Του Ηλία Στόφυλα
Ενωθήναι θέλω και ενώσαι θέλω
Ένας θάνατος δεν φτάνει, ούτε μια κόλαση για να αποβεί ελπιδοφόρος ο Παράδεισος. Το ίδιο με τον υποφαινόμενο φαίνεται πως πιστεύει η ποιήτρια των «Ανθρώπων δρώμενα από το Α στο Ω», Ιωάννα Πέτσα. «Έσκυψες το πρόσωπό σου, ν’ αποφύγεις το βλέμμα του Θεού […] είναι μακρύς ο δρόμος για τη λύτρωση» (σ. 13), γράφει η ποιήτρια στο εισαγωγικό ποίημά της με τίτλο «Άβε Μαρία». Σα να βλέπει με τα μεγάλα τηλεσκόπια την αχτένιστη αλογοούρα της ματαιότητας, αναμμαλιασμένη στο ποίημα «Ματαιότητα» μας ξεκαθαρίζει: «Δεν έχει ξεκούραση στην κόλαση» (σ. 46). Χωρίς να είναι εξασφαλισμένα τα πορθμεία, πώς να διαβεί κανείς την πικροπέραστη Λίμνη Αχερουσία (σ. 17) με μόνο εφόδιο την πόρπη των μαλλιών του; Ο μονόλογος της Λυσίδας, που θάφτηκε γυμνή, στο δράμα Κορίνθιες του Πολίτη είναι αποκαλυπτικός: «Κι έτσι παραδέρνω οικτρή, έξω από τη ζεστασιά της γης, κι ανέγγιχτη απ’ τις ακτίνες του Ηλίου, ριγώντας στης ανάλαφρης πνοής το φύσημα». Με όλον της τον ουρανό πιστεύει στην Ανάσταση η Ιωάννα Πέτσα και μας καλεί στο «Free–Dome» να γίνουμε «εργάτες του Φωτός» (σ. 89). Να αφιερωθούμε στο έργο της «ανοικοδόμησης» του εαυτού μας εμποδίζοντας μια νέα, επερχόμενη και ύπουλη εσωτερική αναερείπωση. Να αναστηλώσουμε την πτωχευμένη «οικονομία» του αισθήματος. «Κόλαση με τόσο φως δεν το περίμενα», λέει ο Σαχτούρης.
Στο «Άλλη μια νύχτα» είναι η πλήξη που βάφει με άχρωμη μπογιά τις γρίλιες της καρδιάς της συγγραφέως: «Μέχρι το άλλο πρωί, που το φως του ήλιου τρύπωσε από το παραθύρι και φίλησε τα βλέφαρά μου απαλά. Ξανά! Σηκώθηκα, τεντώθηκα κι είπα στον εαυτό μου: Υπομονή! Θα περάσει κι η μέρα αυτή!» (σ. 16). Ευκρινής, καθίσταται, στους στίχους αυτούς, ο απόηχος του ποιήματος «Μονοτονία» του Αλεξανδρινού: «Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι – η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν. Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα. Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει· είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει».
«Άλμα εμπρός» συνιστά για την Πέτσα η ανάληψη της διακυβέρνησης των εσωτερικών ουρανών από τα ενήλικα παιδιά που αντιπάλεψαν την κοινωνική και πολιτική σήψη: «Το φίλτρο της παιδικότητας το ήπιες μονορούφι […] και όρθωσες το ανάστημά σου απέναντι σε όλους τους διεφθαρμένους του κόσμου» (σ. 17). Είναι η παιδική ηλικία, η παιδικότητα εν γένει, που σύμφωνα με τον Γιώργο Ξενάριο, μπορεί με τρόπο απλό να διατυπώσει και να συνοψίσει την πραγματικότητα. Την οδυνηρή πραγματικότητα μιας «ξεραμένης μνήμης» (σ. 18), όπως γράφει η ποιήτρια στο «Αναρωτιέμαι»· μιας «ξεραμένης μνήμης» που προμηνύει την «καταιγίδα του έρωτα» (σ. 26), που τινάζει, που σκορπά αμείλικτα «τις στάχτες ενός νεκρού έρωτα από το τζάκι των αναμνήσεων» (σ. 18). «Όσοι σου μιλούν για μνήμη σε προορίζουν για την άτακτη φυγή του παρελθόντος. Χρεοκόπησαν από καιρό οι αναμνήσεις» ισχυρίζεται ο υποφαινόμενος στο ποίημά του «επί ίσοις όροις».
