη που για χάρη της έπεφτε στη φωτιά, παρά τη μακραίωνη παρακμή που βίωνε. Και καθώς η απειλή των Οθωμανών δέσποζε πάνω απ’ τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία, μια σκέψη ταλάνιζε τον βασιλιά της: μην έχει οριστεί απ’ τη μοίρα να είναι αυτός ο τελευταίος μαχόμενος που οι υπεράνθρωπες προσπάθειές του θα στέκονταν ανήμπορες να τη σώσουν. Το μέλλον της Πόλης και των εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της ήταν στα χέρια του. Το βάρος της ευθύνης τον τρέλαινε, το σοβαρό ενδεχόμενο να μείνουν οι αγώνες του αδικαίωτοι, τον εξουθένωνε. Άλλον δεν είχε να μοιραστεί την αγωνία του κι ο αριθμός των υπερασπιστών της Βασιλεύουσας ήταν ελάχιστος, καθώς οι περισσότεροι απ’ όσους ήταν ικανοί να φέρουν όπλα, είχαν καταφύγει στα μοναστήρια για ν’ αποφύγουν τη στράτευση.
Η πολιορκία είχε τσακίσει το λαό του. Οι δρόμοι κι οι πλατείες μυρμήγκιαζαν απ’ τα ανθρώπινα ερείπια. Πρόχειρα νοσοκομεία είχαν στηθεί για την περίθαλψη των πληγωμένων. Γυναίκες και καλόγεροι κουβαλούσαν χώμα και πέτρες να επιδιορθώσουν τα τείχη που ’χαν πέσει από τους κανονιοβολισμούς. Κι όλοι στήριζαν τη σωτηρία τους σε εκείνον, που ιερά ταγμένος στο καθήκον της εμψύχωσης, πάλευε να δαμάσει τη δική του ψυχική τρικυμία. Ο τελευταίος του λόγος σφραγίστηκε ανεξίτηλα στις καρδιές των Βυζαντινών ευωδιασμένος απ’ τις λιτανείες που λάμβαναν χώρα στους δρόμους της Πόλης, με την περιφορά της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας: Ανεκτίμητα είναι τα αγαθά για τα οποία, αδέλφια μου, αξίζει να αγωνιστούμε. Η πίστη και η ευσέβειά μας, η ξακουστή πατρίδα μας, οι συγγενείς και οι φίλοι μας. Αν δεν πολεμήσουμε, θα ταπεινωθούμε από τους ασεβείς, θα χάσουμε τη βασιλεία μας που θα περιπαιχθεί και θα εκμηδενιστεί, θα στερηθούμε τους αγαπημένους μας, τις γυναίκες και τα παιδιά μας. Ο αμιράς έχει εξαντλήσει κάθε πολεμικό μέσο για να μας υποδουλώσει, με τη βοήθεια όμως του Χριστού διώχτηκε απ’ το κάστρο ντροπιασμένος τόσες φορές. Όσους άντρες κι αν έχει, όσα κανόνια κι αν στρέψει καταπάνω μας έτοιμος να δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι, εμείς είμαστε αρματωμένοι με δύναμη θεϊκή. Γι’ αυτό, αδέλφια μου, έχουμε την ηθική υποχρέωση να αγωνιστούμε υπέρ βωμών και εστιών ορθώνοντας το ανάστημά μας απέναντι στους άπιστους, που ’χουνε χάσει την ψυχή τους. Ποιο το όφελος για κάποιον, ακόμα κι αν έχει κερδίσει τον κόσμο ολόκληρο, σαν έχει χάσει την ψυχή του;
Μίλησε χωρίς να δακρύσει. Φύλαγε τα δάκρυα για τις νύχτες, όταν έμεναν οι δυο τους, εκείνος κι ο εαυτός του. Τα δάκρυα του ’διναν διέξοδο να ξεφορτώσει απ’ τους ώμους του για λίγο το άχθος, σαν τον μυθικό Άτλαντα που ευχόταν να μπορέσει να ξαποστάσει κατεβάζοντας απ’ τις πλάτες του τον ουράνιο θόλο. Το κλάμα είναι λυτρωτικό.
