… στους γονείς μου Καλλιόπη και Λευτέρη
Μούσα, το νου μου φώτισε και δώσε μου τη γνώση
να πω και να αφηγηθώ για περασμένες μέρες
για πράματα σημαντικά και για σπουδαίες πράξεις
θεών κι ανθρώπων, εποχής παλιάς και ξεχασμένης.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Στις περασμένες άνοιξες, στα βάθη εκεί του χρόνου 5
που οι άνθρωποι ήταν άγριοι ακόμα, δίχως γνώση
και ζούσαν μέσα σε σπηλιές, τρώγαν ωμό το κρέας
όμοιοι με ζώα στη λαλιά, δίχως αρχές και νόμους
η δυστυχία βασίλευε και η κακιά η ώρα.
Κακόμοιρη, άθλια γενιά, χωρίς καμιάν ελπίδα. 10
Των άγριων ζώων η βορά και του καιρού το θύμα
παράδερναν και σέρνονταν στο’ να και στ’ άλλο μέρος
νομάδες απολίτιστοι, απ’ τους θεούς ριγμένοι.
Εκεί λοιπόν εφάνηκε Τιτάνας δοξασμένος
του Ιαπετού ο πρώτος γιός, της Θέμιδας καμάρι
ο Προμηθέας ο σοφός, ο συνετός σε όλα.
Λυπήθηκε τον άνθρωπο, τη μοίρα την κακιά του
κι από το Δία ζήτησε να δώσει, να χαρίσει
σ’ αυτούς τους άθλιους τη φωτιά, να τους εκπολιτίσει
να δουν το φώς, τη ζεστασιά, το νου τους να πλουτίσουν 20
να κάνουν τη ζωή γλυκιά, τα πάθια τους να πάψουν.
Κι ο Δίας αφού το σκέφτηκε αυτά τα λόγια είπε:
«Τιτάνα εσύ, άξιε γιέ, απ’ όλους πιο γενναίε
σωστά και όμορφα τα λές μα λησμονάς ετούτο.
Αν δώσω τη φωτιά σ΄ αυτούς, τη δύναμη της φύσης
του Ηφαίστου θ’ αποκτήσουνε την μυστική την τέχνη
την άξια αυτή υπεροχή το μέταλλο να λιώνουν
σχήμα να δίνουν στο χαλκό, το σίδερο να σπάνε.
Και είναι αυτό σημαντικό και σίγουρα να ξέρεις
πως όποιος δύναμη κρατεί στο χέρι του της φύσης 30
θα πρέπει να έχει και μυαλό και σύνεση περίσσια
για να μην στρέψει στο κακό τη δύναμη την τόση
μα στο καλό να κρατηθεί και φρόνιμος να δείξει.
Πως ξέρω εγώ πως δεν θα ‘ρθούν μια μέρα του Ολύμπου
την τιμημένη την κορφή να κάνουνε δική τους
και να πατήσουν των θεών την άγια κατοικία;
Πώς να εμπιστευτώ λοιπόν στου ζώου αυτού το χέρι
την παντοδύναμη φωτιά, την άξια κόρη του ¨Ήλιου.
Είναι ένας λόγος που κρατάει από παλιά και λέει:
«Ο άνθρωπος παίρνει το καλό μα το κακό γυρίζει». 40
Αυτό λοιπόν φοβούμαι εγώ μη πάθω από τούτους.
Ασ’ τους στο σκότος τους να ζουν, εκεί να βολοδέρνουν
κι εμείς να ‘μαστε ήσυχοι και με λαφρύ κεφάλι
δίχως προβλήματα πολλά , χωρίς περίσσιες έγνοιες.»
Κι ο Προμηθέας δαγκάθηκε σαν άκουσε τα λόγια
του κοσμοσείστη, του θεού που ξέρει να τα λέει.
Την κεφαλή του έσκυψε κι απ’ το βουνό εκατέβει
με ένα βάρος στην ψυχή που αυτή του προκαλούσε
του ανθρώπου η μοίρα η σκληρή και η φτωχή ζωή του.
