Kαι ποιος δεν πέρασε από τα σαλόνια της! Ακόμη και ο Γάλλος ζωγράφος Τυμπόρ Περζά ντε λα Μπρουακί –ντυμένος κατά το ήμισυ με ενδυμασία Έλληνα τσολιά, αποτελούμενη από αυθεντικό ραφ γιλέκο εύζωνα του 1823, λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά, τσαρούχια και φάριο από κόκκινη τσόχα με μαύρη φούντα–, γνήσιος απόγονος Γαλλοβαυαρού αυλικού συμβούλου του Όθωνα, που συστήθηκε στον Λευτέρη ως ζωγράφος, εκ πεποιθήσεως φιλέλλην, διαμένων στην Αθήνα.
Την έκπληξη του Λευτέρη στη θέα ενός ογδοντάχρονου ψηλόλιγνου τσολιά, με σώμα που παρά την ηλικία του έστεκε σαν λαμπάδα λόγω ευζωίας –και της βασιλικής φρουράς εν έτει 1980 δεν θα μπορούσε να ήταν– εκτόπισε το δυνατό γέλιο, επειδή όταν το πρωί η γυναίκα του του ανακοίνωσε ότι το βράδυ θα είχαν Γάλλο, εκείνος περίμενε γάλο ψητό στη γάστρα! Ο φιλέλλην θεώρησε το γέλιο προσβολή και αποχώρησε, χαρακτηρίζοντας τον Λευτέρη αδαή χωριάτη. Τον Λευτέρη όμως δεν τον στενοχώρησε καθόλου το γεγονός. Αντιθέτως, τον ευχαρίστησε, και κρατώντας την κοιλία του, που διπλώθηκε από τα γέλια, φώναζε από την είσοδο του σπιτιού στον καμαρωτό τσολιά «Πρεζά, να μας ξανάρθς τώρα που το ’μαθες το σπίτ’», με την ανατολίτικη προφορά, που ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του δεν ήθελε να κρύψει.
Εκείνη τη στιγμή, ο Λευτέρης θέριεψε, ανδρειώθηκε κι έστεκε πιο καμαρωτός από τον δίμετρο τσολιά, νιώθοντας με όλο του το «είναι» ένας γνήσιος απόγονος του Δημητρίου Γρίβα και των σπουδαίων Ελλήνων, επώνυμων κι ανώνυμων, που στη Λαϊκή Επανάσταση του 1862 ξεφορτώθηκαν από τον οίκο τους τους γνήσιους συμμάχους προστάτες τους! Αν μη τι άλλο, εκείνος και οι πρόγονοί του ήταν γνήσιοι Έλληνες, και όχι κατά το ήμισυ Βαυαροί και κατά το ήμισυ Γάλλοι, και φορούσαν την παραδοσιακή ελληνική ενδυμασία εις ολόκληρον!
Ο αδαής, κατά τα λεγόμενα του τσολιά, χωριάτης, ήταν γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας σε βάθος, γνωρίζοντας τα πεπραγμένα της αναλυτικά, από τα πρώτα χρόνια της που αποτυπώθηκαν γραπτά, την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, εκείνους που τη διαμορφώσαν, και βεβαίως τη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία και τους πρωταγωνιστές της, έναν προς έναν. Τον στενοχωρούσε όμως το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των παραθεμάτων της γράφτηκε από μη Έλληνες ιστορικούς. Στη φιλομάθειά του αυτή συνέβαλε η πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα του Παναγιώτη, ο οποίος διέθετε μεταξύ άλλων και το «επίτομον ορθογραφικόν και εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», σε δωδεκάτομη δερματόδετη έκδοση, που τυπώθηκε κατ’ εντολήν του κι έφερε το ονοματεπώνυμό του στο δεύτερο εσώφυλλο.
Δυστυχώς ο Παναγιώτης δεν πρόλαβε ν’ αποκτήσει και τον τελευταίο –δέκατο τρίτο– τόμο, που εκδόθηκε το 1953. Δυστυχώς και για τον Λευτέρη, που απορρίφθηκε από την Παιδαγωγική Ακαδημία εξαιτίας των αριστερών πολιτικών φρονημάτων του πατέρα του και κινήθηκε στη ζωή ως έμπορος και όχι ως διανοούμενος.
H «Σιέστα» της Χριστίνας Δετσαρίδου τιμηθηκε με το Α΄ Βραβείο πεζογραφήματος-νουβέλας, στον 10ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2021 του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και με τον Α΄ Έπαινο στον Ζ΄ Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό «Χριστόδουλος και Μαρία Πετρίδη». Εκδόσεις Οσελότος.