Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για εμένα.
Ω Θεέ μου! Τραίνο δε με πάτησε, αλλά τα σωθικά μου και πάλι διαλύθηκαν. Σα μαχαίρι πονάει η πληγή, μαχαίρι μπήκε στο σώμα και τα όργανά μου; πλέον μπορώ να μετρήσω όλα μου τα οστά και οι νεφροί μου έχουν συνθλιβεί.
Μέσα τους μπήκε με δύναμη και σφοδρότητα, δεν έδειξε κανένα έλεος.
Και ενώ έβλεπε πως μάτωνα, ακόμα πιο βαθιά έμπαινε και με έσφαζε στα δύο.
Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για εμένα. Πόση ντροπή αισθάνθηκα όταν συνειδητοποίησα πόσο εύκολα λένε «σε αγαπώ» οι άνθρωποι!
Όσο και αν προσπαθούσα, ό,τι και αν έκανα. Όλα άσχημα, όλα λειψά, όλα μισά, όλα στραβά. Και όσο περισσότερη ψυχή έβαζα, τόσο περισσότερο αναπάντητα έμεναν τα αιτήματά μου και άδεια η αγκαλιά μου. Σαν παιχνίδι αισθάνομαι πεταμένο στον κάλαθο με τα άχρηστα, τώρα η νύχτα κατοικεί μόνιμα στην ημέρα μου. Φίλοι μου έγιναν τα λουλούδια και οι γάτες του κήπου εκείνες οι φίλες στις οποίες μιλάω και αισθάνομαι πως με καταλαβαίνουν καλύτερα από ανθρώπους.
Οι φίλοι μου θυμώνουν μαζί μου επειδή δε θέλω να μιλάω για αυτό; Έγινα συζήτηση των γειτόνων διότι με βλέπουν με κυρτωμένη ράχη και χαμηλά το κεφάλι μου να περπατώ.
Και εκεί που αισθανόμουν πως ο χρόνος τρέχει και δε φτάνει, ήρθε η θλίψη και μέτρησε ακόμα και τα δευτερόλεπτα. Και εκεί που δεν ήθελα οι λεπτοδείχτες να τρέχουν τόσο γρήγορα, εκεί άρχισα να ζητάω και να εύχομαι να μην κολλούσαν τόσο επίμονα και να μην ήθελαν με τίποτα να προχωρήσουν.
Και εκεί που μισείς καταλαβαίνεις μόνο πως αγαπάς περισσότερο; δεν μπορείς να μισείς όταν τόσο ακόμα αγαπάς. Και η λήθη αρνείται πεισματικά να καταχωνιάσει εκεί την πληγή σου; θέλει να στη θυμίζει παντού, απολαμβάνει σαδιστικά το ότι εσύ πονάς. Περπατάς στο δρόμο και κάθε αγκαλιά σου θυμίζει αυτό που θέλεις τόσο αλλά δεν μπορείς να το κρατήσεις στη δική σου.
Και μέσα στα οστά σου που έχουν συνθλιβεί, βλέπεις ξανά έναν φοίνικα που προσπαθεί να αναγεννηθεί. Και αυτός είναι ο εαυτός σου. Δώσε του εσύ την αγκαλιά που σου αρνήθηκαν, επιτέλους…
ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