Σχέδιο εκίνησε λοιπόν να φτιάνει το μυαλό του, 50
πως τη φωτιά να κλέψει ευθύς απ’ του Ήφαιστου τον οίκο
και στους ανθρώπους να διαβεί για να τους τη χαρίσει.
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Και μία νύχτα το λοιπόν που ήταν χωρίς φεγγάρι
κι έλειπ’ ο Ήφαιστος μακριά, στη Λήμνο που αγαπούσε
ο Προμηθέας σκαρφάλωσε στο πύρινο εργαστήρι
και τη φωτιά τού έκλεψε με πονηριά και χάρη.
Κούφιο βλαστό είχ’ έτοιμο, νάρθηκα που τον λένε
κι εκεί αμέσως τη φωτιά έκρυψε μην τη δούνε
απ’ του Ολύμπου την κορφή οι θεοί που όλα τα βλέπουν
μέχρι να φτάσει στον ιερό τόπο της Σικυώνας 60
κι εκεί να δώσει τη φωτιά σε δυνατούς ανθρώπους
που πίστεψε πως θα μπορούν να εκμεταλλευτούνε
με σύνεση και με μυαλό κι άλλη ζωή να φτιάξουν
να δουν το φως και να χαρούν, παιδιά να μεγαλώσουν
τίμια, ωραία και σοφά να ζήσουν στους αιώνες.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΤΡΕΛΑ
Γελάστηκε όμως ο καλός και συνετός Τιτάνας.
Ο Δίας είχε δίκαιο και τα σοφά του λόγια
δεν άργησαν να αποδειχθούν πως ήτανε αλήθεια.
Οι άνθρωποι με της φωτιάς τη δύναμη στα χέρια
σαν ζεσταθήκαν και φαΐ φάγαν μαγειρεμένο 70
και φτιάξανε τα σπίτια τους και ζούσαν πια σε πόλεις,
τον πόλεμο αρχινήσανε, την τρέλα τη μεγάλη
που λέει πως ο δυνατός σκοτώνει τον καημένο
που όπλα αυτός δεν έφτιαξε μα εργαλεία έχει
τη γή να σκάβει και καρπούς από αυτή να παίρνει.
Πόλεμος ‘πά σε πόλεμο , μάχη απά στη μάχη.
Κομμένα μέλη και μυαλά στο χώμα εκεί χυμένα
σώματα ακέφαλα, γυμνά, παλικαριών ωραίων
που δίχως λόγο κι αφορμή, παρά για λίγα μέτρα
εύφορη γη, ή ένα βουνό ή μια μικρή πεδιάδα 80
αυτά αλληλοσκοτώνονταν, στου εγωισμού την τρέλα
στον άθλιο αυτό βωμό που λέγετε εξουσία.
Κι η τρέλα αυτή παράγινε, χιλιάδες οι ανθρώποι
που βρήκαν θάνατο σκληρό απ΄ αδερφού το χέρι
και άλλοι τόσοι που άδικα πεθάναν στους πολέμους
που οι άρχοντες σκαρφίζονταν για να πληθύνουν κι άλλο
τα πλούτη και τη δύναμη που μόνο οι θεοί αξίζουν.
Γιατί του ανθρώπου η ζωή κάποτε τελειώνει
και όσα πλούτη και καλά αυτός κι αν συσσωρεύει
δεν την γλυτώνει την βολή του δίκαιου θανάτου 90
όπου τον πλούσιο απ΄ τον φτωχό αυτός δεν ξεχωρίζει
είτε ζητιάνο ή βασιλιά, είτε γυναίκα ή άντρα
μα όλους τους παίρνει τελικά στη σκοτεινή αγκαλιά του
κι αφήνουνε ξωπίσω τους χτήματα και παλάτια
για να ρημάξουν, να φθαρούν, να γίνουν σκόνη γκρίζα
στου χρόνου τις μυλόπετρες και στου καιρού τ’ αλώνι.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
Κι από ευκολία, η φωτιά, παράλλαξε σε φρίκη
όταν σε άμυαλων κορμιών τα χέρια αυτή εβρέθη
και από δώρο των θεών κατάντησε κατάρα.
Έτσι χειρίστηκε λοιπόν το δώρο αυτό το θείο 100
ο άνθρωπος κι αντί καλό μες το κακό βουτήχθει.
