“Ήταν κάποτε -να δεις τι ήταν- δε θυμάμαι.
Αχ, γιατί να μην θυμάμαι;
Κι αφού δεν θυμάμαι, γιατί να θυμάμαι ότι ήταν…”
Τούτη η ερώτηση, στιγμή δεν έφευγε απ’ το μυαλό του.
Στένεψε ο τόπος, μικρό φαινόταν το χωριό τους.
Ο χρόνος μίκρυνε. Εξαφανίστηκε. Πάνε οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, όλα τα σκέπασε τούτο το ερώτημα που δεν είχε απάντηση. Μήπως όμως η απάντηση ήταν σε κάποιο άλλο “τόπο”;
Νύχτα το αποφάσισε. Πήρε λιγοστά πράγματα και ξεκίνησε. Κανένα δεν χαιρέτησε. Στάθηκε στη λιμνούλα μπρος στο σπίτι. Ήταν γεμάτη αστέρια. Θαρρείς κι είχαν κατέβει να τον αποχαιρετήσουν. Θαρρείς πως κάτι ήθελαν να του πουν.
Ήταν εκεί το φεγγάρι ολόγιομο, σοβαρό κι ασημένιο. Ο Βέγας, έλαμπε καταμεσής τ’ ουρανού. Η πούλια, νανούριζε τα εφτά της παιδιά. Η αρκούδα πάσχιζε να μαζέψει το μικρότερο αστεράκι της, τον πολικό, αυτό που έδειχνε το Βορρά. Όλα ήταν ίδια, όπως κάθε βράδυ. Όπως όταν ήταν μικρός και τα μέτραγε, ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος από την κούραση.
“Ανοησίες”, είπε κι έστρεψε το βλέμμα στο είδωλό του, στο νερό. Το κοίταγε, ώρα πολλή. Κάτι τον κρατούσε καρφωμένο εκεί. Πονούσε. Βαθιά. Τότε… άκουσε τη φωνή.
“Άμε στο καλό και σβήσε με απ’ τη μνήμη σου για να πας μακριά -πολύ μακριά- αλλά μη λησμονήσεις, για να βρεις τον γυρισμό, όταν συμβεί η άλλη στιγμή σαν κι αυτή που συνέβη κι άλλαξαν όλα”.
Μαγνητισμένος πήρε τον πρώτο δρόμο, που βρήκε μπροστά του. Δεν ήξερε πού πήγαινε, τι γύρευε, ήξερε πως δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να βρει την απάντηση.
Πέρασαν χρόνοι πολλοί, απέκτησε οικογένεια, φίλους, ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του, τον σέβονταν, τον αγαπούσαν, Ε υ τ υ χ ί α…
Μια μέρα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα, με μακριά μαύρα σγουρά μαλλιά.
“Ελπίδα με λένε”, του είπε και χάθηκε στη στροφή. Την ακολούθησε, ως τα πέρατα του κόσμου. Κουράστηκε. Αποκοιμήθηκε. Είδε στον ύπνο του την πούλια με τα εφτά της παιδιά. Tα σκέπαζε να μην κρυώνουν. Ξύπνησε κι είδε τον ουρανό να στέκεται από πάνω του, σεντόνι. Γέλασε.
“Εκεί δεν έψαξα, είπε. Λες να είναι εκεί η Ελπίδα;” Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του και μια άλλη γυναίκα στάθηκε μπροστά του. Την κοίταγε μαγεμένος. Έλαμπε, ένα περίεργο φως που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί, έβγαινε από μέσα της.
“Πίστη με λένε”, είπε και τον φίλησε στο στόμα. Ήταν το φιλί της παγωμένο σαν τη φωτιά, καυτό σαν πάγος. Στο φως του φεγγαριού είδε μια σκάλα, που ανέβαινε ως τον ουρανό και δίπλα ένα μονοπάτι φιδογυριστό.
“Διάλεξε”, του είπε, “ποιον δρόμο προτιμάς”;
“Αυτόν”, είπε και έδειξε το μονοπάτι, που είχε στροφές.
Χίλιες φορές μετάνιωσε. Έβλεπε άλλους ν’ ανεβοκατεβαίνουν από τη σκάλα κι αυτός ήταν στην αρχή. Όλα κυλούσαν αργά, θαρρείς πως στέκονταν στο ίδιο σημείο, η κούραση ήταν μεγάλη, η απογοήτευση επίσης, το ίδιο κι η ευτυχία. Τι όμορφα που ένοιωθε σαν έφτανε σε κάποια στροφή! Μπορούσε να δει τον κόσμο όλο.
Προσπαθούσε να μαντέψει ποιον ή τι θ’ αντίκριζε μετά. Τότε ένοιωθε σαν παιδί που του χάρισαν κάποιο παιχνίδι και συνέχιζε το δρόμο προς την κορυφή, ίδιος, διαφορετικός.
