Το ταξί δεν θα το σταματούσε. Ήταν που ήπιε… το πέτυχε και στην πλατεία… στη μέση της διαδρομής. Κάθε βράδυ με τα πόδια γύριζε στο σπίτι. Έπρεπε να τον είχε ρωτήσει πόσο θα τη χρέωνε, να του πει: «Πέντε ευρώ μέχρι την Ανθέων. Χωρίς σημαία.» Τόσοι και τόσοι το έκαναν. Όχι η Μαρία, δεν ήταν από τους ανθρώπους που τολμούν.
Δέκα χρόνια έκανε να πει του Γιώργου ότι δεν πήγαινε άλλο, αυτά που ήθελε δεν μπορούσε να της τα προσφέρει. «Τι ήθελε δηλαδή;» επέμενε εκείνος. Τι θα μπορούσε να θέλει, τον είχε ρωτήσει. Πολλές φορές. Ποιος τους εμπόδιζε; Παιδί θα έκαναν. «Και πώς θα το μεγαλώσουμε, ρε συ Γιώργο;»
Δεκαπέντε ευρώ είχε στην τσέπη του και τα έδωσε όλα αδιαμαρτύρητα στο καφενείο. Δεκαπέντε ευρώ έκαστος για μερικούς μεζέδες της κακιάς ώρας και τη ρακί που την αγόραζε τζάμπα ο μαγαζάτορας. Τρεις διαδρομές με το ταξί, σκεφτόταν, όταν έβγαζε τα χρήματα από το πορτοφόλι, τρεις ώρες κερδισμένες, τρεις ώρες που θα έφτανε στο σπίτι νωρίτερα να πέσει να κοιμηθεί κατάκοπη από τη δουλειά. Πλήρωσε κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα, ο Γιώργος να την κοιτά αμίλητος. Την έβλεπε, το φαΐ δεν το άγγιξε, όλο το βράδυ έπινε μετρημένα. Ήξερε ότι ο καπνός των είκοσι γραμμαρίων της κρατούσε τέσσερις ημέρες. «Αυστηρά». Το ήξερε και παρ’ όλα αυτά δεν σταμάτησε να της ζητά το πακέτο, το ήξερε και παρ’ όλα αυτά δεν μεσολάβησε, για να πληρώσει λιγότερα.
Ούτε όταν άφησαν το διαμέρισμα, για να γυρίσει ο καθένας στο πατρικό του, στα σαράντα, έκανε το παραμικρό, ικανοποιημένος με την υπόσχεση ότι θα συνεχίσουν να βλέπονται. «Τα Σαββατοκύριακα οι γονείς μου πηγαίνουν στο χωριό. Θα μπορείς να μένεις στο σπίτι», της είχε πει. Δεν της έφτανε. Θα έβρισκε άλλον, κάποιον που θα ήθελε κι εκείνος παιδιά, κάποιον που δεν θα έμενε στα λόγια. Μαζί με τον γκόμενο θα υιοθετούσε και την παρέα του, τους φίλους του Γιώργου δεν θα τους ξαναέβλεπε. Θα έσβηνε και τον Μάριο που, όταν του μίλησε για τα πενήντα πέντε λεπτά αναγκαστικού νυχτερινού περιπάτου, όταν του ανέφερε πως ο καπνός της κρατούσε τέσσερις μέρες, το μόνο που βρήκε να πει ήταν ότι η κρίση της έκανε καλό, είχε αδυνατίσει, κάπνιζε λιγότερο. «Αυτό κατάλαβες;» ήθελε να του φωνάξει.
Χαμένη στις σκέψεις της δεν πρόσεξε ότι ο οδηγός είχε πάρει λάθος δρόμο. Τον άφησε να προχωρήσει λίγο ακόμη χωρίς να αντιδράσει. Ήταν περίεργη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα σταμάτησε, την κοίταξε και της είπε με ύφος απολογητικό: «Πέσαμε σε αδιέξοδο». Η Μαρία δεν άντεξε. «Δεν μιλάω τόσην ώρα, αλλά μη με περνάς για χαζή. Εμένα βρήκες να κοροϊδέψεις;» Του είπε κι άλλα. Για τη δουλειά της την κακοπληρωμένη, για τα πέντε ευρώ που της έπαιρναν όλοι οι ταξιτζήδες, για το ταξίμετρο που έδειχνε δέκα… «Μεροκαματιάρης είμαι κι εγώ», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Έχασα το δρόμο. Μην κοιτάς τι γράφει το ταξίμετρο».
Δεν τον άκουσε. Του πέταξε το χαρτονόμισμα κι έφυγε σαν κυνηγημένη, για να το μετανιώσει λίγο αργότερα. Δεν της έφταιγε ο άνθρωπος. Το αδιέξοδο ήταν.
Αντώνης Τσιρικούδης
Σας ευχαριστώ που μας χαρίσατε αυτό το κείμενο.
Καταπληκτικό…
Ανατρίχιασα με το “αδιέξοδο” του κειμένου. Συγχαρητήρια!