Η ώρα ήταν εφτά το βράδυ και ο Νίκος έπινε τον τέταρτο φραπέ και κάπνιζε αρειμανίως καθισμένος στον καναπέ μπροστά από την τηλεόραση. Χάζευε μια παλιά ελληνική ταινία και προσπαθούσε να ξεχαστεί με τις εικόνες που βομβάρδιζαν τα μάτια του για να μη σκέφτεται.
Πριν από δυο μέρες είχαν κλείσει οι καφετέριες και τα μπαρ. Όταν μετά από λίγο επιβλήθηκε γενική καραντίνα, ένιωσε χαμένος. Ο κόσμος ήδη είχε αραιώσει στα μέσα μεταφοράς με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κάνει τη δουλειά του. Πώς να βουτήξεις πορτοφόλι σ’ ένα άδειο μετρό; Τώρα όμως δεν θα μπορούσε πλέον ούτε να μπουκάρει σε σπίτια ελπίζοντας σε λίγα χρήματα ή χρυσαφικά.
Από την ημέρα που βγήκε από τη φυλακή είχε ορκιστεί να μην ξαναμπλέξει σε ένοπλη ληστεία. Δεν ήθελε πολύ να γίνει το κακό. Κλέφτης ήτανε, όχι φονιάς. Άσε που είχε βγει με αναστολή κι έπρεπε να παρουσιάζεται δυο φορές το μήνα στην Αστυνομία, όπου τον είχανε από κοντά. Όχι, ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να ξαναμπλέξει. Τον πήραν τηλέφωνο για μια «σίγουρη» δουλειά. Ληστεία σε σούπερμάρκετ. Είπε όχι. Δεν θα ξαναέπιανε όπλο ποτέ του.
Αν περνούσε από το χέρι του, θα δούλευε στο συνεργείο που ήταν βοηθός πριν μπει στη φυλακή. Όταν ο φρουρός του είπε «Καλή κοινωνία», αυτό ονειρευόταν. Αλλά αυτό είχε κλείσει κι όπου κι αν ζήτησε δουλειά δεν βρήκε. Κάτι μεροκάματα μόνο, από δω κι από κει.
Ένα εικοσάρικο είχε να περάσει και χρωστούσε ήδη δυο νοίκια. Ο ιδιοκτήτης τού το είχε ξεκαθαρίσει. Ή με ξοφλάς μέχρι το τέλος του μήνα ή σε πετάω έξω. Πως να ξοφλήσει, ούτε να φάει δεν είχε. Καφές, δυο κούτες λαθραία τσιγάρα, αυγά και φρυγανιές, ήταν όλα όσα είχε να περάσει.
Αν ζούσε η μάνα του, θα τον βοηθούσε. Ερχόταν μια φορά το μήνα να τον δει στη φυλακή και πάντα εύρισκε τρόπο να τον χαρτζιλικώνει. Αλλά ο πατέρας του από τότε που τον πιάσανε τον είχε για πεθαμένο. Δεν θ’ αργήσει κι αυτό έτσι όπως πάει, σκέφτηκε.
Την απόφαση να παραδοθεί, ομολογώντας ότι δήθεν έκλεψε την τσάντα μιας γυναίκας στο δρόμο, δεν ήταν εύκολο να την καταλάβει κανείς. Οι αστυνομικοί απόρησαν, οι δεσμοφύλακες όχι τόσο. Άμα μπεις μια φορά, είναι πολύ πιθανό να καταλήξεις πάλι εκεί μέσα.
Στους συγκρατούμενούς του είπε ότι τον πιάσανε. Πού να εξηγεί ότι δεν είχε πού να κοιμηθεί και τι να φάει, ότι είχε κουραστεί, θεέ μου πόσο είχε κουραστεί να παίζει τη ζωή του κορώνα-γράμματα, να κάνει διπλή ζωή, να φοβάται ότι θα τον πιάσουν, να ελπίζει ότι θα τον πιάσουν. Ήταν κι αυτό μια κάποια λύση.
ΕΥΗ ΜΥΛΩΝΑΚΗ