Αιώνες μετά, έτσι του φάνηκε, έφτασε στην κορυφή. Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Έ φ τ α σ ε. Ποιος ξέρει τι τον περίμενε εκεί. Ο Παράδεισος; Σήκωσε το βλέμμα, το ταξίδεψε γύρω του. Ουρανός, σιωπή και μια πεταλούδα, που πετούσε ήσυχα.
“Τι, είπε, για μια πεταλούδα έκανα τόσο ταξίδι; Τόσος κόπος για ένα έντομο;” Θύμωσε. Άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει. Του ξέφευγε. Μέρες, μήνες, χρόνια, κυνηγούσε μια πεταλούδα, στην κορυφή ενός βουνού, που η άκρη του άγγιζε τον ουρανό, για να … αλήθεια γιατί; Ένοιωθε πως έ π ρ ε π ε, να την πιάσει. “Πώς όμως, αφού δεν είχε φτερά;” Κάποτε κουράστηκε, “άστη να πάει στο καλό, είπε, τι νόημα έχει πια;”
Έκλεισε τα μάτια. Ένοιωσε ένα ελαφρύ θρόισμα. Η πεταλούδα ακούμπησε απαλά πάνω στο μέτωπό του. Έμεινε ακίνητος, κρατούσε την ανάσα του. Μπήκε μέσα στο κεφάλι του.
“Θ υ μ ά μ α ι”, είπε και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Όλα ήταν όπως τα άφησε. Σα να μην έφυγε ποτέ. Έφυγε. Το φτεροκόπημα της πεταλούδας μέσα στο κεφάλι του, του το θύμιζε συνέχεια. Η πεταλούδα ήταν εκεί. Κι εκείνος ήταν εκεί. Από πάντα. Ίδιος, διαφορετικός. Ηλίας, τ’ όνομά του. Αυτό προσπαθούσε να θυμηθεί. Θα τον έχετε ακουστά. Ηλίας ο παραμυθάς. Έτσι τον φωνάζουν. Αφηγείται παραμύθια. Τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι άλλοι.
Ε μ ε ί ς ό μ ω ς ξ έ ρ ο υ μ ε π ω ς ε ί ν α ι μ ό ν ο η α λ ή θ ε ι α.
Όπως ξέρουμε ότι τα παραμύθια δεν τα λέει ο ίδιος, μα η πεταλούδα που είναι μέσα στο κεφάλι του. Αυτό αν θέλετε το πιστεύετε. Τούτο όμως να το πιστέψετε. Το όνομα της πεταλούδας είναι “Μη με λησμόνει”. Να, μα την αλήθεια.
Η πεταλούδα, δεν ξέρει τ’ όνομά της. Είχε ποτέ; Δε θυμάται. Πρέπει όμως, π ρ έ π ε ι να θυμηθεί, γιατί -εδώ κάτω- όποιος δεν έχει όνομα δεν υπάρχει, δεν τον βλέπουν οι άλλοι. Ρώτησε ένα μ ο ν ό κ ε ρ ο που βρέθηκε μπροστά της. Και την α μ υ γ δ α λ ί τ σ α ρώτησε κι εκείνη της είπε: “Δε θυμάμαι”.
“Τι τόπος είναι αυτός που βρέθηκα;” αναρωτήθηκε η “μη με λησμόνει”, “Η χώρα της λησμονιάς”. Είχε ακούσει γι’ αυτήν απ’ τη γιαγιά της. Εκείνη ήξερε και τα παλιά και τα μελλούμενα. Πού ήταν όμως τώρα, να της πει, πώς τη λένε…
“Τι χαζή που είμαι”, είπε η πεταλούδα, “άφησα τον ωραίο μου τόπο και μπήκα στο κεφάλι του τρελού Ηλία. Ήθελα να του δείξω πως δεν χρειαζόταν να με κυνηγάει. Μπορούσε να μου ζητήσει να σταθώ. Εκείνος μοναχά έτρεχε. Τώρα τρέχω εγώ. Αχ, να θυμόμουν τ’ όνομά μου”.
Η “μη με λησμόνει” στάθηκε, αγκάλιασε το κορμί της με τα πολύχρωμα φτερά κι έκλαψε πρώτη φορά. Εκεί πάνω δεν υπήρχε κλάμα, πόνος, λύπη, ή στεναγμός, μόνο σ ι ω π ή κι α κ ι ν η σ ί α. Εδώ θόρυβος και κίνηση γρήγορη. “Αχ” είπε η πεταλούδα κι ήταν η πρώτη της λέξη σε τούτο τον κόσμο.
“Αχ σε λένε; Γιατί κλαις;” Πολύ – πολύ κάτω, ένα κοριτσάκι την κοίταγε.
