Βρέθηκαν σπίτι της λίγο μετά τη συνάντηση των βλεμμάτων τους. Η Νεφέλη πριν πάει στο άδειο της σπίτι, πάντα πήγαινε για ένα ποτό μετά τη δουλειά στο στέκι της στο Κολονάκι, όπου εκεί ήταν γνωστή σαν την μοναχική κοπέλα με τις κόκκινες γόβες. Ο Μιχάλης μετά το μεσημεριανό φαγητό, έπινε πάντα τον καφέ του σ’ ένα μικρό μαγαζάκι στην πλατεία Κολωνακίου και κοίταζε τον κόσμο να περνάει με τα ψώνια του. Εκείνη την ώρα περνούσε η Νεφέλη και κατά τύχη κοίταξε προς το μέρος του. Ήταν ακαριαίο. Ήξεραν ότι έπρεπε να φύγουν μαζί. Πέταξε πέντε ευρώ πάνω στο τραπέζι για τον καφέ του.
-Μιχάλης.
-Νεφέλη.
-Πάμε;
-Πάμε!
Μόλις η πόρτα έκλεισε, τα ρούχα της Νεφέλης σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Το σώμα της απροστάτευτο, όχι μόνο από ρούχα αλλά και από ενδοιασμούς και τείχη που τόσα χρόνια έχτιζε. Ο Μιχάλης όρμησε πάνω του σαν κατακτητής, με στρατηγική και δύναμη.
Πολλοί την ήθελαν, μα λίγοι την κατακτούσαν, ειδικά από το πρώτο βράδυ, από το πρώτο βλέμμα. Την πλησίαζαν και αδιαφορούσε. Ήταν όλοι ίδιοι. Κανείς δεν είχε δει πέρα από την ομορφιά της. Απέτρεπε κάθε αδιάφορο που προσπαθούσε να εισβάλλει στον κόσμο της. Το μικροσκοπικό σώμα της μια δημιουργία του καλύτερου γλύπτη. Τα βράδια, σκεφτόταν στα κρυφά ότι πόζαρε γυμνή στον Μπάζιλ Χόλγουορντ και στεκόταν στον καθρέφτη, σαν θηλυκός Ντόριαν Γκρέι. Η ζωντανή αυτή γυμνή πόζα της Νεφέλης, αναστάτωσε τον Μιχάλη με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Σταμάτησε πάνω της για λίγο. Μετά συνέχισε.
Οι κόρνες που ακούγονταν απ’ τον δρόμο δεν τους ενοχλούσαν. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και από τα άλλα διαμερίσματα ακούγονταν τηλεοράσεις στη διαπασών. Αυτή ήταν συνηθισμένη στον θόρυβο.
-Συνέχισε, του είπε αυτή.
-Είσαι σίγουρη;
Μια δυσλεκτική γυμνή αλήθεια μπροστά του που θα τη γλίτωνε μόνο ένα αψεγάδιαστο ψέμα. Τη φοβήθηκε. Φοβήθηκε τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνο που αυτός ήταν ψέμα. Αυτή πιο όμορφη απ’ αυτόν. Τα μάτια της τον κοίταζαν μέσα από το καφέ φίλτρο της. Την φοβόταν. Φοβόταν μήπως το μικροσκοπικό της σώμα νικήσει τη μικροσκοπική καρδιά του. Δεν ήξερε αν μπορούσε να ερωτευτεί ή να θαυμάσει κάτι άλλο πέρα από την αντανάκλαση του καθρέφτη του. Δεν του είχε τύχει ποτέ.
