Βωβούσα 1937
Ο ήχος του νερού την ηρεμούσε. Μια ζωή ζούσε δίπλα στο ποτάμι. Την νανούριζε όταν ήταν μωρό. Την παρηγορούσε όταν ήταν παιδί. Την γαλήνευε ως έφηβη. Και τώρα στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, την μεθούσε με τους ήχους του, την ταξίδευε σε χώρες μαγικές και ονειρεμένες, την μεταμόρφωνε σε πλάσμα του νερού. Καθόταν στα βράχια και έριχνε μέσα στον ποταμό Αώο, χάρτινα καραβάκια και τα έβλεπε να παρασύρονται από τα νερά, να κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους και τελικά να ξεμακραίνουν, σε ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό, ώσπου τα έχανε από τα μάτια της. Και πάντοτε χαμογελούσε με τα παιχνίδια του μυαλού της.
Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό, που ο ήλιος φάνηκε κίτρινος και αρρωστιάρικος στον ουρανό της Βωβούσας. Το ποτάμι, ακουγόταν στα αυτιά της, πιο έντονα απ’ ό,τι συνήθως, λες και την προειδοποιούσε για κάποιο επικείμενο κίνδυνο. Μόλις είδε τον Γεώργιο Χατζή να πλησιάζει το σπίτι τους, η καρδιά της φτερούγισε. Ο προξενητής του χωριού. Μία απόφαση που θα έπαιρναν χωρίς να την ρωτήσουν.
Η καρδιά της, ήταν δοσμένη στον Στέργιο. Και εκείνος την αγαπούσε και ήθελε να την παντρευτεί. Ο νεανικός τους έρωτας παρέμενε κρυφός απ’ όλους τα τελευταία χρόνια. Ο πατέρας της θα την σκότωνε. Θα έλεγε πως τους ατίμασε, και ποιος ξέρει τι θα γινόταν. Κρυφός απ’ όλους και φανερός μόνο στα μάτια τους και στον θεό. Ήξερε πως αυτή η μέρα, ήταν η αρχή του τέλους. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έκλεισε τα μάτια. Τα δάκρυα ποτάμια κυλούσαν και μούσκευαν τα σεντόνια της. Σηκώθηκε και κρυφοκοίταξε την ώρα που έφευγε ο Χατζής. Παρατήρησε τα παπούτσια των γονιών της. Αν τα φορούσαν ανάποδα, το συνοικέσιο θα είχε χαλάσει και όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν.
Ο πατέρας της, ψηλός και γεροδεμένος, με στριφογυριστό μουστάκι, χαμογελούσε ευχαριστημένος και η μητέρα της έλαμπε από χαρά. Μόλις ο Χατζής έφυγε, ο πατέρας της πήγε και πήρε την καραμπίνα που είχε κρυμμένη στην ξύλινη ντουλάπα του υπνοδωματίου. Την ξετύλιξε προσεκτικά από μερικά παλιόπανα και την γέμισε. Βγήκε από το σπίτι και άρχισε να πυροβολάει στον αέρα. Η χαριστική βολή. Ο αρραβώνας ήταν θέμα χρόνου. Η μάνα της έβγαλε τα καλά σερβίτσια και άρχισε να καλεί τους συγγενείς στο σπίτι για να γιορτάσουν, ενώ η ίδια ήθελε να τα διαλύσει όλα. Βγέρω την φώναζε η μάνα της ενώ ο πατέρας της, Αυγερινή.
Την φώναξαν στο σαλόνι και της ανακοίνωσαν, όλο χαρά, τα λυπηρά μαντάτα. Θα την παντρεύανε με τον Γρηγόρη Καζανά, τον γιο του ηγεμόνα της Βλαχιάς, που σπούδασε γιατρός. Δεν τόλμησε να βγάλει άχνα. Πως να έλεγε πως ήταν ερωτευμένη με έναν νεροπριονά; Πως να έδιωχνε τον πολύφερνο γαμπρό; Ο φόβος έσκιζε τα σωθικά της και έμεινε αμίλητη. Δεν είπε λέξη. Μέσα της ο κόσμος της διαλυόταν, ενώ όλοι πανηγύριζαν, έναν αρραβώνα που δεν ήθελε. Το σπίτι γέμισε συγγενείς. Βωβουσιώτες και Σαρακατσαναίοι τσελιγγάδες, που έπιναν και γελούσαν.
