ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ
Με γνήσια ποιητική φωνή και υποδόριο σθένος, η Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογιού μάς συστήνεται στη νέα ποιητική συλλογή της με τον τίτλο “Ο αντίλογος του ρόδου”, εκδόσεις “Χάρη Τζο Πάτση”, Αθήνα 2018.
Οι ποιητικοί αίολοι της Φ. Γ. ταξιδεύουν με ευφρόσυνους στίχους, δομούνται με τα γκέμια του ανέμου στην ιλαρότητα της πένας της και μας προσφέρονται με “του έρωτα και της ζωής χελιδονίσματα”. Μια ποίηση ηλιόψυχη και τριαντάφυλλη μάς χαιρετά με μαντήλι φαρόπλοιο, της νυφαυγής. Άλλοτε καλπάζουν οι φωτιές, άλλοτε οι σιωπές και άλλοτε οι νηφάλιες άνοιξες.
Ο μικρόκοσμος της Φ.Γ. αιωρείται μεταξύ ιδιωτικού και φυσικού κόσμου, ελάχιστα και δημοσίου. Το ποιητικό μετόχι της λυρικό, ευαίσθητο, με απλή, χυμώδη, οπτικοποιημένη γλώσσα, σφύζουσα από φως και ψυχικό δέος. Το ποίημα, θαρρώ, γράφεται με ολόκληρο τον εαυτό του ποιητή. Με ολάκερο το ιδιοσυγκρασιακό ταπεραμέντο της, με τη σφαιρικότητά της, με κρυφές ή φανερές ρωγμές, η ποιήτρια αναδεικνύεται ως η ποιητική περσόνα, που ακολουθεί την υδάτινη διαδρομή της στη ζωή μέσα από τη βροχή, τις παλίρροιες ή τους δυσρέοντες ποταμούς της, αλλά πάντα με την ευλογία του νερού, που καθαγιάζει και οδηγεί στην κάθαρση με το “κέρασμα της λησμονιάς και τον απόηχο της νιότης”.
Το φυσιολατρικό στοιχείο διάχυτο σε όλη την ποιητική ροή του βιβλίου. Η ποιήτρια με την ποιητική της ψυχή μελετά τις κινήσεις της φύσης, παρατηρεί και αφουγκράζεται το φυσικό τοπίο, το δανείζεται, το τιθασεύει και μας το ακουμπά στο χαρτί ως αλατισμένο στίχο. Με τη γραφίδα της ανατέμνει τη φύση, τη φωτίζει εκ νέου και την αφηγείται με σκηνογραφική μαεστρία σε επίπεδο ζωής και συναισθημάτων. Σε ένα ποίημα ποιητικής, όπως η ίδια η ποιήτρια μάς εξομολογείται, τη δημιουργία της την τρυγά από τα φύλλα στους αμπελώνες, από τον οίστρο της αλισάχνης, την ανιχνεύει στον ιδρώτα της θάλασσας, στις διαθλάσεις του φωτός και στο σελάγισμα της πανσελήνου καθώς ερωτοτροπεί με το πέλαγος. Η ίδια συνομιλεί με τον έρωτα με πολυπλόκαμους ανέμους, με τα τελευταία άστρα, με τα σκυθρωπά μυγδαλολούλουδα, συνυπάρχει με το θορυβώδες της θάλασσας, με τα νοσταλγικά μάτια της βροχής. Κι άλλοτε πάλι ονειρεύεται με τη φλύαρη ανεμώνα, συντάσσεται με το ξέσπασμα του ήλιου, με τα ασημιά νερά και πυρώνει η καρδιά της με τον αντίλογο του ρόδου.