Στο τέλος του λόγου του, είχε νιώσει ένα σφίξιμο στο στέρνο, ίσως γιατί προαισθάνθηκε πως εκείνη την ίδια στιγμή ο Μωάμεθ εμψύχωνε τους δικούς του λέγοντας τα αντίθετα. Η Πόλη θα γίνει δική σας. Ακούστηκε μάλιστα πως την προηγούμενη μέρα έδωσε εντολή ν’ ανάψουν λαμπάδες, να μείνουν νηστικοί και να λουστούν επτά φορές για να παρακαλέσουν το θεό τους να τους χαρίσει τη νίκη.
Ανατριχιάζει σύγκορμα. Στην ανάμνηση του χτεσινού κλάματος τα μάτια του τσούζουν. Τα τρίβει με δύναμη, δεν είναι ώρα τώρα για κλάματα. Δε γίνεται να τον βρουν οι Τούρκοι να κλαίει. Ούτε οι άντρες του επέτρεψε να τον δουν σε μια τόσο προσωπική στιγμή. Μπορεί βέβαια να το κατάλαβε ο Φραντζής, που του έκανε κάτι ύποπτες παρατηρήσεις για το κοκκίνισμα των ματιών του. Ο Κωνσταντίνος τα κουκούλωσε. «Η αϋπνία φταίει, δεν κοιμάμαι τελευταία…» Δεν είπε και ψέματα. Η αϋπνία τον βασάνιζε ανήλεα. Μόλις τα βλέφαρά του βάραιναν και πίστευε πως επιτέλους θα αφηνόταν στο πολυπόθητο βύθισμα του ύπνου, ορμούσε η ύαινα και τον συντάραζε. Ήταν σαν να του ’μπηγε στην καρδιά μια διεγερτική ένεση που τον κρατούσε ξάγρυπνο ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Τότε αποκοιμιόταν με το σώμα μολύβι, μόλις για καμιά ώρα. Κάτω όμως από το εξεταστικό βλέμμα του Φραντζή, η αϋπνία προσέφερε στον βαλαντωμένο βασιλιά μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για ν’ αποκρύψει πως η οδύνη του πλέον μεταφραζόταν σε δάκρυα.
Αυτή η οδύνη ήταν που τον έσπρωξε να πετάξει από πάνω του τα βασιλικά ενδύματα και να χωθεί ανάμεσα στους άντρες του σαν απλός στρατιώτης παλεύοντας με λύσσα μπρος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τι σημασία έχουν οι τύποι όταν η απόγνωση αλώνει κάθε σου κύτταρο; Όταν όλα εκείνα που χτίζονταν λιθαράκι λιθαράκι διανύνοντας ωκεανούς χρόνου, συντρίβονται μέσα σε λίγες τυραννικές ώρες; Χτυπούσε τον εχθρό σαν το αγρίμι που ’χει περικυκλωθεί από παντού και γυρεύει ν’ αναστήσει φρούδες ελπίδες. Όσο είχε δίπλα του τον Ιουστινιάνη, η πεταλούδα της ελπίδας κουνούσε ακόμα τα φτερά της, διστακτικά μεν κι αβέβαια, αλλά τα κουνούσε. Ο Ιουστινιάνης ήταν μαχητής που το ’λεγε η καρδιά του. «Εγώ κι οι άντρες μου προς τιμήν του Χριστού θα υπερασπιστούμε την Πόλη», είχε πει στον Κωνσταντίνο κάνοντάς τον να αισθανθεί απέραντη ευγνωμοσύνη για τον γενναιόψυχο Γενουάτη. Του ’ταξε πως αν απέκρουαν τους Οθωμανούς, θα τον έχριζε πρίγκιπα και θα του παραχωρούσε τη Λέσβο.
