Το σκέφτηκες καλά;
Όταν μοίραζε ο Θεός μυαλό άραγε εσύ την κρατούσες συνέχεια ανοιχτή; Όταν αποφάσισες να δεις τη ζωή αλλιώς και να νιώσεις εκείνο το σκίρτημα, δεν μας είπες και τότε υποδυόσουν; Αλλά ξέχασα, είπε η Ροδάνθη στον αδικοχαμένο της έρωτα, όπως πίστευε τόσα χρόνια, εσύ ποτέ δεν ήξερες τι ήθελες, τώρα θα ‘σαι σε θέση να μου τα εξηγήσεις; Σωστά δεν τα λέω, μπάρμπα Πικροκέρασε;
Τι να ‘κανε κι εκείνος, αφού έβλεπε πως δεν ήταν σε θέση, όχι να της πει την αλήθεια, αλλά φαινόταν λες και είχε μαρμαρώσει πάνω σ’ ένα τέμπλο, που η καλή του πριν είχε φροντίσει να το καρφώσει, με την καρδιά της καρδιάς της, βουτηγμένα στο αίμα και στο δάκρυ της.
Τι κάνεις εκεί, καλή μου Ροδάνθη, ψέλλισε μέσα απ’ τους βρόγχους του, που δεν έλεγε να καταλάβει τι ήταν όλο αυτό το σκηνικό που έβλεπε να διαδραματίζεται μπροστά του! Μη φοβάσαι, τώρα ήρθε η δική μου η ώρα και να ξέρεις θα μιλήσει η δική μου η ψυχή και δική μου η αντοχή, που τόσα χρόνια της σκότωνες μερίδια της ευτυχίας της και δεν έπαυες να την χλευάζεις πίσω απ’ την πλάτη της.
Αλλά όπως είδες, ίσαμε εδώ τα κόλπα σου και οι πεθαμένες σου αγάπες. Έφτασε η ώρα μου, η δική μου, μακριά από σένα και τις χίμαιρές σου, εκείνες τις οφθαλμαπάτες που έγιναν ψευδαισθήσεις και άρχισες και τις βίωνες σαν σε πραγματικό χρόνο και τόπο.
Λοιπόν, που λες, ακούστηκε η φωνή της λογικής από μέσα της, φτάνει, κουράστηκε η Ροδάνθη, του είπε με έντονο ύφος και ο Πικροκέρασος μάζεψε τα συμπράγκαλά του, τα δικά του απομεινάρια και χάθηκε σ’ εκείνα τα πελάγη, που η ζωή του η ίδια χανόταν λεπτό το λεπτό, ώρα την ώρα.
Τώρα πια η Ροδάνθη, απαλλαγμένη απ’ το φορτίο της ζωής της, που ‘χε χαραχτεί και είχε παραχαράξει με κάθε εύλογο μέσο και τρόπο ο Πικροκέρασός της, έστεκε απέναντί του και ίσα ίσα δεν την τρόμαζε τίποτα και κανένας τώρα πια.
Ο Πικροκέρασος έμεινε σε μια γωνιά να την παρατηρεί, μα ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί, κατάφερε να της το ξεστομίσει και με μιας τον κατάπιε η δίνη των δεινών εκείνων που ‘χε προκαλέσει στη νεαρή τότε και ώριμη πια τώρα Ροδάνθη.
Από πολύ ψηλά ψηλά ακούστηκε ένας βροντερός κρότος.
Αυτό ήταν, το τακτοποίησα κι αυτό, αυτή η αδικία έπρεπε να πάρει σάρκα και οστά και να λήξει ευχάριστα.
Ξάφνου μπροστά της, άνοιξε τα φτερά του ένας άγγελος και της χάρισε στην αγκαλιά της μια μορφή καλοσυνάτη, μια ψυχή διαμάντι και της είπε: Να το ‘χεις φυλαχτό, τέτοια σπάνια υπόσταση.
Κοιτάχτηκαν και οι όρκοι δεσμού δόθηκαν αυτόματα, λες και γνωρίζονταν χρόνια πριν.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ, Ο ΠΙΚΡΟΚΕΡΑΣΟΣ ΒΥΘΙΣΤΗΚΕ ΣΤΑ ΧΑΛΙΑ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΤΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ, ΜΑ ΤΟ ΠΡΙΓΚΗΠΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ, ΕΙΧΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ, ΤΟΥ ΦΩΝΑΞΕ ΑΠΟ ΨΗΛΑ.
ΟΛΟΔΙΚΗ ΣΟΥ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΤΩΡΑ ΠΙΑ.
Κι έτσι, η ώριμη πια Ροδάνθη τού ‘ταξε όρκους πίστης και αγάπης, αφοσίωσης και ποτέ προδοσίας, απ’ την οποία είχε καταρρακωθεί ως τώρα κι έτσι άρχισε το όνειρό τους.
Η ζωή τους είχε χαριστεί απ’ το θείο χέρι, που ήταν το μόνο που τους συμπαραστεκόταν και ήθελε το καλό τους και μόνο.
Αγκαλιάστηκαν τρυφερά γέρνοντας ο ένας στον ώμο του άλλου και πάντα δίπλα δίπλα, άρχισε η κοινή τους ζωή και ο όμορφός τους Παράδεισος να αποκτά σάρκα και οστά.
Από το παραμύθι “Αποστολή εξετελέσθη” της ΑΝΝΑΣ ΖΑΝΙΔΑΚΗ.