Γράφει στη σελ. 38: “Σαν κλείνω τα μάτια/ακούω το θόρυβο/απ’ τους χυμούς των δέντρων/τον ήχο απ’ την άνθιση των φύλλων/τη μουσική των νιόθρεφτων καρπών./Μικρός ωτακουστής εγώ/στης γης το μεγαλείο/με το σιτοβολώνα μου/με το λιοστάσι μου/το πέλαο και τον ουρανό μου…” Και στη σελ. 35 διαβάζουμε: “Σμαραγδί μετάξι και χρώματα πολυτελή/τα εκτάρια της φύσης./Το όραμα της αθωότητας/χαρτί κρυμμένο στη διαφάνεια των φύλλων/κερνούσε τον περίγυρο ερωτογράμματα./ Πάλευκα χέρια/κρατούσαν πισθάγκωνα/το ξέσπασμα του ήλιου…” Μελετώντας το πόνημα τούτο, αξιώθηκα να κοινωνήσω μιας ιδιαίτερης αισθητικής εμπειρίας. Ο χρόνος, οι απώλειες, η αγάπη, το χρέος του ανθρώπου, η ειρήνη, η θάλασσα, η άνοιξη, η ποίηση, όλα σχολιάζονται με εξαίρετες αλληγορίες, σημάνσεις και μεταφορές. Μια αισθητική απόλαυση οι προσωπικές συνεπαγωγές, οι οριοθετημένες ανθρώπινες σχέσεις, οι παιάνες στον έρωτα και η εικονοποιία, που μας χαρίζει η ποιήτρια.
Η Φ.Γ. έχει βουτήξει στη ζωή, έχει προσλάβει τις επώδυνες συνιστώσες της και με εφαλτήριο τούτο το δομικό υλικό, ποιεί αναγκαία και ευρύχωρα. Τα εξωτερικά στοιχεία του σκηνικού της πάλλονται στο εσωτερικό της ποιήτριας και αντίστροφα. Μέσα από μια αίσθηση χαλαρότητας μάς οδηγεί σε συναισθηματικούς συγκείμενους προβληματισμούς ακόμα και όταν τα θέματά της είναι τετριμμένα και απορρέουν εύστοχα από την καθημερινότητα. Ανασύρουν στην επιφάνεια δυνατά μηνύματα και υποβόσκουσες ιδέες ενός ανάλαφρου σκεπτικισμού. Διαβάζουμε στη σελ. 66: “Μπλαβί επέτειος/πάλευκη θύμηση/υπαρξιακή παρουσία μηδέν./Απεργούν οι λεπτοδείκτες./ Εκτός υπηρεσίας οι λέξεις./Εγώ διάστημα σε ήχο πλάγιο./Τελεία εσύ σ’ άγραφο στίχο./Υπάρχεις;/Ένα κόμμα στα ζυγωματικά του χρόνου εσύ/μια περισπωμένη εγώ στο απόλυτο τίποτα./Υπάρχω; …” Και πιο κάτω στη σελ. 73: “Στα γεννοφάσκια των δρόμων/ο ιδρώτας κόσμου./ Σε κενοτάφια οι ελπίδες/προσπαθούν να γκρεμίσουν/το τείχος της άπνοιας/να εγκλωβίσουν τις σελίδες του τρόμου…”
Επιστρέφει πίσω στο χρόνο, ταξιδεύει νοσταλγικά στις ρίζες της, στο πρώτο σπιτικό της με τα κλειστά παραθυρόφυλλα, αναζητά απεγνωσμένα, πρόσωπα και καταστάσεις γνώριμα και οικεία, μα όλα υπάρχουν στη δίνη της σιωπής. Οι δρόμοι της ποιήτριας ταυτίζονται με τα σοκάκια του τόπου της, διασταυρώνονται με τα μονοπάτια της φύσης, γίνονται ένα με τους παλμούς της και ρέουν ζωντανοί στις πυροκόκκινες φλέβες της.
Διαβάζουμε στη σελ. 46: “…Το σπίτι που μεγάλωσα/έβαλε σύρτες στα όνειρα/φραγή στις επισκέψεις./ Καταφύγιο χελιδονιών οι εποχές του./ To σπίτι που δεν ξέχασα/με ψάχνει στον ύπνο μου/με σκεπάζει τις νύχτες/και με φωνάζει με τ΄όνομά μου…” Σε α, β ή γ πρόσωπο η ποιητική αφήγηση, με χρήση αρκετών ή και όχι ρημάτων και με πολλά στοιχεία προφορικού λόγου, η ποιήτρια με εξομολογητικό ύφος διαλέγεται με το παρελθόν, αποκωδικοποιεί το παρόν και αφουγκράζεται αισιόδοξα το μέλλον. Διαβάζουμε στη σελ. 42 στο ποίημα με τον τίτλο ” Όνειρα πάνω στα όνειρα”: “… Αύριο/ θα ξαπλώσω/σ΄ ένα παγκάκι της θάλασσας/ θα οδοιπορήσω στα παλιά/ θα ξεναγηθώ στα μελλούμενα…” Σε άλλο σημείο φορά το πουλόβερ της ειρήνης και ανατρέχει στους ποιητικούς φάρους, στο ποιητικό σεντούκι του Πάμπλο Νερούντα και στο δισκοπότηρο της λεύτερης σκέψης του Νίκου Καζαντζάκη.