Αθήνα 2021
Η Μαργαρίτα σκέπασε την γιαγιά της με το λουλουδάτο πάπλωμα. «Πάλι εφιάλτες βλέπει.», είπε στην μητέρα της, την Φρόσω, που μπήκε στο δωμάτιο.
«Η γιαγιά σου, παιδί μου, είχε μία ζωή δύσκολη. Είναι η ώρα της να ξεκουράζεται. Βλέπει συχνά εφιάλτες, από νέα ακόμη.»
«Πες μου ιστορίες για την γιαγιά μαμά.»
«Εντάξει λοιπόν. Πάμε στο σαλόνι.».
Μητέρα και κόρη έκατσαν στο χαλί, μπροστά από το τζάκι που σιγόκαιγε. Οι φλόγες, μοβ και κόκκινες, έμπλεκαν μεταξύ τους και μάγευαν την μικρή Μαργαρίτα, που δεν χόρταινε ποτέ να βλέπει το τζάκι να καίει.
Η μητέρα της καθάρισε την φωνή της και ξεκίνησε να μιλάει. Τα λόγια ακούγονταν σαν ψίθυροι, έβγαιναν από το στόμα της, στροβιλίζονταν στον αέρα και έσπαγαν σε χίλια κομμάτια.
«Η γιαγιά, η Βγέρω, πολλές δυσκολίες γνώρισε στην Μπαϊάσσα, αλλά αυτό που ποτέ δεν ξεπέρασε είναι την ιστορία με τον Στέργιο, ένα φτωχό παλικάρι του χωριού, που αγάπησε με πάθος. Και την αγάπησε και αυτός. Πολύ. Οι γονείς της ήθελαν να την καλοπαντρέψουν και η τέλεια ευκαιρία ήταν όταν την ζήτησε σε γάμο, ένας πλούσιος νέος του χωριού.
Το καλοκαίρι του 1937, οι συγγενείς μαζεύτηκαν στο σπίτι. Οι γονείς της έλαμπαν από χαρά ενώ η γιαγιά Βγέρω, πενθούσε σιωπηλά.
«Μωρ’ Βασίλου Γιος αγάπησε Βασίλω θυγατέρα», η μητέρα της και οι θείες της ξεκίνησαν να τραγουδούν. Το γλέντι για τον επικείμενο αρραβώνα είχε αρχίσει.
Μα μέσα της η γιαγιά η Βγέρω, μοιρολογούσε.
Τι στέκεις μαραμένη, Αλεξάνδρα μ’
τι στέκεις θλιβερή
Μην είσ’ απ’ τον αγέρα Αλεξάνδρα μ’
μην εισ’ απ’ την δροσιά.
– Δεν είμ’ απ’ τον αγέρα, βρε λεβέντ’ μ’
δεν είμ’ απ’ τη δροσιά
Μον’ είμ’ από τεσένα, παλικάρι μ’
που πας στην Ξενιτειά.
Γύρω της το γλέντι είχε ξεκινήσει, στην αυλή του σπιτιού της. Το μαντήλι ανέμιζε ενώ ο γέρο- Μανώλης έπαιζε κλαρίνο και ο ξάδερφος της, ο Ηλίας, το βιολί. Κάποιος κουνούσε ρυθμικά ένα ντέφι και οι νιοι με τις στολές τους χόρευαν, μαζί με τις ξαδέρφες της.