«Ο πανδαμάτωρ χρόνος» (σ. 13), που τον επικαλείται η ποιήτρια στο «Αναρωτιέμαι», ένας δείκτης πορείας για όλους μας. Γράφει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο ποίημα «Διάλειμμα»: «Ανοιχτή μέρα και το φως περνάει σφιχτά πάνω από τα φύλλα να τα γυαλίσει. Έτοιμος κι ο χρόνος για αναχώρηση βαστάει τις αποσκευές του, τα πράγματα. Αναποφάσιστος. Να πάει μπρος, πού; Να πάει πίσω, σε ποιον; Ώρα των γέρων με την πένα στο χέρι, όταν πριν απ’ την τελεία έρχεται ο θάνατος και τους παίρνει. Θα ’γραφαν κι άλλο άραγε για την αιωνιότητα που παν να συναντήσουν;».
Η επιστροφή στη «φεύγουσα νεότητα», στην τολμηρή «εφηβότητα» είναι η μόνη λύση για τον επαναπατρισμό των αισθημάτων, για «τη ρήξη με το λίγο», όπως θα έγραφε η Κική Δημουλά: «Εγώ θα ’χω στα χείλη, το ίδιο παιδικό χαμόγελο. Εκείνο που αγάπησες, όταν με πρωτοείδες […] Κι αν όλα αλλάξουν…και όλα χαθούν…Όλα θα είναι τα ίδια πάλι!» (σσ. 58-9) διαβάζουμε στο ποίημα της Πέτσα «Όλα θα είναι τα ίδια πάλι». Το δικαίωμα και το χρέος μιας επείγουσας διαθήκης, υποθήκης, εντολής για πλήρη ανυποταγή, «για ένα καλύτερο αύριο» (σ. 31), όπως γράφει η ποιήτρια στη «Φυγή», βαραίνει ή μάλλον ανήκει στους νέους, στα παιδιά. Στην Eroica του Κοσμά Πολίτη, διαβάζουμε για τον δεκαπεντάχρονο Λοΐζο, που ήταν «μισό παιδί, μισό άλογο»: […] μας έδωσε να νιώσουμε το περήφανο και το κλειστό, τούτο που μοιάζει ακαταδεξιά μα είναι μόνο αιδώ και συστολή – και η μεγάλη άρνηση για συνθηκολογίες. Και πως η πιο μεγάλη εκδήλωση – αυτό που λεν ηρωισμό – είναι να κάνεις κάτι από εαυτού σου, δίχως επιταγή, δίχως σκοπό και όφελος, έτσι, να πας ενάντια στη ζωή με μια δική σου τάξη των πραγμάτων […] Φεύγοντας μας χάρισε κληρονομιά τη θάλασσα, τ’ αστέρια, τη γνώση του βουνού, το χρώμα – ήταν δικά του όλα και μας τ’ άφησε ακέραια […]». Η Ιωάννα Πέτσα πιστεύει στην Ουτοπία, πιστεύει στα παιδιά, πιστεύει στα παιδιά της, τους θησαυρούς της ζωής της, όπως γράφει στην εισόδια αφιέρωση του βιβλίου της. Συντάσσεται με τον «Μικρό Ναυτίλο» του Οδυσσέα Ελύτη που με παρρησία δηλώνει: «Αυτήν την ψυχή τη λέω αθωότητα κι αυτή τη χίμαιρα δικαίωμά μου».