“Με βλέπεις;” είπε η πεταλούδα.
“Βέβαια, είσαι μια πεταλούδα”.
“Είμαι μια π ε τ α λ ο ύ δ α …”
“Δεν το ’ξερες;”
“Όχι, ούτε τ’ όνομά μου θυμάμαι. Εσύ έχεις όνομα;”
“Έχω. Με λένε Αθανασία”.
“Α θ α ν α σ ί α … πού το έχω ξανακούσει;”
“Σε κάποιο από τα ταξίδια σου θα το άκουσες”.
“Τι είναι το ταξίδι;”
“Ά, εσύ είσαι χαζή, φεύγω”.
“Σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου”.
“Πώς; … βρήκα… θα σε βάλω σ’ ένα κουτάκι… θα το βάψω κόκκινο… θα του βάλω κορδέλα …θα σε ταΐζω ζαχαρίτσα; Σ’ αρέσει;”
“Ξέρω κι εγώ”, είπε η πεταλούδα κι ένοιωσε να της τρέχουν τα σάλια, “θα μ’ αρέσει, αφού αρέσει σε σένα… Τι θα πει μ’ αρέσει;”
“Σταμάτα πια, όλο ρωτάς, έλα να παίξουμε”.
Παίξανε. Τραγουδήσανε. Χορέψανε. Κάνανε σκανταλιές.
Πέρασε καιρός. Η πεταλούδα απ’ την πολλή ζάχαρη βάρυνε, δυσκολευόταν να πετάξει.
“Τι σου λείπει”, ρωτούσε η Αθανασία. “Πες μου τι θα ήθελες να στο φέρω. Δε μ’ αγαπάς;”
“Πολύ σ’ α γ α π ά ω”, έλεγε η πεταλούδα, “μα ποιο είναι τ’ όνομά μου;”
“Ουφ! Για ένα παλιοόνομα κάνεις έτσι; Πάρε το δικό μου. Σε βαφτίζω Αθανασία”.
Τότε, μια πεταλούδα -άλλη- βγήκε απ’ το στόμα της μικρής, ίδια με τη “μη με λησμόνει” κι οι δυο μαζί πέταξαν προς τη γραμμή του ορίζοντα. Σε λίγο, δεν φαινόταν παρά μια μικρή μαύρη κουκίδα, σημάδι πως τούτη η συνάντηση έγινε στ’ αλήθεια, σε τούτον εδώ τον τόπο, σ’ αυτόν εδώ το χώρο, τούτη τη στιγμή, που δεν θα ’ναι ποτέ η ίδια.
Η Αθανασία στεκόταν, ώρα πολλή. Κοίταγε το σημάδι, που χανόταν πίσω από τον ορίζοντα. Δεν έκλαψε. Δεν γονάτισε. Μόνο η φωνή της σιγανή, ακούστηκε να λέει:
“Άμε στο καλό και σβήσε με απ’ τη μνήμη σου για να πας μακριά -πολύ μακριά- αλλά μη λησμονήσεις για να βρεις τον γυρισμό, όταν συμβεί η άλλη στιγμή σαν κι αυτή που συνέβη κι άλλαξαν όλα”.
Ύστερα ακολούθησε τα βήματά της σ’ έναν κόσμο που δεν ήταν πια ο ίδιος. Κάτι γύρευε… τι όμως; Αχ, γιατί να μην θυμάται; Κι αφού δε θυμάται, γιατί να θυμάται, πως υπάρχει κάτι που δεν το θυμάται;
Την ξύπνησαν οι φωνές των παιδιών.
“Τρέλα, χιόνι τον Απρίλη. Μαμά ξύπνα, δεν είναι πρωταπριλιάτικο αστείο”.
“Το ξέρω, σας το είπα χθες, πως θα χιονίσει”.
“Το άκουσες στην τηλεόραση”, είπε ο Γιώργος, ορθολογιστής.
“Το είδα στον ύπνο μου”, είπε η Δέσποινα, “τώρα βρήκε να χιονίσει”.
“Τώρα το είδες, τώρα ήρθε”, παρατήρησε ο Αλέξανδρος.
“Άμα παγώσουν τα κρεμμύδια μου, αλίμονο”, είπε ο πατέρας της.
“Μαμά, πες κάτι”.
“Έβλεπα όνειρο. Ήμουν σ’ ένα λιβάδι, γεμάτο πεταλούδες”.
“Ωραία”, κατέληξε ο Αλέξανδρος, “αύριο θα χιονίσει πεταλούδες”.
Χιόνισε. Πολλές πεταλούδες. Γιώργος, Ιφιγένεια, Μαρία, Ορέστης, Χριστίνα, Ανδρέας…
Αθανασία Ρόβα