Και μέσα της μάτωνε και το αίμα κυλούσε αντίκρυ, στο ποτάμι του χωριού και το έβαφε κόκκινο. Ο αγαπημένος της ποταμός είχε βαφτεί ολάκερος με αίμα, που ξεχυνόταν στις όχθες του, μέχρι που όλα γύρω της έγιναν ένας κόκκινος χείμαρρος, μία κατακόκκινη παπαρούνα που σκόρπιζε τα φύλλα της στον άνεμο και ο αέρας έγινε και αυτός κατακόκκινος και μάτωσε τα σύννεφα. Της ήρθε λιποθυμία. Η ατμόσφαιρα την έπνιγε. Σηκώθηκε και έσυρε τον χορό, σαν να μην ήταν πια η Βγέρω, αλλά κάποια άλλη, που τα βήματα δεν της άνηκαν, τα πόδια της δεν τα όριζε, μόνα τους χάραζαν πορεία.»
«Γιατί δεν ήθελαν τον Στέργιο, οι γονείς της, μαμά;»
«Ο Στέργιος ήταν ένας φτωχός νεροπριονάς.»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Επάγγελμα είναι, καλή μου. Τώρα πια δεν υπάρχει, αλλά τότε στην Βοβούσα ζούσαν πολλοί νεροπριονάδες. Τα δάση ήταν γεμάτα έλατα και πεύκα και οξιές. Οι άνθρωποι ζούσαν από τα ξύλα, από την ξυλουργία. Το νεροπρίονο, ήταν μία μηχανή που δούλευε με την βοήθεια του νερού, ώστε να κόβουν τους μεγάλους κορμούς. Το νεροπρίονο δούλευε σαν έναν μύλο, έπεφτε με πίεση το νερό του ποταμού και κινούσε ένα μεγάλο πριόνι, που έκοβε με δύναμη τους ψηλούς κορμούς των δένδρων. Δεν ήταν σταθερό σε ένα μέρος, έπρεπε κάθε φορά να το στήνουν από την αρχή, κουβαλώντας και τα εξαρτήματα του, σε μία βάση που την έλεγαν ντάνα. Εκεί στοίβαζαν τους κορμούς δένδρων, σταυρωτά και συναρμολογούσαν το νεροπρίονο. Προσεκτικά έβαζαν στην θέση τους τα εξαρτήματα, την φτερωτή, τον στρόφαλο, τα βαγένια. Το νερό κινούσε την φτερωτή και αυτή με την σειρά της, έναν οριζόντιο άξονα. Έτσι έκοβαν τους κορμούς και έφτιαχναν χίλια δύο πράγματα. Καράβια που έπλεαν στην θάλασσα, έπιπλα, σπίτια, βιβλία! Όλα από τους κορμούς των δένδρων, στο δάσος της Βοβούσας. Εκεί δούλευε και ο Στέργιος, παλικαράκι είκοσι χρονών. Ξανθός με μεγάλα γαλάζια μάτια που έκρυβαν μέσα τους όλη την δύναμη του Αώου. Χέρια σκληρά, καμωμένα από την φύση. Την ήθελε την Βγέρω, αλλά οι δικοί της την έταξαν αλλού.
Και τελικά, δεν γλίτωσε η γιαγιά Βγέρω. Έγιναν οι αρραβώνες και φυσικά και ο γάμος. Παρασκευή ξεκίνησε η διαδικασία, μαύρη Παρασκευή για την Βγέρω. “Έπιασαν” το προζύμι από το πρωί, για τις κουλούρες του γάμου. Ένα κανάτι με νερό έστεκε στο τραπέζι και έριχναν κέρματα, για τις γυναίκες που ζύμωναν. Έβγαλε η μάνα της, περήφανα, τα προικιά της και τα έστρωσε με προσοχή, να τα θαυμάσουν οι συγγενείς και φίλοι, που τα γέμισαν με χρήματα και καραμέλες. Για να έχει άνετη και γλυκιά ζωή το ζευγάρι. Και ύστερα έφθασε η Κυριακή και έφθασαν και οι καλεσμένοι με ένα λαγήνι κρασί και ο βλάμης την παρέδωσε στον γαμπρό. Και εκείνη χαμογελούσε, ενώ το μόνο που σκεφτόταν, να ανέβει σε ένα χάρτινο καραβάκι και να χαθεί στα νερά του ποταμού, αφήνοντας τα πάντα πίσω της.»
