Έκαιγεν μεγαλοπρεπώς ο Ηέλιος τα τσιμέντα κι έσκουζεν η πλάσις όλη.
Κάθιδροι συνταξιδιώτες, ευρύστερνοι, το μέτωπο σκουπίζαν
καθώς πορευόμουν μέσα σε δάσος γκρίζο,
τριγυρισμένος απ’ ανθρώπους αλλά ποτέ πιο μόνος.
Ο κινητήρ βογγούσε στην ανηφόρα. Έκλαιε κι ολοφυρόταν.
Αλλά στ’ αυτιά μου ερχόταν το κύμα που έσκαγε κάπου μακριά,
κάπου πέρ’ από το Άστυ και πέρ’ απ’ τη θολούρα.
Έκλεισα τα μάτια μου ν’ αφουγκραστώ καλύτερα
τις περιστροφές των Πλειάδων,
που φαινομενικά γυρίζουν γύρω απ’ την ύπαρξή μας.
Εκεί διαβάζουμε πότε θα πέσει φυλλοξήρα ή θάνατος,
πότε θα σκεπαστούν οι περήφανες κορφές με παχύ χιόνι.
Κι αναρωτιόμουν,
θά ‘ρθει μια μέρα που η σκόνη που στέλνει ο δρόμος
θα γίνει σταγόνες του ωκεανού που μόλις πέσει ο ήλιος
δροσίζει τα παιδιά που ξαπλώνουν στην άμμο ερωτικά
και θα στείλει στη Λήθη αυτές
τις καυτές ημέρες πού ‘χει κολλήσει ο ωροδείκτης,
τις καυτές ημέρες που ένα τηλεφώνημα σημαίνει τόσο πολλά,
που σε ξεχνούν ακόμη και φίλοι που παίζατε με βότσαλα,
πριν δεκαετίες;
Θά ‘ρθει μια μέρα που θα κλείσεις τον γενικό διακόπτη
και θα γεμίσεις τις βαλίτσες με πάθος εκστατικό,
για αναχώρηση σ’ ενα χαμένο αρχιπέλαγος;
Δημήτρης Ζηκόπουλος
Άψογο
Πολύ ωραίο!
Μπράβο σου! Έχεις ταλέντο!
Ένα μεγάλο μπράβο, καλέ μου! Εξαίσιο!