Με τον Ιουστινιάνη και τους επτακόσιους σιδηρόφρακτους άντρες του, ο Κωνσταντίνος είχε ριχτεί στον αγώνα με ανεβασμένο ηθικό. Όταν όμως ο Ιουστινιάνης βγήκε εκτός μάχης από ένα αδέσποτο βλήμα στο μπράτσο, η ελπίδα του Κωνσταντίνου κηδεύτηκε ανάμεσα στα κουφάρια με υπόκρουση τις καμπάνες που ηχούσαν πένθιμα. Στάθηκε αδύνατον να τον πείσει να μείνει. Ο Ιουστινιάνης ζήτησε απ’ τους άντρες του την άμεση μεταφορά του στο πλοίο του. Δυο μέρες μετά, υπέκυψε στο τραύμα του αφήνοντας στη Χίο την τελευταία του πνοή.
Ο Κωνσταντίνος έμεινε με τους λιγοστούς στρατιώτες του να προσπαθούν ν’ ανακόψουν το σαρωτικό κύμα των Αγαρηνών. Οι Τούρκοι πηδούσαν τα χωμάτινα εμπόδια θερίζοντας τους Βυζαντινούς. Στα πρόσωπά τους η βία απλωνόταν σαν γάγγραινα που τους είχε καθυποτάξει στη θέλησή της: Σφάξτε, βιάστε, ατιμάστε. Στο μυαλό του Κωνσταντίνου εικόνες νοερές διαδέχονταν η μια την άλλη με ιλιγγιώδη ταχύτητα: οι Οθωμανοί να σέρνουν γυναίκες απ’ τα μαλλιά, να σουβλίζουν γερόντισσες που προσεύχονταν γονυκλινείς στα εικονοστάσια, να γκρεμίζουν παιδιά απ’ τις επάλξεις. Εικόνες τρελές, άναρχες σαν αμοντάριστα πλάνα.
Έσφιξε το σπαθί τόσο δυνατά, που του άσπρισαν οι κλειδώσεις. Η φωνή βγήκε απ’ το λαρύγγι του βραχνά, όπως οι ήχοι που ξεχύνονται από βάραθρο, απόκοσμοι, σπηλαιώδεις… «Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» Τον άκουσε ο Λάσκαρις, πιστός σύντροφος που ήταν ακόμα κοντά του, κι ένιωσε να εισχωρεί στο πετσί του η απελπισία του βασιλιά του, που βαστούσε ακόμα ως εκ θαύματος μισογερμένος πάνω στο άλογο. Τα ονόματα του Χριστού και του Αλλάχ μπλέκονταν μέσα στο σάλαγο της μάχης σε έναν χορό ετερόκλητο, πηδώντας σαν πίδακας μέσα απ’ τα στήθια των πιστών και των Οθωμανών που τραυματίζονταν θανάσιμα, ένα συνονθύλευμα σπαραγμού. Και πάνω απ’ τις κραυγές που ταξίδευαν στις ροές του ανέμου, ένα «εάλω η Πόλις» ήχησε σαν καταδίκη πετρώνοντας τις ψυχές όσων ακόμη ήταν ζωντανοί.
Οι μάνες έσφιξαν στον κόρφο τα σπλάχνα τους να μη δουν το τέλος, όπως δένονται τα μάτια των μελλοθάνατων στον δήμιο, άλλοι έτρεξαν στην Αγια-Σοφιά να βρουν άσυλο στα θεία.
Κουβάρι το ανθρωπομάνι συνωστιζόταν στους διαδρόμους της εκκλησιάς με κλάματα και δεήσεις. Κάποιοι πρόλαβαν και μετάλαβαν, με το χέρι του δεσπότη να τρέμει σαν έβαζε στα αφυδατωμένα στόματα τη θεία κοινωνία.