«Και τι έγινε με τον Στέργιο, μαμά; Τον ξέχασε;»
«Δύο μήνες μετά, η Βγέρω απελπισμένη, μπήκε στο δάσος της μαύρης Πεύκης και χάθηκε μέσα στην Βάλια Κάλντα. Πέρασε μία λίμνη γεμάτη νούφαρα και άκουσε τα πουλιά να κράζουν απειλητικά. Τα δένδρα κουνούσαν τα κλαδιά τους και την τρόμαζαν, σαν μάγισσες που την καταδίωκαν με τα κοκαλιάρικα χέρια τους. Τα κουκουνάρια έβγαζαν χίλια μάτια και την κοιτούσαν με μίσος. Τα φίδια σφύριζαν με μανία. Όλα εχθρικά. Και εκείνη, τόσο μόνη. Και τα δάκρυά της γίνονταν καυτή λάβα και δημιουργούσαν κρατήρες στο έδαφος, τεράστιες τρύπες που έπεφτε μέσα και το σκοτάδι την τύλιγε, σαν μανδύας που κολλούσε πάνω στο δέρμα της και της έκοβε την ανάσα.
Έφθασε με τα ρούχα της κομματιασμένα, σε έναν καταρράκτη. Μπροστά της μία μικρή λίμνη από τα νερά που ξεχύνονταν αχόρταγα και την τροφοδοτούσαν με μανία. Οι κεραυνοί έσκιζαν τον σκοτεινό ουρανό στα δύο. Κάθε αστραπή έκανε την καρδιά της να πάλλεται, οι φόβοι την κυρίευαν. Τους ένιωθε σαν εκατομμύρια μανιασμένα μυρμήγκια να ανεβαίνουν στα πόδια της, να συνεχίζουν στον κορμό και στο στήθος της, να τρυπώνουν μέσα στο κεφάλι της, από τα ρουθούνια και το στόμα και να φθάνουν σε κάθε σημείο του κρανίου της.
Απελπισμένη βυθίστηκε μέσα στο νερό της λίμνης. Το νερό την σκέπασε. Γρήγορες κινήσεις προς την επιφάνεια. Κουνούσε γρήγορα τα χέρια και τα πόδια της, ενώ το νερό την πήγαινε δεξιά και αριστερά, σαν ακυβέρνητο πλοίο. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, ενώ ταυτόχρονα μία αφύσικη ζέστη τύλιγε το κορμί της. Το νερό, δυνάστης και καταφύγιο μαζί, πάνω στο παγωμένο δέρμα της. Έχασε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Πότε πνιγόταν και πότε ένιωθε μία δύναμη μαγική να της δίνει ζωή από την αρχή. Ζωοδόχος δύναμη στις φλέβες της. Όταν βγήκε τελικά από την λίμνη, έμοιαζε με δαρμένο ζώο. Ένα ζώο ματωμένο και τρομαγμένο, που είχε δώσει μάχη για την ζωή του. Τα πόδια της, ήταν γεμάτα γρατζουνιές και τα χέρια της λες και είχαν τυλιχτεί πάνω τους εκατομμύρια δηλητηριώδη φίδια. Ξάπλωσε αποκαμωμένη στο υγρό χώμα. Πήρε μία βαθιά ανάσα, σαν να ήταν η πρώτη της ζωής της. Και άλλη μία. Προσπάθησε να βρει τον ρυθμό στην ανάσα της. Κρύωνε. Το σώμα της έτρεμε και πονούσε.
