Στον Γιάννη Κοντό
Επέστρεψε τις πρώτες πρωινές ώρες από τη βραδινή του έξοδο. Είχε καιρό να δει τους φίλους του και τι ωραία αφορμή τα γενέθλια για να ξαναβρεθούν! Η ώρα πέρασε ευχάριστα· συζήτησε, τραγούδησε, ήπιε, μάλιστα χόρεψε και λίγο, όσο ασυνήθιστο κι αν ήταν γι’ αυτόν, και ανανέωσε το ραντεβού. Όλοι τους δεσμεύτηκαν ν’ ανταμώνουν πιο συχνά, να μην αφήνουν έτσι εύκολα τον χρόνο να γερνάει και να μην παραδίδουν αμαχητί τις συναντήσεις τους στην τύχη, στα γενέθλια δηλαδή.
Μπαίνοντας στην αυλή της παλιάς μονοκατοικίας, όπου πρόσφατα είχε μετακομίσει, την προστατευμένη από φράχτη με αγιόκλημα και γιασεμί, σκόνταψε πάνω σε ένα γράμμα που έμελλε να φτάσει στον παραλήπτη του δίχως ο αποστολέας να μπορέσει να επιβεβαιώσει την παραλαβή. Δεν ήταν συστημένο· κι ο παραλήπτης μας ήξερε καλά πως ο συντάκτης της επιστολής περίμενε την απάντησή του! Έτσι δεν συνηθίζεται;
Το άνοιξε βιαστικά προτού ανέβει στο σπίτι. Επρόκειτο για μια συγχαρητήρια επιστολή για το λογοτεχνικό του έργο με σχόλια επαινετικά και παρατηρήσεις που θα ζήλευε κι ο πιο φτασμένος καλλιτέχνης! Τι ανέλπιστη χαρά να αντικρίζεις μια τέτοια κριτική! Τι μοναδικό συναίσθημα να απευθύνεται προσωπικά σε εσένα μια προσωπικότητα του εύρους του· άγνωστη σε πολλούς, γνωστή σε όσους πρέπει.
Ακολουθώντας το τυπικό – ρουτίνα για μερικούς, πολύτιμο τυπικό εδώ – ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, έβγαλε το πανωφόρι και άνοιξε τον υπολογιστή για να επισκεφθεί τις σελίδες του. Ανοίγοντας το προσωπικό του προφίλ, ήδη έβλεπε φωτογραφίες από τη χτεσινή βραδιά: όσα τα πρόσωπα τόσες και οι ετικέτες, όσα τα χαμόγελα τόσα και τα λάικ! «Αυτά τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης έχουν και τα καλά τους», σιγοψιθύρισε. Την προσοχή του γρήγορα όμως τράβηξε ένα ακόμη μήνυμα, προσωπικό κι απρόσμενο πάλι, αν και ηλεκτρονικό αυτή τη φορά: «Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα ο πολυαγαπημένος μας άνθρωπος ορίζοντας» – ο αποστολέας της αναπάντεχης εκείνης επιστολής.
Στάθηκε άναυδος. «Αυτά έχει η ζωή» έγραφε ένα ισοπεδωτικό σχόλιο κάτω από την ανάρτηση. «Ε, όχι. Αυτά τα ’χει ο θάνατος, όχι η ζωή!», μονολόγησε με μάτια κολλημένα στην άχαρη οθόνη. Τόσο λυρική η ίδια, τόσο εκλεκτά ποικιλόμορφη σε όλες της τις εκφάνσεις, γεμάτη εκπλήξεις και καθηλωτικές ανατροπές που, όχι, δεν μπορεί να εμπεριέχει τον θάνατο. Μόνο ως ατυχές αστείο ίσως· μόνο τότε θα τον δεχόταν μες στη ζωή. Γιατί από ατυχή αστεία άλλο τίποτε! Όπως εκείνο το γράμμα…
Πόσο συγκλονιστικό να πεθαίνεις πριν εκπληρώσεις το έργο σου, προτού ολοκληρωθούν οι ενέργειές σου… Έστω εκείνες οι δρομολογημένες, οι σχεδιασμένες από καιρό, εκείνες που τελοσπάντων σε χρειάζονται… όπως αυτό το θρασύτατο γράμμα. Θρασύτατο, κι όμως! Με τι θράσος μπορείς να φτάνεις σε έναν προορισμό, ακόμα κι αν είναι ο δικός σου προορισμός, ενώ η πηγή της δημιουργίας σου απουσιάζει πια; Δεν το ’ξερες; Δεν μπορούσες να το γνωρίζεις; Δεν μπορούσε να το γνωρίζει; Δεν είχε δικαίωμα να επιστρέψει στον αποστολέα του; Ήταν μόνο ένα γράμμα; Το γράμμα το έστειλε ένας νεκρός! Όλα μπορούσαν να συμβούν. Πρέπει να καταργηθεί αυτή η αλληλογραφία, αυτή που θέλει τον ξιπασμένο ταχυδρόμο να μας φέρνει τα γράμματα στο σπίτι σαν να ξέρει από πριν πως θα τα λάβουμε.