Και πού δεν πήγε, τον κόσμο στα μάτια να κοιτάξει, και τί δεν έγινε, του κόσμου τα κομμάτια να αποσπάσει, η ποιήτρια. Στο «Διακοπές στη Σέριφο», στα «αποκαΐδια του νου» (σ. 23), «μέσα στις τσέπες […] ψάχνει τα κλειδιά της ευτυχίας…» (σ. 23), στο ποίημα «Εδιμβούργο», ήλιος γίνεται «και σύννεφα και βροχή κι αέρας» (σ. 25) συναγωνιζόμενη όλες τις ουράνιες δυνάμεις, διαπερνώντας ακόμη και τη «ματιά του ήλιου» (σ. 25). Στον «αναπαμό του μαχητή» φωτίζει «ήλιους νεκρούς και μαύρες τρύπες» (σ. 51) και κάθεται να ξαποστάσει «Στ’ αγκυροβόλι της Ιθάκης» (σ. 51), για να είναι σίγουρη η διαδρομή και ο νόστος ατελέσφορα δοκιμασμένος. Στο «ο γιος του ανέμου», στο «λιμάνι της Νέας Υόρκης» (σ. 52) ξεφορτώνει ζωές, ελπίδες και θεό. Στο «υφαντό της Αγνότητας», ως τις «θάλασσες των Σαργασσών» (σ. 79) ταξιδεύει η συγγραφέας, «στον σιτοβολώνα της κάθαρσης» (σ. 80) να βρει «μιαν άδεια θέση» (σ. 80), ενώ στο «Σ’ αγαπώ ονειραφέντη» «χορδή του χωροχρόνου» (σ. 68) είναι «και κόκκος σκόνης στο Βόρειο Σέλας» (σ. 68). Στο «Ύμνος στην Πιερία» φτάνει ως τη «λατρεμένη Πιερία» (σ. 87) και μεταλαμβάνει «Αγάπη και Γαλήνη» (σ. 87) απ’ «τ’ αμόλυντα στοιχειά του δάσους» (σ. 87). Μεταμορφώνεται σε «πιερότο […] χωρίς μάσκα» (σ. 70) η, σταθερά παρασυρμένη από «το αγνό και το μοιραίο» (σ. 79), ποιήτρια: «γκέισα» είναι «στην Άπω Ανατολή» (σ. 67), «γκαούτσο στην Αργεντίνα» (σ. 67), «χαμίνι του δρόμου στο Σαν Φρανσίσκο» (σ. 67), «μπαλαρίνα στα Μπολσόι» (σ. 67), «μικρό πουλί και πετά πάνω από θάλασσες και πολιτείες» (σ. 67).
Έχει δίκιο η Κική Δημουλά, Ιωάννα; «Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος;». Μετά την εξουθένωση του «ακάλυπτου» και του «εκθετισμού», έπεται η «αιδώς;». «Κάποτε κοίταζα τον κόσμο μες στα μάτια. Τώρα, όταν περνούνε αυτοκίνητα, στρέφω το πρόσωπο αλλού», θα πουν οι άμεσοι κληρονόμοι του Καβαφικού αισθησιακού ρεαλισμού με βάναυση ωμότητα.
«Ουαί τοις ερωτευμένοις…», διαβάζουμε στο ποίημα «Χωρισμός» του βιβλίου «Ανθρώπων Δρώμενα από το Α στο Ω». Με την καρδιά, το όργανο της φωτιάς, αντιπαλεύει η ποιήτρια τις συνεχείς ματαιώσεις του έρωτα. Το «Λαμπρό Απολλώνειο φως» (σ. 17) δεν φτάνει για να σβήσει, φωτίζοντας, τις βαθιές πληγές της διάψευσης, που ανεπούλωτα την τραυματίζουν: «Οι σερβιτόρες εντυπώσεις πηδούν εκστασιασμένες από τραπέζι σε τραπέζι, κραυγαλέα επιδόρπια παραγγέλνει η συντροφικότης. Ενώ εγώ σέβομαι – συντρώγω χαμηλόφωνα με το ένα απολλώνειο κουβέρ μου», γράφει η Δημουλά στο ποίημά της «Αναερείπωση». Στο ποίημα «Έρωτας» της Πέτσα ζητείται εναγωνίως «θεϊκή ανάσα δροσιάς» (σ. 28) για την «καυτή έρημο της καρδιάς» (σ. 28) της. Στο «Οι λαμπρές μέρες» όμως ανακτά την αισιοδοξία της: «Κι ύστερα ήρθαν μέρες φιλιά, που δρόσισαν τη λαύρα της ζωής μας» (σ. 56), για να θρηνήσει εκ νέου στο «Παράπονο» τους νεογέννητους νεκρούς έρωτες: «Νοσταλγία για έναν έρωτα αδόκιμο, νεκρό από τη γέννησή του» (σ. 62)…«Υπάρχει άραγε γιατρειά για το σαράκι του Έρωτα;» (σ. 63). Στον «Χωρισμό» μελαγχολεί για τα ματωμένο της για πάντα, για το πρόσκαιρα οριστικό φινάλε του αισθήματος: «Όμως αυτό το πάντα, έχει πάντα, ημερομηνία λήξεως» (σ. 83), ενώ στο ποίημα «Τέλος» πενθεί για τα σαπισμένα δοκάρια «που στήριζαν τον έρωτα» (σ. 75).
Στην «Πεταλούδα» στέκεται κριτικά απέναντι στη φιληδονία: «[…] βουτούσες αδιάντροπα σε σιντριβάνια της ηδονής» (σ. 64). Του έρωτα ωτακουστής και μέχρι εκεί τελικά το ενήδονο σώμα. «Επήγα μες στη φωτισμένη νύχτα, κι ήπια από τα δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής» διαβάζουμε στο «Επήγα» του Καβάφη. Πιστεύω ακράδαντα ότι τα ερωτικά ποιήματα της Πέτσα συνδέονται με τα «σεξουαλικά» ποιήματα του Σικελιανού. Το περίφημο Sexus στην ποίηση του Σικελιανού, όπως και στην ποίηση της νιόφερτης εκδοτικά ποιήτριας, έχει αμιγώς θρησκευτικό περιεχόμενο, δηλαδή πηγαίο, ιερό και κοσμικό, τέτοιο που είχε στα χρόνια της αθωότητας των αρχαίων πολιτισμών, που διέθετε «ένωση και δυναμισμό καθαρά δημιουργικό». Το Sexus, δηλαδή, που οδηγεί στην καθάρια ζώνη του Αρχέτυπου, του κοσμικού του εαυτού. Για «ψήγματα αγάπης θεϊκής» (σ. 75) μιλά η ποιήτρια στο «Τέλος»· σε «θεϊκή […] ένωση» (σ. 85) αναφέρεται στο «Χρύσιππος και Ελεγειάδα»· «γίναμε κοινωνοί του θεϊκού» (σ. 79) αναφωνεί στο «υφαντό της αγνότητας». Στο επιμέρους ποίημα «Τέλειος Πόθος» της Συνείδησης της Γυναίκας, γράφει ο Σικελιανός: «[…] μετέωρα είδωλα τα λαγγεμένα πνεύματα των εραστών, μαζί με τα ματόκλαδα τα λαβωμένα απ’ τον πόθο στη βαθιά νύχτα, γαλήνια κλείνουν με τα σύμπαντα της ζωής τον κύκλο σ’ όλβιο θάνατο, γλυκά αναπαύονται στο Παν·»
Το Sexus αυτή η πάναγνη σεξουαλική πυξίδα, αυτός ο ρυθμιστής της ένωσης της ψυχής και του σώματος, του «είμαι μέσα στον εαυτό μου και μέσα στον άλλο και μέσα στον κόσμο και μέσα στο σύμπαν και μέσα στον θεό» έχει χαθεί στην εποχή μας. Εκλείπει ο κραδασμός που ενώνει με τον Θεό, το «ενωθήναι θέλω και ενώσαι θέλω», που διαβάζουμε στον απόκρυφο «Ύμνο του Ιησού του Ιωάννη». Πλάνη της Αναγέννησης ήταν ότι ανακάλυψε και δόξασε το κορμί, αφού άφησε χωρίς περιεχόμενο το Sexus, όπως πεπλανημένοι υπήρξαν και οι «εσταυρωμένοι του Φύλου», ο Μπωντλαίρ, ο Φρόυντ, ο Λώρενς, που προσπάθησαν να δείξουν ότι η σεξουαλικότητα είναι το κλειδί της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα νέο «Ερωτικό Δαιμόνιο» που θα φανερώσει το καθαυτό «θεογονικό» περιεχόμενο του Sexus. Ένα sexus απαλλαγμένο από τον αισθησιασμό· που θα συνεισφέρει στην προσπάθεια του ανθρώπου να ξαναενωθεί με το Παν απ’ όπου προέρχεται και όπου, κατά τα «ορφικά νεκροδιαβατήρια», καθαρός πρέπει να επιστρέψει. Γράφει η Πέτσα στο «Rebirth»: «Ήρεμος, Μακάριος, Ειρηνικός. Έτσι όπως πρέπει να είναι ο άνθρωπος μπροστά στου Θεού τα μάτια» (σ. 66).