Την επόμενη ημέρα ξύπνησε στο σπίτι της. Ο σύζυγος της, είχε κοιμηθεί δίπλα της, ενώ η μητέρα της είχε μείνει μαζί τους, για να την φροντίσει. Νόμιζε πως τα όσα πέρασε, ήταν ένας εφιάλτης, ένα κακό όνειρο που την είχε ταλανίσει. Όμως ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Κάποιοι ορειβάτες την είχαν βρει και την είχαν κουβαλήσει, σχεδόν λιπόθυμη στο χωριό. Πίσω στην ονειρική φυλακή της. Έπρεπε να την είχαν αφήσει εκεί, δίπλα στην λίμνη. Συνήλθε μετά από μερικές ημέρες, που πέρασε αμίλητη, πίνοντας ζεστά βότανα, ξαπλωμένη στο συζυγικό κρεβάτι. Μάταια την ρωτούσαν πως βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση, στην καρδιά του δάσους. Δεν έδινε εξηγήσεις. Βαθιά μέσα της ήξερε πως ήθελε να χαθεί μία για πάντα.
Η καρδιά της σκίρτησε μόλις είδε το λουλούδι που είχε κόψει στην καρδιά του δάσους. Είχε διατηρηθεί αφύσικα καλά. Ο κόκκινος κρίνος. Το Lilium chalcedonicum . Το κρίνον το πορφυρούν, του Θεόφραστου. Τα κόκκινα πέταλα, έμοιαζαν σαν να αγκαλιάζουν την μοίρα της. Χαμογέλασε μόλις το είδε. Το έκρυψε κάτω από τα ρούχα της, σαν φυλαχτό.
Την επόμενη ημέρα, ήταν τελείως καλά. Πήρε το κόκκινο κρίνο και έτρεξε μακριά. Έπρεπε να βρει τον Στέργιο. Τον βρήκε καθισμένο, στο μυστικό τους σημείο. Στις όχθες του ποταμού, σε ένα απόμερο σημείο, που άνηκε μόνο στους δυο τους. Κοίταξε καλά τριγύρω, μήπως την είχαν ακολουθήσει και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Πόσο μου έλειψες! Ήθελα να πεθάνω. Δεν έχει νόημα μακριά σου η ζωή μου. Θα πέσω να πνιγώ στο ποτάμι.»
«Βγέρω μου. Βγέρω αγαπημένη. Έτσι το διάλεξε η μοίρα μας, να μην μπορώ να σε έχω. Αλλά πάντα μέσα μου σε κουβαλώ, πάντα δική μου είσαι. Όχι Βγέρω μου, τότε θα πεθάνω και εγώ.».
Και η Βγέρω του είπε πως χάθηκε στο δάσος, νεκρή ή ζωντανή, δεν ήξερε ακριβώς. Και την γύρισαν πίσω κάποιοι ορειβάτες, που έτυχε να την δούνε πεσμένη στο χώμα, δίπλα στην λίμνη. Και ανασκάλεψε τα φορέματα της και του έδωσε το δώρο της. Τον κόκκινο κρίνο. Την καρδιά της την ίδια.
Αλλά με μιας χλόμιασε ο Στέργιος, αντί να χαμογελάσει. Και ευθύς την ρώτησε που βρήκε το Τουρκάκι- έτσι λέγανε τον κόκκινο κρίνο οι περισσότεροι στο χωριό. Και η Βγέρω του αποκρίθηκε πως το βρήκε στην καρδιά του δάσους. Άλλαξε όψη ο Στέργιος, σκοτείνιασε η ματιά του. Της ζήτησε αμέσως να το πάει στο μέρος που το βρήκε, αλλιώς τρομερή κακοτυχία θα τους έβρισκε. Νόμιζε η Βγέρω πως της έκανε πλάκα, αλλά ο Στέργιος ακριβολογούσε. Η συγχωρεμένη η γιαγιά του, τον είχε προειδοποιήσει. Τίποτα δεν κάνει να ακουμπήσεις στο δάσος της μαύρης Πεύκης. Τίποτε δεν κάνει να πάρεις από την Βάλια Κάλντα!