Η μνήμη, διάχυτο επίσης στοιχείο στην ποιητική συλλογή της Φ.Γ, σε πολλά σημεία καθίσταται φως, αλλού την οδηγεί σε προσωπικές χαράδρες, με τις πτώσεις να μετατρέπονται σε ανυψώσεις, με μια γραφή χωρίς να προσκρούει στα χαλινάρια της άγονης καθημερινότητας, με μια ενδοσκόπηση στα κράσπεδα της ψυχής της, που την αποζημιώνει όμως με της ελπίδας τα νάματα. Ο πόνος με τις πολλές αποχρώσεις του, εκτίει την ποινή του, σφυρηλατείται, δαμάζεται. Είναι το δικό της κάλεσμα για την αποδοχή της ζωής και η ποίηση είναι η άμυνα που προπορεύεται της λύτρωσης. Η ίδια η ποιήτρια θαρρώ, ακόμα και όταν οδηγείται μέσα στο πηχτό σκοτάδι της, κατέχει με δεξιοτεχνία, να φέγγει και να τίκτει, να τίκτεται και να μετουσιώνεται πότε σε λυγμό από τα ανοιχτά τραύματα, πότε σε γόνιμη ύλη και πότε μέσα από προσωπικό αγώνα σε μέταλλο φθόγγο.
Οι ανθρώπινες ανησυχίες της εκπέμπουν έναν ντελικάτο και ελεγχόμενο λυρισμό. Ο λόγος της μετατρέπεται σε εικαστική ύλη. Ο υπαρξιακός και ακάματα γραδαρισμένος προσανατολισμός της ποιήτριας πάλλεται μεταξύ του ονείρου και της κάλπικης πραγματικότητας. Η απώλεια των χαμένων στιγμών αναπληρώνεται μέσω της ποίησης με τη μνημόνευση, με τη δύναμη της συντήρησης. Η αγάπη γίνεται ποίηση και η ποίηση μνημονεύει την αγάπη. Εξυψώνεται η αγάπη, οι λέξεις με το βιωματικό τους υπόστρωμα αναλαμβάνουν το συναισθηματικό της φορτίο και ανιχνεύουν τον ενδότερο άνθρωπο.
Διαβάζουμε στη σελ. 25: “…Με σκιρτήματα αγάπης ζωσμένη/ακροστιχίδα γινόταν που υμνούσε το φως./Γνωμικά ανθοφόρα/ στις στράτες του κόσμου/ρήσεις στις δίπλες των ποταμών./ Στη σοροκάδα/άφηνε τα χνάρια της η ποίηση/στου γραίγου την εμπροσθοφυλακή/ τα τρίστιχα γεννιόνταν…” Ακόμα και τα πιο ανυποψίαστα ποιήματα, με μυρωδιές σμίλης ψηλαφίζουν, ενδοσκοπούν τον άνθρωπο, κινούνται ανάμεσα σε θραύσματα και λειτουργούν επιδέξια και στις φευγαλέες εντυπώσεις και στις παροδικές διαθέσεις.
Μια πηγαία κρήνη, μια ποδηλάτισσα η ποιήτρια, που τραβά την προσωπική της ανηφόρα με τις πεταλιές της ψυχής της. Αφήνει πίσω της το “δαμασκηνί παράπονο” και πορεύεται με “φερέλπιδες νότες”.
Ένα σκαρί καλοπόρευτο ο ποιητικός νους της Φ.Γ., που κατέχει στα χέρια της το χρίσμα της ταπεινότητας και το αξιοποιεί σε θαρραλέους στίχους.
Αν και πέρασαν χρόνια και ποτέ δεν ομολόγησε πως έβαλε κρυφά λίγη άνοιξη στο τσεπάκι της, την είχαν προδώσει όμως προ καιρού τα πoιητικά της λουλούδια με τις ευωχίες της ψυχής της.
Την είχε προδώσει η ανοιχτή φλέβα της ποίησης με τον ασύννεφο τελικά ουρανό της, με του ρόδου της τον αντίλογο.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Αθήνα 12/5/2019