Κι έτσι οι θεοί τιμώρησαν τον συνετό Τιτάνα.
Στου Καύκασου απάνω την κορφή τον έδεσεν ο Δίας
με αλυσίδες άσπαστες φτιαγμένες απ’ του Ηφαίστου
το μαύρο χέρι που ήξερε πολύ καλά να δένει
με φλόγα και με σίδερο, με δύναμη κι ατσάλι.
Και τον αετό του έβαλε ο συγνεφοσυνάχτης
του Προμηθέα του άπιστου να τρώει το συκώτι
καθώς αυτό μεγάλωνε. Κι είναι μαρτύριο τούτο
όπου δεν έχει τελειωμό, δεν σταματάει ποτέ του 110
γιατί όλοι ξέρουν πως αυτό το όργανο του ανθρώπου
πλάθετ’ αέναα και ποτέ δεν παύει να γεννιέται.
Έτσι λοιπόν υπέφερε κει πάνω ο Προμηθέας
κι αντί από το δώρο του, δώρο να του γυρίσει
μαύρο μαρτύριο του ‘τυχε, σκληρό και δίχως τέλος.
Ο ΛΥΚΑΟΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ
Έτσι περνούσαν οι καιροί, διαβαίνανε οι χρόνοι
κι ο άνθρωπος χειρότερος γινότανε απ’ τα πρώτα.
Πληθώρα όπλων έφτιαξε από σίδερο κι ατσάλι
για να σκοτώνει πιο καλά αδερφός τον αδερφό του
και οι θεοί ανησύχησαν μην και τυχών τους έβρει 120
τέτοια μεγάλη συμφορά να μην μπορούν να βάλουν
τον άνθρωπο στη θέση του κι αυτός τους καβαλήσει
τους κατεβάσει απ΄ το θρονί τ΄ αργυροκαρφωμένο
που για αιώνες κάθονται και κυβερνούν την πλάση.
Έτσι λοιπόν ο Φίξιος, του Κρόνου ο γιός , ο Δίας
στο κόσμον εκατέβηκε και με μορφή ανθρώπου
στο πλήθος αναμίχτηκε, καθώς συνήθεια το ‘χε
να ελέγξει αυτά που γίνονται, να ξέρει από μέσα
ο κόσμος πως πορεύεται, γνώμη να σχηματίζει
από πρώτο χέρι, μη έχοντας ανάγκη αυτός καμία 130
μαντατοφόρων τη βουλή, δεύτερου λόγου κρίση.
Και φυσικά πάντα άδραχνε την πρώτη ευκαιρία
όντας μακριά απ’ τον οφθαλμό τον άγρυπνο της Ήρας
κρυφά παρθένες να πλανά και να διασκεδάζει.
Σε τούτη όμως τη φορά ο δρόμος του τον πήγε
στον οίκο του Λυκάονα, στης Αρκαδίας τα μέρη
και σαν ικέτης έφτασε μπρός στ’ αψηλό παλάτι
φιλοξενία ζητώντας του ως ήταν το συνήθειο
για όλους τους ταξιδευτές, που ο ήλιος σα βουλούσε
έπρεπε να κουρνιάσουνε και ζεστασιά να βρούνε 140
στο όνομα του Ξένιου, των ικετών προστάτη.
Του Πελασγού λοιπόν ο γιός, πενήντα γιών πατέρας
στο σπίτι του τον έμπασε μα δεν του καλοφέρθει
όπως σε ικέτη άρμοζε, παρά τον παραπέταξε
σε μια γωνιά μονάχο και οίνο άκρατο άρχισε
να πίνει με τους γιούς του από κροντήρια βαθουλά.
Κι εκεί προς τα μεσάνυχτα, πά στο σκληρό μεθύσι
με βία τον ετράβηξε στης αίθουσας το κέντρο
και με περίσσιο του ‘λεγε θράσος αυτά τα λόγια:
«Εσύ που βρέθηκες εδώ τη μαύρη τούτη νύχτα 150
επικαλούμενος αυτόν τον μπαγαπόντη Δία
που ούτε γάτα θηλυκιά δεν έχει αφήσει δίχως
να της γεμίσει την κοιλιά μ’ ένα ακόμα τέκνο
κι ενώ οι πομπές του είναι γνωστές στα πέρατα του κόσμου
όλους τους άλλους με πυγμή κρίνει και κατσαδιάζει.