Όσοι το είχαν τολμήσει, τους είχε κυνηγήσει κάποια τρομερή κατάρα. Είχαν ατυχήματα ή ακόμη χειρότερα, θάνατος τους εύρισκε. Η Βγέρω θύμωσε. Νόμισε πως ο Στέργιος την απαρνιόταν. Πως δεν ήθελε το δώρο της. Ίσως να είχε ερωτευτεί κάποια άλλη και της το έφερνε με τρόπο. Πήρε στα χέρια της τον κόκκινο κρίνο και τον έκανε κομματάκια, που τα σκόρπισε στον ποταμό Αώο, μπροστά της. Με μάτια βουρκωμένα, είδε τον άνεμο να παίρνει τα σκισμένα, κόκκινα φύλλα και να τα εξαφανίζει μέσα στο νερό. Χάθηκαν με μιας από μπροστά της και άφησε τον Στέργιο πίσω της και ξεκίνησε να τρέχει. Λαχανιασμένη, γύρισε στο σπίτι της και κλείστηκε μες το δωμάτιο της. Η μάνα της νόμισε πως το παιδί της έχει πια τρελαθεί και της έβαλε της φωνές να λογικευτεί, πριν γυρίσει ο άνδρας της από την δουλειά.»
«Και τι έγινε μετά, μαμά;»
«Την επόμενη ημέρα, ο Στέργιος είχε πάει για δουλειά, όπως πάντα με τον πατέρα του, στο νεροπρίονο. Είχε ένα φοβερό ατύχημα! Τον πλάκωσε ένας τεράστιος κορμός οξιάς και πέθανε ακαριαία. Το χωριό συγκλονίστηκε, αλλά πιο πολύ η Βγέρω. Από τότε, βυθίστηκε σε μία ανείπωτη θλίψη. Ήταν έγκυος σε εμένα, αλλιώς ποιος ξέρει αν θα ήταν ζωντανή σήμερα. Αφοσιώθηκε στα παιδιά της. Έμεινε στον γάμο της. Αλλά τα μάτια της δεν έλαμψαν ποτέ ξανά. Πάντα την ακολουθούσαν οι τύψεις, σαν Ερινύες, για τον χαμό του Στέργιου. Κατηγορούσε τον εαυτό της επειδή “έκλεψε” το λουλούδι, από το ιερό δάσος.»
«Δεν μου μίλησε ποτέ η γιαγιά για όλα αυτά μαμά.»
«Ούτε εμένα μου μίλησε ποτέ.»
«Και πως τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Βρήκα κάποτε, ένα τετράδιο κρυμμένο, στο μπαούλο με τα ρούχα της. Το άνοιξα και ήταν ημερολόγιο. Έλεγε την ιστορία της. Δεν της το είπα ποτέ. Αλλά τότε, έμαθα τον λόγο που τα μάτια της ήταν πάντοτε συννεφιασμένα και μελαγχολικά. Και τότε κατάλαβα τι έκανε τα βράδια.»
«Τι έκανε τα βράδια μαμά;»
«Έβγαινε αργά από το σπίτι, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί. Εκτός από εμένα που παραφυλούσα. Πήγαινε στο γιοφύρι του χωριού μας και έσκιζε κάθε ημέρα και μία σελίδα από το ημερολόγιο. Την έκανε χάρτινο καραβάκι και την έριχνε στα νερά του Αώου. Και έμενε εκεί μέχρι που χανόταν από τα μάτια της. Γυρνούσε σπίτι με τα μάτια υγρά. Και βυθιζόταν σε έναν ύπνο, δίχως όνειρα, σαν θάνατο.»
Η Βγέρω αναστέναξε μέσα από τον ύπνο της και άνοιξε τα μάτια της.
Τα χέρια της έτρεμαν και με φωνή βαθιά, είπε στην εγγόνα της.
«Να αγαπηθείς πρώτα και μετά να αγαπήσεις. Ταξίδεψε μακριά σαν τα νερά του Αώου. Φθάσε στην πιο ψηλή κορυφή της Βάλια Κάλντα. Ποτέ όμως, μην αγγίξεις κάτι που δεν σου ανήκει! Ποτέ!»
Βυθίστηκε πάλι σε ύπνο βαθύ η Βγέρω. Και πού και πού παραμιλούσε, για την νεανική αγάπη της, για την απώλεια, για την αγαπημένη της Μπαϊάσσα.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ-ΖΑΧΑΡΑΚΗ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος