Την τραγική ιστορία που ακολουθεί μου διηγήθηκε ο φίλος και ανθρωπολόγος Γιούρι Ναμπόκωφ. Έγινε τον καιρό που έζησε σαν επισκέπτης – παρατηρητής δίπλα σε μια Αφρικάνικη φυλή, λίγο κάτω από τον ισημερινό. Ο φίλος μου μιλούσε με σεβασμό και αγάπη γι’ αυτούς τους απλούς ανθρώπους, που τον φιλοξένησαν και τίμησαν με την εμπιστοσύνη και τη φιλία τους για ένα σχεδόν χρόνο. Τους θυμόταν με ευγνωμοσύνη και έλεγε πως οι μέρες που πέρασε κοντά τους ήταν σαν χρόνια στη μνήμη του. Οι εντυπώσεις και οι παρατηρήσεις του έχουν καταγραφεί στα ειδικά περιοδικά της επιστήμης του. Τώρα που ο φίλος μου δεν είναι πια μαζί μας, παίρνω το θάρρος να διηγηθώ στο ευρύ κοινό, μια απ’ τις ιστορίες του, που είναι νομίζω χαρακτηριστική για τα ήθη που είχε διαμορφώσει η φυλή στους αιώνες της στενής της επαφής με τη φύση.
***
Η νύχτα έπεφτε πολύ γρήγορα. Τα μέρη του ισημερινού δε γνώριζαν τα ατελείωτα απογεύματα της χώρας του και ο Ευρωπαίος το ήξερε καλά, αλλά η ταχύτητα που ερχόταν το σκοτάδι, εξακολουθούσε πάντα να τον ξαφνιάζει.
Η φυλή συγκεντρώθηκε γύρω στη μεγάλη φωτιά, όπως κάθε βράδυ σε τρεις κύκλους. Μπροστά οι γυναίκες που πρόσεχαν το ψήσιμο και το μαγείρεμα, πίσω οι άνδρες που αντάλλασσαν ιστορίες από το κυνήγι και τα άλλα γεγονότα της ημέρας και πιο πίσω, σε χαλαρό κύκλο τα παιδιά, που σηκώνονταν, έτρεχαν και έπαιζαν αδιάκοπα.
Οι φρουροί δεν είχαν ακόμη πάρει θέση. Όσο άναβε η φωτιά και η φυλή ήταν συγκεντρωμένη και θορυβώδης, τα αρπακτικά δεν πλησίαζαν. Αργότερα, όταν οι οικογένειες θα έφευγαν στις καλύβες τους, τέσσερις ως έξι φρουροί θα έπαιρναν τις θέσεις τους γύρω στον καταυλισμό, ο καθένας δίπλα στη μικρή φωτιά του, με μόνα όπλα αυτή, το ακόντιο και το μαχαίρι του. Αν κάποιος τους έβλεπε μάτια σαρκοφάγου να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι, θα έπαιρνε ένα αναμμένο κλαδί και θα το κουνούσε ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του για να φαίνεται πελώριος. Συνήθως το αρπακτικό υποχωρούσε. Αν όχι, θα κτυπούσε τα κρόταλα και οι κοντινοί φρουροί θα έρχονταν σε βοήθεια.
Αυτά γίνονταν τις κανονικές ημέρες. Απόψε όμως η φυλή είχε ένα πρόβλημα να λύσει. Η γνώμη όλων ήταν απαραίτητη. Το φαγητό τελείωσε πιο γρήγορα, τραγούδια δεν ακολούθησαν, η φασαρία ήταν πολύ λιγότερη -ακόμη και τα παιδιά είχαν συναισθανθεί κάτι και δε φώναζαν- και η συζήτηση τραβούσε μακριά. Ένας-ένας οι άνδρες έπαιρναν το λόγο και έλεγαν τη γνώμη τους. Όλοι εκτός από έναν.
Ο κοντινότερος συγγενής του θύματος δεν είχε δικαίωμα λόγου. Έπρεπε ν’ ακούσει τη γνώμη των άλλων και να συμμορφωθεί με την απόφαση των πολλών, που ο Nούρου (1), ο αρχηγός της φυλής θα αναλάμβανε στο τέλος να συνοψίσει. Μόνο σε μία περίπτωση θα μιλούσε ο συγγενής. Αν ήξερε κάτι που οι άλλοι αγνοούσαν. Τότε θα μιλούσε μόνο γι’ αυτό. Η περίπτωση του Εμέμ (2) όμως ήταν καθαρή σε όλους.
Ήταν ένα βράδυ φρουρός και όταν ο διπλανός του τον ειδοποίησε με τα κρόταλα να προστρέξει, αυτός δεν πήγε. Αργότερα που τον αναζήτησαν, βρήκαν ότι είχε εγκαταλείψει το πόστο του και είχε χωθεί στη σκηνή με τα τρόφιμα, είχε φάει όσο μπορούσε περισσότερο και μετά το είχε ρίξει στον ύπνο.
Στο μεταξύ οι φρουροί ήταν απασχολημένοι να απομακρύνουν την πεινασμένη λέαινα και δεν πρόσεξαν ένα χιμπατζή που πέρασε ανάμεσά τους στο σκοτάδι, άρπαξε ένα μωρό από την κούνια του, το σκότωσε αμέσως και εξαφανίστηκε με το πτώμα του. Κατάλαβαν τι έγινε όταν αργότερα άκουσαν τις φωνές της μητέρας και βρήκαν το ξεριζωμένο κεφάλι του μωρού και τα φρέσκα ίχνη του πιθήκου.