Οι μυρωδιές τους ενώθηκαν. Μπερδεύτηκαν φτιάχνοντας ένα νέο άρωμα. Τα υγρά τους, μια χημική ένωση που προκαλούσε απανωτές εκρήξεις. Δεν μιλούσαν πια με λέξεις. Τα βλέμματα έψαχναν το ένα το άλλο ανάμεσα σε κύματα και αναστεναγμούς. Τα κορμιά τους σε αρμονία. Αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία θα τη θυμόντουσαν μέχρι να πεθάνουν. Ο Μιχάλης ένοιωθε να κατακτά τον κόσμο όλο, όχι όμως και τον εαυτό του. Για πρώτη φορά αφέθηκε ελεύθερος. Ήταν έρμαιο και υπόδουλός της. Ο κόλπος της τον τραβούσε σαν δίνη. Η έντασή του τον οδήγησε σε απάτητους δρόμους και ένστικτα. Οι δρόμοι γεμάτοι από ηδονή και πόνο. Όχι όμως σαν τον πόνο που θα επακολουθούσε.
Τότε άρχισε να παίρνει άλλες διαστάσεις η όλη κατάσταση. Οι κραυγές είχαν μετατραπεί σε πολεμικές. Πνιγόταν στο βλέμμα της καθώς εισχωρούσε στο μυαλό της. Τη γύρισε ανάποδα. Να μην βλέπει τα μάτια της. Όσο έμπαινε μέσα της, αυτή έκλεβε τις δυνάμεις του. Η Νεφέλη ένοιωθε τους τοίχους να γκρεμίζονται και όλες τις πόρτες της να ανοίγουν με δύναμη. Τα σώματα χτυπιόντουσαν το ένα με το άλλο προκαλώντας περισσότερη ηδονή αλλά και περισσότερο πόνο. Έψαχναν κι οι δυο το τέλος. Ο καθένας το δικό του τέλος. Ένα παραλήρημα ζωώδες. Άρπαξε το κεφάλι της και το χτύπησε αρκετές φορές στον τοίχο. Ξανά και ξανά. Τα μαύρα μαλλιά της, του έμεναν στα χέρια κι αυτή δεν αντιστεκόταν. Ήταν παρούσα μα απούσα. Παγιδευμένη στη στιγμή. Στη στιγμή που περίμενε εδώ και καιρό. Ήξερε ότι δεν θα το ζούσε ξανά. Ήξερε ότι δεν θα ζούσε ξανά.
Αν η ζωή της ήταν πίνακας, θα ήταν ένα τοπίο ήρεμο, με χρώματα που τραγουδούν. Άδειο από ανθρώπους. Αν η ζωή της ήταν τραγούδι, θα ήταν το The Train Song του Nick cave. Αν η ζωή της ήταν ζωή, θα ήταν ένα lovebird. Δεν μιλούσε εύκολα, μόνο αν κάποιος τη ζέσταινε. Παγωμένη πάντα.
Χρώματα μπερδεμένα στο κεφάλι του. Έκανε τον τοίχο κόκκινο από γκρι. Στο κέντρο του τοίχου έφτιαξε καθρέφτη για να βλέπει τα μπλε μάτια του και τα σμιχτά από την έκσταση φρύδια του. Του άρεσαν οι πίνακες μοντέρνου οργασμού. Συνέχισε να εισχωρεί μέσα της. Έπρεπε να ολοκληρώσει το έργο του κι ας μην ήταν πια εκεί η Νεφέλη να το δει και να το θαυμάσει. Τα δάχτυλά του άρχισαν να χαλαρώνουν μέχρι που άφησαν τα μαλλιά της και το κεφάλι έπεσε στο μαξιλάρι. Έβλεπε την πλάτη της, το κόκκινο στο γκρι και ένοιωθε την υγρασία ανάμεσα στα πόδια του.
Μόλις τελείωσε το έργο του, βγήκε από το παγωμένο της σώμα. Τα χείλη του ήταν πρησμένα από την ένταση των φιλιών και από το δάγκωμα. Τα μάτια του από γαλάζια, είχαν τώρα γίνει μπλε σκούρο, σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι της σηκώνοντας τον γιακά του παλτού του, έτσι ώστε να κρύψει το μισό πρόσωπό του. Κάποτε τον ευχαριστούσε η αναγνώριση και ο ψεύτικος θαυμασμός των άλλων. Δεν είχε κάνει τίποτα αξιοθαύμαστο στη ζωή του. Απλά ήταν πλούσιος, όμορφος με ακριβά αμάξια. Τώρα δεν θέλει να τον αναγνωρίσει κανείς. Ούτε και ο ίδιος. Μόλις είχε βάψει τον πίνακα της ζωής του κόκκινο, χρησιμοποιώντας το χρώμα της ζωής της.
Μπήκε στη μαύρη Πόρσε, άναψε ένα τσιγάρο και το φίλτρο κοκκίνισε από το αίμα στα δάκτυλά του. Πήρε την κατεύθυνση προς το σπίτι του. Οι κραυγές στα αυτιά του ξεθώριαζαν και τη θέση τους πήραν δύο φωνές.
-Για ποιο λόγο;
-Δεν αντιστάθηκε. Άγγιξε την τελειότητα και της άρεσε. Από τη στιγμή που ξεκινάς να παίξεις, είσαι ήδη χαμένος.
-Είσαι ένα τέρας. Σε σιχαίνομαι.
-Κινδύνευα.
-Από τι;
-Δεν ήμουν εγώ. Χανόμουν και δεν ήξερα πού. Δεν έχω πάει ξανά σε αυτό το σημείο του εαυτού μου. Δεν μου ήταν γνώριμο. Στο μέρος αυτό ένοιωθα ένα τίποτα αλλά και Θεός μαζί. Εκεί ήμουν απλά μια απομίμηση ανθρώπου. Έρμαιο στα χέρια ενός άλλου. Ένοιωθα μια αλλοίωση του εαυτού μου, αδύναμος. Ένα ανδρείκελο. Ο θάνατός της με ελευθέρωσε από την επιθυμία. Είμαι ελεύθερος τώρα. Χωρίς φόβους.
-Και πριν δέκα χρόνια; Ο θάνατος εκείνης της κοπέλας; Από φόβο έγινε;
-Δεν τη σκότωσα εγώ. Τη βοήθησα να καταλάβει ότι δεν ήθελε να ζει.
-Η απραξία σου δεν σημαίνει ότι δεν είναι πράξη.
Οι φωνές διακόπηκαν αφού τις πρόσταξε να σταματήσουν χτυπώντας το κεφάλι του στο τιμόνι του.
Μετά από μία ώρα έφτασε σπίτι του. Έμενε στα προάστια της Αθήνας σε ένα σπίτι χιλίων τετραγωνικών. Ο Μιχάλης είχε κληρονομήσει αυτό το σπίτι και όχι μόνο, από τους πλούσιους γονείς του. Σκοτώθηκαν σε ένα τροχαίο. Ήταν είκοσι ένα, τώρα είναι σαράντα. Οι γονείς του είχαν τα πάντα σε αφθονία και το μόνο που δεν είχαν ήταν ο χρόνος για τον Μιχάλη. Πρόλαβαν όμως να δημιουργήσουν ένα όμορφο τέρας που δεν αγαπούσε ούτε τον εαυτό του. Μόνο την εικόνα του. Αγαπούσε μόνο το είδωλό του στον καθρέφτη. Αν η ζωή του ήταν πίνακας, θα ήταν ένα πορτραίτο με διάσπαρτο όλο το εγώ του σε κάθε σπιθαμή. Μαύρο. Αν η ζωή του ήταν ένα τραγούδι, αυτό θα ήταν το “The man who sold the world” του David Bowie. Αν η ζωή του ήταν ζωή, θα ήταν πεθαμένη.