Στο ποίημα «Σπαστό» η Πέτσα με λυρική δύναμη και εικονοπλαστική δεινότητα, γράφει: «Παραδομένη στα φιλιά σου. Στην ιεροτελεστία της φαλλικής σου δύναμης» (σ. 69). Η ερωτευμένη γυναίκα επιτρέπει την άλωσή της από τον άντρα αποθεώνοντας το αντρικό γεννητικό όργανο. Πιστεύω, ωστόσο, ότι οφείλουμε να απομακρυνθούμε από τις φαλλοναρκισσιστικές θεωρήσεις της ανδροκεντρικής κοσμολογίας, που παρουσιάζουν τη γυναίκα περισσότερο ως αντικείμενο παρά ως υποκείμενο, και μάλιστα ως συμβολικό αντικείμενο, ένα «είναι που είναι ένα προσλαμβανόμενο είναι», ένα «είναι» το οποίο προσλαμβάνεται και προσλαμβάνει τον εαυτό του μέσω των κυρίαρχων, δηλαδή των ανδρικών, κατηγοριών, όπως σημειώνει ο Πιέρ Μπουρντιέ. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι την Αναγέννηση, δεν διαθέτουμε ανατομικό όρο για να περιγράψουμε λεπτομερώς το γυναικείο φύλο, το οποίο παρουσιάζεται σαν να αποτελείται από τα ίδια όργανα με το ανδρικό, οργανωμένα όμως με διαφορετικό τρόπο.
Στο ποίημα «Η μάνα μου» είναι ευκρινές ότι τα πρωτεία της καρδιάς της ποιήτριας κατέχει η αποθανούσα μητέρα της. Η Ιωάννα κυοφορεί στα δικά της πλέον σπλάγχνα τη μυθική της μητέρα· στον ψυχικό πλακούντα της κόρης, όπου αναπνέει ξανά, «σπάει» η βασανισμένη γυναίκα, τα πνιγηρά νερά του προετοιμασμένου μέλλοντός της. Η «γλυκιά ξανθομαλλούσα» (σ. 37) της ακλόνητης πίκρας που δεν πρόλαβε να «εξαφανιστεί μέσα στο έξω», που έμεινε «με έναν θάνατο που δε λέει να ενηλικιωθεί», για να παραπέμψω σε στίχους από τα «Άυπνα όνειρα» του ομιλούντος. Η μάνα του συμβιβασμού και της υπομονής. Η μάνα με τις «πληγές και τα λαβωμένα αισθήματα» (σ. 38). Η μάνα με τη «χρυσή […] ψυχή» (σ. 38) και το πονεμένο «“Αντίο”» (σ. 38).
Η Ιωάννα Πέτσα συμπάσχει, γίνεται ένα σώμα με «τους άθλιους της ζωής» (σ. 29), όπως γράφει στο «Εσύ τον είδες;». Με τον «βασανισμένο επαίτη της Ερμού» (σ. 29), με τους πρόσφυγες, με όλης της γης τους πυρπολημένους: «οι άθλιοι της ζωής θα συνέχιζαν για λίγο ακόμα την άθλια ζωή τους…μέχρι να έρθει ένας νέος πόλεμος…ένας νέος βομβαρδισμός» (σ. 55) θα πει η Ποιήτρια στο ποίημα «Οι επιζήσαντες», ενώ στις «Τύψεις» απευθυνόμενοι στους απανταχού ενόχους των τραγωδιών, στους υποκινητές της βίας και του παραλογισμού των πολέμων, στέκεται άκαμπτη: «Και άρχισες πάλι να κλαις…Δεν τον ξεπέρασες ποτέ της Μοσούλης τον βομβαρδισμό. Εσύ δεν ήσουν εκείνος ο στρατηγός, που χρόνια πριν τον είχες διατάξει;» (σ. 83). Ό, τι μας αποκτηνώνει, ό, τι μας εμποδίζει να κατακτήσουμε την ανθρωπιά μας, ό,τι στο έδαφος μας σέρνει είναι τα φαλιρισμένα μηδενικά του χρήματος και της δόξας: «Μπρούμυτα κειτόσουν σε μιαν άκρη στη λεωφόρο της δόξας» διαβάζουμε στο ποίημα «Η ντίβα», ενώ στο ποίημα «Ο πέλεκυς», η ποιήτρια διαπιστώνει ότι: «είναι επικίνδυνο πολύ, να ταξιδεύεις χωρίς πλοηγό, στα αχαρτογράφητα νερά του πλούτου» (σ. 60). Το να παραμένει, άλλωστε, κανείς συν-άνθρωπος περιφρονώντας τα πλούτη και την κίβδηλη ευτυχία της υλικής ευμάρειας, δεν είναι παρά το σήμα κατατεθέν της εύρωστης φτώχιας της τιμιότητάς του.
Η ποιήτρια δεν μας αφήνει μόνους κι ανυπεράσπιστους στις Κάτω Χώρες της Ψυχικής μας Επικρατείας. Έχει φροντίσει «να ποτίσει τις άνυδρες των ψυχών μας κυψέλες» (σ. 28) με το «μεθυστικό άρωμα της φωνής της» (σ. 28), με «της αναπνοής της τις τουλίπες» (σ. 19). Φορώντας «το λαμπρό στέμμα της δικαιοσύνης» (σ. 50) και κρατώντας με σθένος το «δισκοπότηρο της ελπίδας» (σ. 88) υπογράφει ένα «αιώνιο συμβόλαιο ειρήνης» (σ. 74). Μας καλωσορίζει «στη Νέα Γη!» (σ. 89), στο «νέο κόσμο της ειρήνης, της αγάπης και της ελευθερίας». Στον τόπο της νίκης του Φωτός! Η κυβερνημένη, «από τους συμβούλους του Α της Ανδρομέδας» (σ. 88), ανθρωπότητα θα ευτυχήσει. Τα «παιδιά του Διός» (σ. 89) θα ζήσουν αρμονικά, με «νέκταρ γλυκό» (σ. 26), κάτω από τον Ουρανό του Ασύλληπτου.
Πιστεύω ότι η Πέτσα σφίγγει το χέρι με αυτό το βιβλίο στον Άγγελο Σικελιανό και ασπάζεται την αρχή της «Δωρικής Καθολικότητας» ή αρχή της «Ακτινοβολίας», όπως την αναφέρει ο μεγάλος μας ποιητής στην ομιλία του στο στρατό της Θράκης. Η «αρχή της Ακτινοβολίας» είναι η πρώτη από τις ορφικές αρχές, οι οποίες και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ορφικής στάσης ζωής. Η Αρχή της Δωρικής Ορφικής Καθολικότητας υπονοεί την παγκόσμια ενότητα και την εσωτερική ελευθερία. Συμπυκνώνει το Ορφικό ιδεώδες της παγκόσμιας ιστορικής αναδημιουργίας και υπέρτατης πνευματικής λύτρωσης όλων των τόπων και όλων των λαών. Ο Πρόκλος σχολιάζοντας την Πολιτεία του Πλάτωνα σημειώνει: «Ορφεύς μυθολογείται τοιαύτα άττα τραγικώς παθείν δια την εν μουσική τελέαν ζωήν. Ο Σικελιανός βιώνει στον ύψιστο βαθμό τα λόγια του Πρόκλου, καθώς πιστεύει μαζί με τους ορφικούς πως ο βίος εστί «ποίησις τις και πράξις».
Κύριες και κύριοι, φίλες και φίλοι η ψυχή μιας αληθινής ποιήτριας παίζεται επικίνδυνα μέσα στην ποίηση: ή σώζεται ή χάνεται. Η Ιωάννα πορεύεται χωρίς φόβο. Ατρόμητα και τολμηρά στα άδυτα του ποιητικού σύμπαντος. Ένα ένα απεκδύεται τα εφτά πέπλα της Σαλώμης· πέπλα που πέφτουν γύρω της σαν συσπειρωμένες ομίχλες. Απομένει γυμνή μπροστά στον Θεό της Ποιήσεως, που είναι ο «Έρως-πτέρως», όπως θα έγραφε ο Πλάτων. Η φωνή της έχει αντηχητικό πλάτος και ακούγεται παντού. Στους στίχους της επικρατεί μια αποσβεστική ανωνυμία. Όλοι τους, θαρρείς, πως είναι ένας, μια φωνή, ένας ρυθμός. Δεν μένει σε αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους. Δεν εστιάζει τόσο στις επιμέρους ατομικές πληγές, αλλά στην κοινή μοίρα να είμαστε όλοι πληγωμένοι. Πληγωμένοι αλλά και σιδερόφρακτοι ιππότες. Προτάσσει, η ποιήτρια την ανθρώπινη μοίρα που ισορροπεί ή μάλλον ακροβατεί ανάμεσα στις δραματικές δυάδες: του πνεύματος και της σάρκας, του δαίμονα και του αγγέλου, της κατασπίλωσης και της αγνότητας. Προκρίνει την αποδοχής της μοίρας που είναι ηθική καταδίκη και μαζί μια διαγωγή. Μια αντινομία αμετουσίωτη, ένας ηρωισμός της ήττας. Άλλωστε, και το Εωσφορικό του Μπάυρον και το Αγγελικό του Ρίλκε υπάρχει μέσα μας και μέσα στον άνθρωπο, είναι ουσίες της υποστασιακής αντινομίας.