Ακούω το λοιπόν, για πέ, τι η όρεξη σου ορίζει;
Γουρούνι θές στο κάρβουνο ή προτιμάς μοσχάρι
ή μήπως θέλεις ελαφιού απ’ το μηρό κοψίδι;
Να πώ να φέρουν και κρασί γλυκό από τη Θάσο
και δύο δούλες στο λουτρό να σε αλείψουν λάδι; 160
Πες μου τι θές κι εγώ ευθύς μπροστά σου θα το φέρω.»
Κι οι γιοι του εγελούσανε, τα δόντια τους εδείχναν
και με κουβέντες πρόστυχες τον ξένο περιπαίζαν.
Κι αυτός τους είπε σιγανά με το κεφάλι κάτω
ότι το μόνο που ζητά είναι μια κούπα σούπα
το είναι του να ζεσταθεί να ισιώσει το κορμί του.
Μα ο Αρκάδας βασιλιάς δεν ήξερε ο καημένος
ποιόν είχε μπρός του κι έβριζε κι άτιμα τού φερόταν.
Ούτε κι οι γιοί του φυσικά καμιάν ιδέα είχαν
ότι ο πατέρας των θεών ήταν αυτός που τώρα 170
μια σούπα τους εζήτηξε, τίποτα παραπάνω.
Και ο Λυκάων ξαφνικά καλεί έναν απ’ τους γιούς του
τον Νύκτιμο, που ήτανε ο πιο μικρός στα χρόνια
μα μυαλωμένος, συνετός κι ο πιο όμορφος απ’ όλους.
Στην κλίνη του τον βρήκανε γιατί δεν ήταν φίλος
αυτός με το κρασί πολύ, ούτε με το ξενύχτι.
Κι αφού στη σάλα φάνηκε όλοι τον κοροϊδεύαν
σαν πήγε αυτός και έριξε μία βαριά κουβέρτα
πάνω στην πλάτη τη γυρτή του άμοιρου ικέτη
κι αρχίσαν να τον βρίζουνε κι αισχρά να τον μπρογκάνε 180
να τον χτυπάνε με γροθιές, με πόδια και με χέρια
γιατί η ζήλια θόλωνε τον μεθυσμένο νου τους
και η κακία κέρδιζε τη σκοτεινή ψυχή τους.
Και ο Λυκάονας, αυτός, ο άκαρδος πατέρας
αντί να πάει να του σταθεί, να τον υπερασπίσει
απάνω εσηκώθηκε με μάτια που γυαλίζαν
και το μαχαίρι πού ‘κοβε και έτρωγε το κρέας
πήγε και το ‘μπηξε βαθιά στου Νύκτιμου τα σπλάχνα.
Ώρα έτσι αυτός αργόσβηνε και έτεινε το χέρι
σα να ζητούσε απ΄ τον φτωχό ικέτη ικεσία. 190
Σα να μην έφτανε αυτό διέταξε δυο δούλους
αυτός ο ανάξιος βασιλιάς, ο άθλιος πατέρας
να κομματιάσουν το νεκρό και μέσα σε καζάνι
να βράσουν το κορμάκι του και σούπα έτσι να φτιάξουν.
Και πήγε και εκοίταξε τον Δία μες τα μάτια.
«Σε λίγο θα’ ναι έτοιμη…» είπε μ΄ αλαζονεία
«η σούπα σου ικέτη μου και μη στενοχωριέσαι
για τα καλά θα ζεσταθεί το είναι σου πια τώρα.»
Του Κρόνου ο γιός δεν άντεξε άλλο πια να σωπαίνει
και να κρατάει μέσα του, τόσο θυμό στα στήθια. 200
Έβγαλε την κουκούλα του και πέταξε την κάπα
και σ’ όλους αποκάλυψε την γνήσια θωριά του
αφού κανένας άλλωστε δε θα ‘βγαινε απ΄ το χώρο
στα δυό του πόδια, για να πει τι είχε δει εκεί μέσα.
Γιατί πολύ σημαντικό για τους θεούς αυτό ‘ναι
ποτέ θνητός να μην βρεθεί στο χώρο όπου θα πάρουν
τη γνήσιά τους τη μορφή, τη θεϊκή τους όψη.
Όλους λοιπόν τους σκότωσε ο θυμωμένος Δίας
κι επέστρεψε στο θρόνο του μ’ ένα μεγάλο βάρος
γιατί βαθιά του γνώριζε πως έπρεπε να δώσει 210
τέλος σ’ αυτό το σκοτεινό και μιαρό παιχνίδι
που ο άνθρωπος ξεκίνησε κάμποσα χρόνια τώρα.
Ο ΔΙΑΣ ΤΙΜΩΡΟΣ
Ο Ζευς λοιπόν, του Κρόνου ο γιος, του κεραυνού ο κύρης
συμβούλιο εσυγκάλεσε στου Ολύμπου το παλάτι
για να μιλήσει στους θεούς, να τους ανακοινώσει
πως αποφάσισε ευθύς να λείψει αυτό το γένος
από της γης το πρόσωπο. Με μιάς να αλαφρώσει
η πλάση από το κακό και να ξανά αρχίσει
με νέα πνοή μια άλλη γενιά, καλύτερη από τούτη.
Κι ο τρόπος που θα έκανε αυτή τη σκέψη έργο 220
ήτανε με κατακλυσμό. Μες το νερό να πνίξει
του ανθρώπου αυτό το αχάριστο και ξιπασμένο γένος
κι έτσι να καθαρίσει ο κόσμος από τη βρωμιά.
Θορυβηθήκαν οι θεοί και κάποιοι είπαν πως πρέπει
λίγο να το ξανασκεφτούν γιατί μέσα στο πλήθος
ήταν και κάποιοι άνθρωποι, τίμιοι και μετρημένοι
και πως θα ήταν άδικο όλους να τους στερήσουν
το φώς, μη δίνοντας σ’ αυτούς μια τίμια ευκαιρία.
Ο Δίας διαφώνησε και έπαψε ν’ ακούει
λέγοντας πως δεν είν’ σωστό να ξεχωρίσουν τώρα 230
τον άνθρωπο απ’ τον άνθρωπο, την πράξη από την πράξη
γιατί όλοι το γνωρίζουνε κι όλοι καλά το ξέρουν
πως για την πράξη την κακιά δεν φταίει μόνο ένας
αλλά πως φταίνε όλοι μαζί, στο τέλος σαν αυτή νικά
κι αυτή υπερισχύει στου κόσμου πάνω τη σκηνή.
Κατακλυσμός ήταν λοιπόν η απόφαση που πήρε
κι ουδείς ετόλμησε σ’ αυτό αντίσταση να φέρει.
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ
Το μυστικό κρατήθηκε καλά μα όπως συνήθως
έτσι κι εδώ χρειάστηκε της Μοίρας το παιχνίδι 240
για να σωθεί ένας άνθρωπος απ’ των θεών την κρίση.
Στου Προμηθέα το αυτί έφτασε το μαντάτο
που ήταν δεμένος δυνατά στον βράχο του Καυκάσου.
Το γιό του θέλησε λοιπόν να προστατέψει ο δόλιος
τον Δευκαλίων, τον σοφό της Θεσσαλίας αφέντη
μα να κουνήσει αδύνατον ήταν από τον βράχο.
Τη θεϊκή του έβαλε λοιπόν αξία να λειτουργήσει
και μέσα στ’ όνειρο του γιού του εβρέθει να του λέει:
«Καλέ μου γιέ θα πρέπει ευθύς να σηκωθείς, ν’ αρχίσεις
να φτιάξεις λάρνακα γερή που ανάγκη να μην έχει 250
απ’ του κυμάτου την ορμή και της βροχής τη βία.
Ξύλο απ’ άγριο έλατο να βάλεις για καρίνα
σφιχτά να δέσεις τους αρμούς, να την καλαφατίσεις
πίσσα να ρίξεις κι έπειτα στον ήλιο να στεγνώσει
και δέρμα, επένδυση καλή να βάλεις από μέσα.
Και σαν τελειώσεις, με νερό και φαγητό περίσσιο
προμήθευσε τ’ αμπάρι αυτό που μέλει να σε σώσει
και σε και τη γυναίκα σου απ’ το θυμό του Δία.
Γιατί αποφάσισεν αυτός του ανθρώπου να τελέψει
τη κακομοίρα τη γενιά και όλους να τους πνίξει 260
μές σε βαθύ κατακλυσμό που θα κρατήσει μέρες.
Γι’ αυτό λοιπόν εδώ έρχομαι μέσα στο όνειρό σου
κι όταν ξυπνήσεις μη θαρρείς πως ένα όνειρο ήταν
όπως αυτά που φεύγουνε, περνούνε και ξεχνιούνται
μα όραμα σημαντικό και πρέπει να τηρήσεις
τις οδηγίες που σού ‘δωσα αν θές λύτρωση να’ βρεις.
Και για σημάδι απόδειξης αυτού που προφητεύω
πάρε το γύρισμα αυτό το ξαφνικό του ανέμου
αύριο κατά την ανατολή που από Νοτιάς που είναι
Ζέφυρος θα ‘ρθει δυνατός, θα σκοτεινιάσει η πλάση 270
κι ευθύς απ’ το βοριά θα ‘ρθεί με δύναμη μεγάλη
σμήνος κοράκια μελανά κράζοντας κι αλυχτώντας
και στα ερείπια του ναού του Κρόνου, τα αρχαία
που πριν το Δία πίστευαν οι ανθρώποι και τιμούσαν
με δύναμη θα πέσουνε κι αίματα θα γεμίσει
τοίχος και χώμα και βωμός κι όλος ο τόπος γύρω
απ ‘των πουλιών το θάνατο πά στη σκληρή την πέτρα.
Σημάδι της καταστροφής που θα’ ρθει, είναι καθάριο
αυτό που αύριο την αυγή εμπρός σου θ’ αντικρίσεις.
Πίστεψε γιέ μου τ’ όνειρο και μην το αψηφήσεις 280
γιατί από σένα κρέμεται του κόσμου όλο το μέλλον.»
είπε κα χάθηκε αργά στου χρόνου την ομίχλη.
Ο Δευκαλίων τινάχτηκε απάνω ιδρωμένος
και η καρδιά του βάραγε ως το σφυρί τ’ αμόνι
σαν είδε μπρος του καθαρά την ιερή φιγούρα
του ακριβού πατέρα του, του άξιου Προμηθέα.
Βρέθηκε ευθύς στα πόδια του και από το σπίτι εβγήκε
γιατί ο ήλιος έρχονταν κι έπρεπε να προλάβει
να δει αν πράγματι έστεκε η προφητεία που του ‘πε
στον ύπνο του ο πατέρας του ή αν ήταν του μυαλού του 290
μία ακόμα ψεύτικη ονειροφαντασία.
Κι αλήθεια, στον ορίζοντα μόλις εφάνη ο ήλιος
ο άνεμος σαν από εντολή άλλαξε την πορεία
και ξαφνικά από Νοτιάς γύρισε προς τη Δύση
κι ο ουρανός σκοτείνιασε κι η φύση εβουβάθει.
Μες τη σιωπή λοιπόν αυτή ακούστηκε απ’ τα βόρεια
κρωγμός κακός από πουλιά που ερχότανε με φόρα
μαύρα σαν πένθιμη πομπή, προμήνυμα θανάτου.
Δύο φορές επέταξαν τριγύρω από του Κρόνου
τον ξεχασμένο το ναό και ύστερα με βία 300
πάνω στον τοίχο έπεσαν γεμίζοντας με αίμα
τις πέτρες και τα μάρμαρα κι όλον τον τόπο γύρω.
Τότε λοιπόν ο βασιλιάς της Θεσσαλίας ο πρώτος
εκεί που ήταν γονάτισε κι αυτά τα λόγια είπε:
«Πατέρα τιμημένε μου, σ’ ευχαριστώ και πάλι
που έτσι με προφύλαξες από τον μαύρο χάρο.