Τα σκυλιά γάβγιζαν σαν τρελά, σαν να ήξεραν τι είχε γίνει. Άνοιξε την καγκελόπορτα και όρμισαν να τον φάνε. Τα κλώτσησε και τα έδιωξε μακριά. Η μυρωδιά αίματος στα χέρια του δεν είχε φύγει ακόμα. Έτρεξε να μπει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας. Πήρε απ’ το ντουλάπι ένα μπουκάλι Ουίσκι και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Ο τοίχος του γεμάτος με καλλιτεχνικές φωτογραφίες του. Μόνο μια φωτογραφία της μαμάς του ήταν κλειδωμένη μέσα σ’ ένα κουτί για πολλά χρόνια. Άνοιξε το κουτί κι έβγαλε τη φωτογραφία της.
Τη μαμά του Μιχάλη, πολλοί την ήθελαν, μα λίγοι την κατακτούσαν, ειδικά από το πρώτο βράδυ. Την πλησίαζαν και αδιαφορούσε. Ήταν όλοι ίδιοι. Κανείς δεν είχε δει πέρα από την ομορφιά της. Απέτρεπε κάθε αδιάφορο που προσπαθούσε να εισβάλλει στον κόσμο της. Το μικροσκοπικό σώμα της μια δημιουργία του καλύτερου γλύπτη. Τα βράδια, σκεφτόταν στα κρυφά ότι πόζαρε γυμνή στον Μπάζιλ Χόλγουορντ και στεκόταν απ’ τον καθρέφτη σαν θηλυκός Ντόριαν Γκρέι. Μόνο ο πατέρας του κατάφερε να την προσεγγίσει και να την κατακτήσει. Τον εμπιστεύτηκε, παρόλο που στο τέλος τη σκότωσε σε μια απότομη στροφή, ρίχνοντάς τους στον γκρεμό.
Κοιμήθηκε. Στο όνειρό του είδε πως υπήρχε μια προσευχή μόνο γι’ αυτόν και προς αυτόν.
«Εδώ στον ουρανό μπορείς να είσαι όποιος θέλεις.
Γεμάτος αισθήσεις.
Μια αντίστιξη που δεν βασίζεται σε κανόνες γιατί είσαι ελεύθερος.
Εδώ δεν έχει σημασία να είσαι όμορφος γιατί υπάρχει τόση ομορφιά
που δεν θες να κοιτάξεις εσένα. Μια νέα ανακάλυψη.
Τα μέρη σε διαλέγουν και εμείς σε διαλέξαμε αφού το μέρος που βρίσκεσαι σε φτύνει…
Τα αποθέματά σου εκεί τελείωσαν. Άδειασες.
Γέμισες σκόνη και σκουλήκια που σου τρώνε κάθε τι ζωντανό.
Αυτό που σε τρώει γίνεσαι εσύ».
Ξύπνησε από τον θόρυβο αλλά και από την ταραχή. Μια νέα αλήθεια ήρθε να του ανοίξει τα μάτια. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον έσπασε σε πολλά ανομοιογενή κομμάτια. Δεν μπορούσε να αλλάξει πια. Δεν ήξερε το πώς. Τα πάντα του, είχαν παγιωθεί. Είχαν πετρώσει. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. Δεν είχε κανέναν. Φοβόταν. Ντρεπόταν. Φοβόταν. Μιλούσε μόνο γι’ αυτά που έκανε και ποτέ γι’ αυτά που ένοιωθε. Ντρεπόταν και για τα δύο. Πήρε στα χέρια του ένα μικρό κομμάτι από το σπασμένο είδωλό του. Ίσα που μπορούσε να κοιταχτεί στα μάτια μέσα από αυτό. Μικρός και στριμωγμένος μέσα σε ένα σπασμένο γυαλί. Φυλακισμένος. Χρώματα στα μάτια του και φωνές στα αυτιά του που τον νανούριζαν. Στο πάτωμα, στα σεντόνια, και στους τοίχους άρχισαν να φαίνονται κόκκινες ανταύγειες.
Εύη Αγγελακοπούλου
Καλή Επιτυχία σας εύχομαι!