Το άσειστο κέντρο της Ποιήσεώς της δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, η Ανάγκη, η άτεγκτη και απάνθρωπη θεότητα· η μεταφυσική της περιοχή δεν ορίζεται από το «μεγάλο τίποτε», όπως συμβαίνει στον Καβάφη. Η Ιωάννα Πέτσα στην παρθενική της εμφάνιση στα γράμματα ελπίζει στην Ελπίδα: «Η ελπίδα ζωγράφιζε ανεμοστρόβιλους αγάπης» (σ. 19) διαβάζουμε στο «Άπιαστο όνειρο», «Ελπίδα μονομιάς!» (σ. 27) γράφει στην «Ελεγεία», «Αποσκευές μου οι ελπίδες» (σ. 32) στη «Φυγή», «Δώστε μου ελπίδα να κοινωνήσω» (σ. 34) στο «Γιατί», «την ελπίδα ν’ αναστήσω και να αποκαταστήσω!» (σ. 47) στις «Μαύρες μέρες», «Αμαδρυάδα της Ειρήνης και της Ελπίδας!» (σ. 86) στον «Ύμνο στην Πιερία». Η ποιήτρια στο «Ανθρώπων Δρώμενα από το Α στο Ω» ανασταίνει τους εμβληματικούς νεκρούς της ζωής της: τη μητέρα της, τους προδομένους έρωτές της. Ανασταίνει τους νεκρούς-ορόσημο για την ανατροπή του παγκόσμιου ρου της ιστορίας: τους πρόσφυγες, τους απόμαχους και τους απόκληρους. Τους ανασταίνει, γιατί πιστεύει βαθιά στο mortui vivos docent, που θα πει «οι νεκροί διδάσκουν τους ζωντανούς». Τους ανασταίνει, γιατί έχει διαλέξει «πατρίδα τον ανθρωπισμό», όπως ο Λυκόφρων στις Κορίνθιες του Πολίτη. Τους ανασταίνει, γιατί η αληθινή ποίηση είναι Μετάσταση κι εκείνη επιχειρεί μια μετάσταση του βιωματικού βίου στον ποιητικό βίο: «Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή», θα πει στο ποίημα «Νόησις» ο Αλεξανδρινός.
Η συγγραφέας ίσως και να φοβάται ακόμη τον χρόνο, τον θεό, τον θάνατο, τον λύκο· ίσως να μην την καλύπτει η Τετραφάρμακος του Φιλόδημου, σύμφωνα με τον οποίο: «Άφοβον ο Θεός, ανύποπτον ο θάνατος, τ’ αγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον»: ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν είναι αντιληπτός, το μεν καλό εύκολα αποκτιέται, το δε κακό εύκολα υπομένεται. Η Ιωάννα είναι ένα πρόσωπο τραγικά προορισμένο για τον παράδεισο. Ελπίζω να τον κερδίσει, όπως εκείνοι που τον πόθησαν πολλοί. Ο Γκαίτε για να βλέπει περισσότερο φως, ο Νίτσε για ν’ ακούει μουσική, ο Μαλλαρμέ για να σπάει τους καθρέφτες. Και θα τον κερδίσει τον Παράδεισο η ποιήτριά μας· γιατί η Ποίηση είναι ο Παράδεισος· γιατί η Ποίηση είναι και Μοίρα και Τόπος και Προορισμός· γιατί, όπως γράφει η Ρουκ στο «Αφάνταστο Τέλος»: «Παράδεισος πια είναι να ξέρεις την ταυτότητα αυτού που σε πονά και να μην περιπλανιέσαι μέσα στ’ άδειο». Και η Ιωάννα ΞΕΡΕΙ.