Ο Κωνσταντίνος είχε μεταλάβει πριν τη σύγκρουση. Η γεύση της μετάληψης του ξανάρχεται απροσδόκητα στη γλώσσα, μια μειλίχια αίσθηση που του γαληνεύει τα σωθικά. Όλα γύρω του κινούνται νωθρά, σαν κίνηση μέσα σε νερό. Βλέπει τα στίφη των Αγαρηνών να ορμούν δαιμονισμένα, τους άντρες του να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον, τα πτώματα να σχηματίζουν μακάβρια βουναλάκια. Όμως, τα πάντα μοιάζουν εγκλωβισμένα σε μια μαρμαρωμένη σκηνή, λες και κάποιο αόρατο χέρι πάτησε ένα κλικ και τα πάγωσε. Το πάγωμα έπνιξε και τους ήχους. Δεν ακούει πια τίποτα. Μόνο βλέπει τις αργόσυρτες εικόνες με κόκκινες πιτσιλιές, το πηχτό άλικο της πορφύρας.
Νιώθει μια άρια ν’ αναδεύεται μέσα του. Τη συλλαμβάνει με μια έκτη αίσθηση, γεγονός που της προσδίδει παράδοξη αξία. Μια άρια που δεν ακούγεται. Νιώθεται αποκλειστικά από κείνον. Μια ελεγεία που ψάλλει το τέλος της Βασιλεύουσας, το ασθματικό της ξεψύχισμα σε βέβηλα χέρια. Μια μουσική μαγική και συνάμα ανυπόφορη μέσα απ’ την επώδυνη ήχησή της.
Υψώνει τη ματιά σ’ ένα σημείο του τείχους. Κάτι υπάρχει εκεί, κάτι που δεν κολλάει στην τραχιά επιφάνεια της πέτρας. Ένα αγριολούλουδο, μια απρόσμενη παραφωνία. Τεντώνεται προς το λουλούδι σαν να του είναι μπορετό να τρυγήσει το κάλλος του μονάχα με το βλέμμα. Τόσο όμορφο και συνάμα τόσο παράταιρο στη φρίκη, σαν πινελιά ζωγράφου παράφρονα. Σκέφτεται πόσο υπέροχη είναι η ζωή και τον πιάνει το παράπονο. Θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει αν δεχόταν να φυγαδευτεί, όπως του προτάθηκε επίμονα. Γίνεται όμως να ζει αυτός ενώ η Πόλη, η λατρεμένη Πόλη του, θα είχε αλωθεί; Επέλεξε να μείνει, αλλά αυτή η επιλογή θανάτου δεν τον εμποδίζει να πενθεί για τη ζωή που πρέπει ν’ αποχαιρετήσει στα σαράντα εννιά του χρόνια.
Κρίμα που δεν μπορεί να μυρίσει το λουλούδι. Έχει γκρεμιστεί απ’ το άλογο κι οι δυνάμεις του έχουν στερέψει σαν ξερό μαγγανοπήγαδο. Μόνο η σκέψη του μπορεί να τρέχει ακόμα και τον πάει στα άνθη που δώρισε στην πρώτη του σύζυγο, τη Θεοδώρα. Ήταν τα ίδια που ένα χρόνο μετά το γάμο απόθεσε στον τάφο της. Ίσως η ομορφιά να συνθλίβεται επειδή αυτό ορίζει ένα ανεξήγητο πεπρωμένο. Ίσως η Θεοδώρα, που στερήθηκε πρόωρα τη νιότη της, να είχε μεταμορφωθεί σ’ εκείνο το ανθάκι που ’χε σφηνωθεί ανάμεσα στις πέτρες του τείχους. Ίσως πάλι ολάκερη η Πόλη να στριμώχτηκε στο μικροσκοπικό εκείνο λουλουδάκι προσπαθώντας να διασώσει κάτι απ’ την αλλοτινή της αίγλη μετουσιωμένο σε πέταλα.
Τότε ήταν που θυμήθηκε πως ήταν Άνοιξη…
ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