Μια ζωή σκόρπισε στους ανέμους, χωρίς αναπαμό και προσμονές. Φτερό αφέθηκε στη δίνη τους και άλλαζε τους τόπους. Ξένος αυτός στη χώρα του ήλιου, τη σιωπηλή του τέχνη λειτουργούσε στα ριζά του Ιερού Βράχου.
Ζωγράφιζε σαν προσευχή. Καρτέρι έστηνε στους αέρηδες πριν από τις μπόρες, στα λιοπύρια και τα κρύα, μέσα στις εποχές, κάτι απ’ το πέρασμά τους να αιχμαλωτίσει στα σχέδια και τα χρώματα. Τον παγερό Βοριά παγίδευε στο μαύρο με λευκό του τιτανίου, τεράστια κύματα να σηκώνει σε θάλασσες βαθιές του πρωσικού του μπλέ. Γρήγορες πινελιές, ανθρώπινες φιγούρες στο έλεος της καταιγίδας χάραζε, μέσα στου Γραίγου το χαλάζι. Έκλεινε του Σιρόκου τη μουντάδα και την καταχνιά μεσ’ του βαντάϊκ το καφέ, το μαύρο το εβένινο. Λευκά σπασίματα φωτός συννεφιασμένων ουρανών και βρόχινων νερών γυαλάδες, περιέγραφε. Της Όστριας την ομίχλη έχτιζε με χρώματα αχνά, μέσα στη διαφάνεια του άσπρου σατινέ. Το ασήμισμα δρόμων υγρών στο διάβα της να αφήνει, με τις σταγόνες της βροχής πάνω στα τζάμια, σχεδίαζε ασπρόμαυρα με το μολύβι του. Τον δροσερό Πουνέντε υμνούσε στα λουλούδια, μέσα απ’ του κοβαλτίου το βιολετί, το χρυσαφί το πράσινο παραδεισένιων τόπων, το κίτρινο το φωτεινό, το φλογερό το κόκκινο. Του Λίβα την άγρια κάψα και την καταστροφική ζωγράφιζε με τις καμένες ώχρες και τις σιέννες, δίχως τη λεπτομέρεια της ξεραμένης πια ακινησίας να ξεχνά, δείγμα πως από εκεί ο άνεμος αυτός είχε περάσει. Και του Μαΐστρου τον κατακλυσμό, που αδειάζει την Υδρία του με μιας πάνω στη γη, αποθανάτιζε σε σύνθεση κομματιαστή και στροβιλίζουσα, για να μερέψει στον ηλιόλουστο Λεβάντε με ολοκίτρινες πινελιές απάνω στους καρπούς του Φθινοπώρου.
Κι εκεί που νόμιζε πως το αδύνατο κατόρθωσε, την άλλη κιόλας μέρα έβλεπε καθαρά την αυταπάτη του. Η σύνθεσή του χώλαινε. Σημάδια ακινησίας στην εικόνα ψεύτιζαν τον άνεμο. Τα χρώματα αληθινά δεν ήταν. Θυμώναν τότε οι αέρηδες με το θράσος του και συγκεντρώνονταν στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου. Το καβαλέτο του ανέτρεπαν, τα σχέδια σκορπούσαν ως πάνω στην Ακρόπολη, έχυναν κάτω τις μπογιές και ξέραιναν τα χρώματα, έσπαγαν τα μολύβια του κι ήταν σαν να του λέγαν: «Φύγε λοιπόν. Παράτα τα. Δε βλέπεις πως άξιος δεν είσαι, εμάς να κλείνεις στις εικόνες σου;» Τότε τους έπαιρνε με το καλό και τους ησύχαζε. Σ’ αυτή τη χώρα, παρακάλαγε, να είναι πιο προσεκτικοί, γιατί την αγριάδα τους το κλίμα δεν σηκώνει. Η θάλασσα είναι γαλανή, ξανθιά είναι η στεριά της και τη συναγωγή τους ευνοεί. Εκείνοι τότε ημέρευαν ξανά. Να προσπαθήσει πάλι επιτρέπαν.