Δεν είμαι ειδήμων στις κριτικές. Είμαι απλώς μια ταπεινή εργάτρια της λογοτεχνίας. Όταν όμως ένα έργο με συγκινεί ιδιαίτερα, κινητοποιώντας τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής, τολμώ να γράψω κάτι που προσιδιάζει στη λογοτεχνική κριτική.
Είναι πραγματική πρόκληση η απόπειρά μου να μιλήσω για τη συλλογή διηγημάτων ενός εξαίρετου Συγγραφέα και Ανθρώπου: του Μιχάλη Γριβέα.
Θα σταθώ στα κείμενα εκείνα που με άγγιξαν περισσότερο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν κράτησα στα χέρια μου μια συλλογή της οποίας όλα τα διηγήματα, μηδενός εξαιρουμένου, μας δημιουργούν την επιθυμία να υποκλιθούμε μπρος στο ταλέντο του δημιουργού τους.
Το διήγημα «Ανελκύστε τη Σελήνη», που εγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη ήδη από τον ίδιο του τον τίτλο και γεννά αδημονία για την ανάγνωσή του, είναι ένα κείμενο που ακόμα και ο μεγαλύτερος ταλαντούχος της κριτικής θα δυσκολευόταν να βρει λέξεις που θα μπορούσαν να αποδώσουν το μεγαλείο του. «Το πλανητικό σύστημα κατέρρεε! Η προαιώνια ισορροπία του θρυμματίστηκε με την απρόσμενη και ανερμήνευτη απόσυρση του φεγγαριού. Άνευ έκρηξης, δίχως λάμψη, χωρίς πάταγο, έσβησε ακαριαία από τον ουράνιο θόλο». Μια σουρρεαλιστική κατάσταση όπου η Σελήνη εξαφανίζεται για να δώσει στην ανθρωπότητα ένα ηχηρό μήνυμα και να τη γονατίσει κάτω από ένα δριμύ, αλλά δίκαιο κατηγορώ.
Είναι απίστευτο πώς τόση ομορφιά ξετυλίγεται σε ένα και μόνο βιβλίο. Στο «κόκκινο νύχι» ο αναγνώστης σαγηνεύεται από τον διάχυτο ερωτισμό και την αφηγηματική δύναμη του κειμένου. «Μόνο μ’ ένα βραχνό ψίθυρο, αγάπη μου, θ’ αφήσω απόψε τον αέρα να κυματίσει τα μεταξένια σου μαλλιά. Δε θα σου μιλώ! Μονάχα σαν ένα απαλό θρόισμα, θ’ αναδεύω το αραχνοΰφαντο πέπλο της νύχτας. Σαν τη γλυκιά προσμονή κρυμμένων ερωτόλογων πριν το επόμενο χάδι». Λέξεις και φράσεις που δένουν τόσο αρμονικά μεταξύ τους, καταδεικνύοντας την επιδεξιότητα του συγγραφέα να τραβά απ’ τη φαρέτρα του τα κατάλληλα πινέλα με τα οποία κοσμεί το πεζογραφικό του σύμπαν.
Ξεχωριστή προβάλλει και η ερωτική σκηνή στο «Μάτι του Θεού», όπου ο συγγραφέας, από ουράνια σώματα, τηλεσκόπια, πλανήτες, μαύρες τρύπες, όντα τεχνητής νοημοσύνης και οραματισμούς για ταξίδια στο χρόνο, αίφνης μας παραθέτει μια ερωτικότατη σκηνή, τη φαντασίωση της ηρωίδας για ένα παλιό νεανικό πάθος, με βασικό μάρτυρα ένα πιάνο. Δεν μπορούμε παρά να μείνουμε εντυπωσιασμένοι από τη μαεστρία με την οποία υφαίνονται τα συναισθήματα της ηρωίδας, η διεισδυτική της ψυχογράφηση, η ερωτική της δίψα, τα πυρετικά πάθη για τα οποία ευχαρίστως θα θυσίαζε τη μικροαστική της ζωή.
Ο έρωτας παραμονεύει σχεδόν σε κάθε κείμενο του ξεχωριστού αυτού βιβλίου. Παντοδύναμος, παρατά τα βέλη και δανείζεται από τον Δία κεραυνό, ένας ισχυρός θεός, όπως τον φαντάστηκαν οι αρχαίοι Έλληνες και τον τίμησαν ως γιο της Αφροδίτης. Όπως τον ύμνησε ο Σοφοκλής στο περίφημο Γ΄ Στάσιμο της «Αντιγόνης», τονίζοντας την αδυναμία θνητών και αθανάτων να αντισταθούν στην ακατάλυτη ορμή του. Στο «Νίκελ» η ερωτική ένωση δύο παιδιών αποκτά μαγικές διαστάσεις στην αγκαλιά του δάσους, εκεί όπου «Ξωτικά, λάγνες Νεράιδες και Ουρί του παραδείσου χόρευαν ακατάπαυστα γύρω από τους στητούς κορμούς πλημμυρίζοντάς το με ερωτικά μύρα».