–Δε φταίει ο ταχυδρόμος, λάθος, συγχωρέστε με. Ο αποστολέας φταίει. Ή μάλλον όχι, συγχωρέστε με ξανά, ούτε ο αποστολέας φταίει. Η ύπαρξη είναι που φταίει· αυτή να χρεωθεί το λάθος, αυτή με τις ιδιότητές της που όλα στην τύχη μοιάζει να τ’ αφήνει.
Λοιπόν, όλοι οι θάνατοι δεν είναι ίδιοι. Διάκριση ως κι εδώ; Κυρίως εδώ! Και δεν μιλώ για εκείνους τους συγκλονιστικά επώδυνους θανάτους που αφορούν τα πιο αγαπημένα και κοντινά πρόσωπα, αυτούς που φέρουν βαρύ το στοιχείο των προσωπικών βιωμάτων και εμπειριών, των κοινών συναισθημάτων και αναμνήσεων, των ικανών να σε αφοπλίσουν και να σε κάνουν να νιώσεις την αδικία του θανάτου να σου αδειάζει το μυαλό, να σου θολώνει το βλέμμα, τα άκρα σου να τ’ ακινητοποιεί, να ουρλιάζει αδιάκοπα στα αφτιά σου, το δέρμα να σου το ξεριζώνει κι εσύ να βιώνεις μόνο την ανακούφιση του πόνου που επιβάλλεις τόσο αθέλητα στον εαυτό σου για να μετάσχεις στο υπέρτατο αυτό κακό με τον τρόπο σου.
Ο πόνος, φίλοι μου, ανακουφίζει. Να το ξέρετε καλά. Από τι; Από την ψύχρα που αφήνει στο πετσί σου η αίσθηση του θανάτου, όσο κι αν δε σε αφορά άμεσα· προς το παρόν, ίσως. Σε ζεσταίνει, σε θλίβει, σε ερημώνει, σε ρημάζει τόσο που πρέπει να αποφασίσεις, αν θες να ζήσεις ή όχι. Κι αποφασίζεις να ζήσεις. Παρ’όλα αυτά. Τι ανακούφιση!
Μιλώ, λοιπόν, για εκείνους τους πολύτιμους θανάτους -απώλειες αβάσταχτες των ανθρώπων – οριζόντων που μήτε προσωπικά ενδέχεται να τους γνωρίζεις, μήτε βιώματα να έχεις μοιραστεί μαζί τους· αλλά ποια η σημασία; Η επαφή μαζί τους μέσα από την τέχνη τους είναι αρκετή, αντιπροσωπευτική της σχέσης σας και ουσιαστική, με μια βαθύτητα και πληρότητα τέτοια που δεν συναντάς ακόμα και σε φιλίες ετών. Εδώ, η αμοιβαιότητα δεν είναι αναγκαία. Είναι μια σχέση μονομερής και δίχως προϋποθέσεις. Εδώ, μόνο παίρνεις· κι η πηγή δεν στερεύει, αλλά το αντίθετο· γεμίζει και πλημμυρίζει κι εξακτινώνεται κάθε φορά που εσύ προσπαθείς να γευτείς τα σπιθοβόλα νερά της.