Ο Εμέμ έλεγε ότι ακόμα κι αν πήγαινε στο κάλεσμα, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, αλλά οι περισσότεροι άνδρες δε συμφωνούσαν. Η απουσία του είχε αραιώσει τις σκοπιές και έδωσε στο χιμπατζή την ευκαιρία. Ο Εμέμ ήταν ένοχος. Έπρεπε να πληρώσει.
Το πρωί της επόμενης μέρας η φυλή οδήγησε τον κατάδικο στο διπλανό ποτάμι για την ποινή. Εκεί έδεσαν μια βαριά πέτρα στα πόδια του και ο αρχηγός ανέλαβε τελετουργικά να θυμίσει σε όλους το αρχαίο έθιμο. Ο Εμέμ θα πεταγόταν δεμένος στο νερό να πνιγεί. Μόνο ο κοντινότερος συγγενής του θύματος είχε το δικαίωμα να δείξει έλεος και να τον σώσει. Αν το ήθελε, μόνο ο Τζελάνι (3), ο πατέρας του μωρού, θα πηδούσε στο ποτάμι, να φτάσει στο βυθό και να ελευθερώσει τον ένοχο από το βάρος και τα δεσμά με το μαχαίρι του. Να ανέβουν στην επιφάνεια μαζί.
Δύο άνδρες οδήγησαν το μελλοθάνατο στο χείλος του βράχου, ενώ πίσω τους ακολουθούσε ο Τζελάνι με πρόσωπο τόσο σκοτεινό, ώστε κανείς δεν αμφέβαλλε πως ο Εμέμ έπαιρνε τις τελευταίες του αναπνοές. Ο Νούρου έστρεψε τον κατάδικο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δείχνοντας το πρόσωπό του συμβολικά στον ήλιο, στο φεγγάρι, στα άστρα και στον άνεμο, για να τον περιμένουν και μετά τον έριξαν στο νερό.
Το ποτάμι σχημάτιζε μια εσοχή σαν λίμνη στο σημείο της εκτέλεσης, με βάθος δύο μπόγια και με ήρεμα και διάφανα νερά αυτή την εποχή. Σχεδόν όλη η φυλή μπορούσε να δει τον Εμέμ στο βυθό, να συστρέφεται όλο αγωνία, ενώ απ’ το στόμα του έβγαινε όλο και περισσότερος αέρας. Τότε, έγινε κάτι αναπάντεχο. Ο Εμέμ ελευθέρωσε το ένα χέρι του και έσκυψε αμέσως να λύσει το βάρος από τα πόδια του. Ένας παφλασμός ακούστηκε. Ο Τζελάνι είχε βουτήξει στο νερό με το μαχαίρι στα δόντια. Με δύο απλωτές έφτασε τον Εμέμ και άρχισε να τον κτυπά με το μαχαίρι όπου έβρισκε. Γρήγορα το νερό κοκκίνισε τόσο που κάθε λεπτομέρεια της πάλης κρύφτηκε απ’ τα μάτια της αποσβολωμένης φυλής. Σε λίγο ο Τζελάνι βγήκε απ’ το νερό και πήρε τη θέση του χωρίς μιλιά.
Τα πουλιά και το ήρεμο κύλισμα του νερού, ήταν τα μόνα που ακούγονταν για πολλή ώρα. Όλη η φυλή εκτός από το Τζελάνι, είχε στρέψει τα μάτια στο Νούρου. Αυτός με πρόσωπο βλοσυρό είχε το βλέμμα στο κόκκινο νερό. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και αναζήτησε με τα μάτια τον Ονυέκα (4). Μόλις τον διέκρινε είπε δυνατά: «Τιμημένε μάγε. Αυτό που είδαμε όλοι ήταν μια ιεροσυλία. Μια παρέμβαση του ανθρώπου στο έργο των θεών και όχι για καλό! Όχι για το έλεος, αλλά για την εκδίκηση, τη σκληρότητα, το μίσος. Η αρμονία του κόσμου ταράχτηκε απ’ αυτή την πράξη, όσο και η αρμονία της ψυχής μας. Βγάλε απόφαση. Ποια πρέπει να είναι η τιμωρία του ιερόσυλου;»
Τα ψάρια του ποταμού ακολούθησαν το αίμα και βρήκαν ελκυστικό το πτώμα του Εμέμ με τις πολλές πληγές, αλλά και το πτώμα του Τζελάνι δίπλα του δεν περιφρονήθηκε. Όταν το ανακάλυψαν, άρχισαν όπως συνήθως, από τα μάτια.
(1) Νούρου: Γεμάτος με φως.
(2) Εμέμ: Άνθρωπος της ειρήνης.
(3) Τζελάνι: Δυνατός.
(4) Ονυέκα: Ο Θεός είναι μεγάλος.
Σπύρος Κούτμος
Εξαιρετικο! Δυνατο story, ωραιες περιγραφες, γρηγορη ροη κανουν το κειμενο συναρπαστικο!
Εξαιρετικό! Σε λίγες γραμμές τόσο έντονες εικόνες
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
“Απληστία” του Σπ. Κούτμου
Κείμενο λιτό και δυνατό.Σου δημιουργεί εικόνες.
Με το δυνατό φινάλε του ανατρέπει αυτό που περίμενες και δίνει την ανάσα της δικαιοσύνης και την καθαρότητα της κρίσης