Το όπιο του έρωτα διαποτίζει και το ιδιαίτερο κείμενο που τιτλοφορείται «Δαίμων Μοναξιά». Ένα κείμενο ραντισμένο από «τη θηλυκή σκόνη του σύμπαντος», που μαρτυρεί περίτρανα τη δεξιοτεχνία του δημιουργού του στις περιγραφές και το πλάσιμο εικόνων. «Φορούσε ένα αραχνοΰφαντο μετάξι, με βαθύ ντεκολτέ, ριγμένο με τόση χάρη στο λυγερό κορμί, ώστε νόμιζες ότι ήταν ένα πρόσθετο μέλος του σώματός της, όπως τα φτερά ενός αγγέλου, παρά μια εσθήτα φτιαγμένη από ανθρώπινο χέρι. Τα καλλίγραμμα λεπτά άκρα, τα κοντυλογραμμένα χαρακτηριστικά του ωοειδούς προσώπου και η ολόχρυση κόμη, ακάλυπτα, πρόδιδαν άθελά τους την πλαστικότητα του κορμιού της, γοητευτικά κρυμμένου πίσω από τις πιέτες του ανάλαφρου φουστανιού». Πηγαία δύναμη, ζηλευτή έμπνευση, ασύλληπτη ομορφιά. Ένα εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο που έρχεται να περιγράψει με τρόπο μοναδικό το γυναικείο κάλλος, σαν να συνθέτει ένα περίτεχνο ψηφιδωτό. Και συνάμα μια ανατριχιαστική κραυγή για την τραγωδία της ανθρώπινης μοναξιάς, δοσμένη μέσα απ’ τη μαγεία της ηδονής και του άπιαστου ονείρου.
Το διήγημα «Η Πύλη των συνόρων» ξεφεύγει απ’ το μοτίβο του έρωτα και είναι ντυμένο σε χρώμα χακί. Θαρρεί κανείς πως βρίσκεται σε στρατόπεδο και βιώνει την κάθε αγωνία του στρατιώτη, οτιδήποτε ταλανίζει το μυαλό και την ψυχή του. Μέσα απ’ τη γλαφυρότητα των περιγραφών ο αναγνώστης θα γίνει κοινωνός της ασθματικής ανάσας των στρατιωτών, του ιδρώτα που λούζει τα μηνίγγια τους, του ήχου της αρβύλας στο έδαφος, αλλά και της παρουσίας του μεταφυσικού στοιχείου που υφέρπει έντεχνα μέχρι να κορυφωθεί στο τέλος του διηγήματος με μια αναπάντεχη ανατροπή.
Ο «Γυάλινος ωκεανός», το «23,5 μοίρες κλίση» και «Το απατηλό είκοσι τέσσερα» αποδεικνύουν τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα και στη σύνθεση διηγημάτων μικρής φόρμας. Το διήγημα-μπονζάι μπορεί να φαίνεται εύκολη υπόθεση, στην ουσία όμως δεν είναι. Ο δημιουργός του καλείται μέσα στον περιορισμό των λέξεων να συγκινήσει, να ξαφνιάσει ίσως κάποιες φορές με τη θεματολογία του, και να κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό μεταδίδοντας υψηλές αξίες. Ο συγγραφέας του «Ανελκύστε τη Σελήνη» το κατορθώνει με αρτιότητα, οι φράσεις και τα νοήματα τόσο στα εκτενή όσο και στα σύντομα κείμενά του χαρακτηρίζονται από μια μεστότητα, μια πληρότητα που κανείς δεν θα τολμούσε ν’ αλλάξει ούτε κόμμα στη ροή της αφήγησης.
Οι σελίδες του Μιχάλη Γριβέα υπόσχονται ένα ονειρικό ταξίδι, ξεχειλίζοντας δυναμικούς παλμούς. Μέσα από το πάντρεμα της φυσικής με τη μεταφυσική, του ρεαλισμού με την εικονική πραγματικότητα, του εφικτού με το ανέφικτο, προσφέροντάς μας «ένα γλυκό μούδιασμα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου», μας κερδίζουν, μας κυριεύουν και τελικά μας υποτάσσουν στην ακαταμάχητη έλξη τους.
Ευχαριστούμε γι’ αυτό το βιβλίο.
Ελένη Χριστοφοράτου
Συγγραφέας – Φιλόλογος