Οι άνθρωποι – ορίζοντες είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που διαβάζουν την πρωινή εφημερίδα τους, ψωνίζουν από το μπακάλικο της γειτονιάς, πηγαίνουν στη δουλειά δυσανασχετώντας συχνά, τρέμουν στην ιδέα του θανάτου, εκτιμούν τα «ευγενή μέταλλα». Παράλληλα όμως χαράσσουν δρόμους, σπέρνουν μονοπάτια, κλονίζουν τ’ αδιέξοδα, καρποφορούν νοήματα· ιδέες κατεβάζουν με την ίδια ευκολία που ο υπολογιστής κατεβάζει την ταινία που τόσο λαχταράς να παρακολουθήσεις ανέξοδα στο σπίτι με λίγους φίλους και το απαραίτητο συνοδευτικό ποπ-κορν. Ιδέες πρωτότυπες και ντυμένες λόγια αμεταμφίεστα κι ειλικρινή, λόγια παρηγοριάς και δύναμης. Σε ωθούν ν’ ατενίσεις τον κόσμο μέσα από άλλη προοπτική, άλλοτε διανοίγοντας κι άλλοτε οριοθετώντας ορίζοντες, και μεταμορφώνουν τελικά τον κόσμο επιμένοντας και παρεμβαίνοντας, αφήνοντας ριζωμένα τα χνάρια τους. Και τον καθιστούν πιο ελκυστικό με τη συνεπή παρουσία και δράση τους. Με την ακλόνητη παρουσία και την πίστη τους. Πιστεύουν στον άνθρωπο και στην ευθύνη του, στο φως και στις σκιές του, στη ρευστότητα του παρόντος και την πιθανότητα του μέλλοντος, πιστεύουν στην ισχυρή θέληση και την άμεμπτη αρετή, στον Λόγο και τους σπόρους του, πιστεύουν στο γεφύρωμα χρόνου και προσώπων, πιστεύουν στον έρωτα και τους καρπούς του, πιστεύουν στο πνεύμα της εποχής και στη δύναμη της ύπαρξης, πιστεύουν στη ζωή, πιστεύουν στο ακατόρθωτο, πιστεύουν και στην αλητεία… Τους πλησιάζεις μέσα από τις αναπαραστάσεις των απόηχων των ιδεών τους και αμέσως ο νους σου μετουσιώνει τον ορίζοντα των άμορφων σκέψεών σου σε λέξεις, στεγάζοντας νοήματα δομημένα, δίνοντάς τους σώμα φιλόξενο, υλικό για κατοικία, έστω και φθαρτό, έστω προσωρινό. Άνθρωποι του πνεύματος για μερικούς, διανοούμενοι για άλλους, καλλιτέχνες για το ευρύ κοινό, άνθρωποι των γραμμάτων για την επιστήμη, άγιοι για τους πιστούς. Άνθρωποι – ορίζοντες σε τούτη την ιστορία.
Τι νόημα είχε πλέον εκείνο το γράμμα; Να το κάψει ήθελε, δεν τις άντεχε αυτές τις τελευταίες και γι’ αυτό αποκαρδιωτικές κουβέντες. Δεν υπέμενε τίποτε απ’ ό, τι έμελλε να ήταν τελευταίο. Να κι ένα καλό της έντυπης αλληλογραφίας έναντι της ηλεκτρονικής· μπορείς πολύ εύκολα να εξαφανίσεις τα σημάδια της και κυρίως να ξεφορτωθείς αυτό το αλαζονικό θράσος που τη διαπερνά – σαν να μην έφτανε που καθυστερεί, περιμένει να είναι κι όλα όπως τα βρήκε κατά τη δημιουργία της, ή μάλλον όχι, λέξη βαριά, κατά τη σύνταξή της καλύτερα –, όποια στιγμή το θελήσεις, χωρίς να σε απασχολεί το ιστορικό-ρουφιάνος της άτεχνης τεχνολογικής προόδου και οι έντεχνες μέθοδοι απόλυτης διαγραφής του.
Πήρε τον αναπτήρα του. Επρόκειτο για έναν από εκείνους τους αντιανεμικούς που αντιστέκονται στους ανέμους με πυγμή, ορθώνοντας το ανάστημα στις δυνάμεις της φύσης. Ήταν έτοιμος να βάλει φωτιά στη δεξιά του γωνία, εκεί που συναντάς την υπογραφή του αποστολέα σύμφωνα με τις προσταγές της επιστολογραφίας. Άλλαξε γνώμη.
Έβαλε ουίσκι με μέλι, να γλυκάνει την πικραμένη μέθη του. Κάθισε στον καναπέ. Κι άρχισε να διαβάζει το γράμμα ξανά και ξανά ακυρώνοντας την απουσία. Κατά μία έννοια…
«Καλό σου ταξίδι φίλε μου», είπε κι αποκοιμήθηκε.
Μια άλλη μέρα είχε ήδη ξημερώσει. Για τον ζωντανό. Δεν βαριέσαι… Καλημέρα!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