Τις οδηγίες ακλουθώ κι ότι ακριβώς μου είπες
θα κάνω κατά γράμμα εγώ και θα τιμώ για πάντα
την ιερή τη μνήμη σου, την άγια μορφή σου.»
Τη σύζυγό του ξύπνησε, την όμορφη την Πύρρα 310
κι αφού την όρκισε σφιχτά ποτέ μη φανερώσει
το ακριβό το μυστικό, της είπε για το τέλος
που ετοιμάζαν οι θεοί να φέρουν στους ανθρώπους.
Αυτή με κλάμα δέχτηκε το μαύρο το μαντάτο
και γύρισε στον άντρα της κι αυτά τα λόγια του’ πε:
«Άντρα καλέ μου κι ακριβέ, σοφέ μου Δευκαλίων
ότι ζητήσεις πρόθημα εγώ θα σου χαρίσω
να βοηθήσω όσο μπορώ στη δύσκολη δουλειά σου
κι ας μας συντρέξουν κι οι θεοί εμείς να μη χαθούμε
να συνεχίσουμε άξια το γένος των ανθρώπων.» 320
Χάρηκε ο Δευκαλίων της όμορφης σαν άκουσε
γυναίκας του τα λόγια και η ψυχή του φτέρωσε
γιατί είχε αυτή παγώσει από του τρόμου τη γροθιά.
ΚΙΒΩΤΟΣ
Η Πύρρα τού’ δωσε λοιπόν μπαλτά καλοβαλμένο
ολόχαλκο και δίστομο, που του’ ρχονταν στη χούφτα
κι ένα σκεπάρνι κοφτερό που το’ χε φυλαγμένο.
Και δίχως να καθυστερεί, χωρίς να περιμένει
ο Δευκαλίων κίνησε για του βουνού την άκρη
όπου πολλά φυτρώνανε ψηλά μεγάλα δέντρα 330
πλατάνια, ελάτια και οξιές ουρανοκαρφωμένες.
Κι έκοψε καραβόξυλα για λάρνακα μεγάλη
και προς του όρους την κορφή σε ξέφωτο μεγάλο
που μάτι ανθρώπου δύσκολα θωρούσε απ’ αλάργα
εκεί αρχίνησε λοιπόν τη βάρκα του να φτιάνει
και το μυαλό του φώτιζε μια γνώση απ’ τα ουράνια
γιατί τα χέρια του άρχισαν με τέχνη να δουλεύουν
το ξύλο και να πελεκάν, να τρίβουν, να καρφώνουν
σα να ΄ταν μάστορας καλός και ναυπηγός μεγάλος.
Και την καρίνα έστησε με τέχνη ο Δευκαλίων 340
κι όσο πλατιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι
τη σημαδεύει όποιος καλά ναυπηγική κατέχει
έτσι κι αυτός τη βόλεψε κι άρχισε από πάνω
γερό σκαρί να οικοδομεί με τέχνη και με βιάση.
Το σκάφος σαν εσήκωσε κι έδεσε πρύμη πλώρη
την κορυφή του εσφράγισε γιατ’ ήθελε το πλοίο
ακάταρτο να γένει, να μην το πιάνουν άνεμοι
μα μες την τρικυμία πάνω να στέκετε άπατο
κι απ’ των κυμάτων το θυμό αυτό να ξεγλιτώνει
περνώντας απ’ ανάμεσα χωρίς να κινδυνεύει. 350
Έτσι λοιπόν παλεύοντας, δούλευε νύχτα μέρα
και λάρνακα ετοίμαζε, με την ελπίδα να σωθεί
απ’ τον τρανό κατακλυσμό που οι θεοί προστάζαν.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
Προτού η Σελήνη η ωχρή στη χάση της ξανάρθει
ο Δευκαλίων τέλεψε το δύσκολο το έργο.
Στου αρχοντικού του έπειτα κατέβηκε τα υπόγεια
και την πραμάτεια άρχισε που εκεί είχε φυλαγμένη
στη λάρνακα να κουβαλά, το αμπάρι να γεμίσει.
Ο ουρανός σκοτείνιασε κι όλη σχεδόν τη μέρα
τώρα πια έριχνε βροχή χωρίς να σταματήσει 360
κι έτσι αυτός κατάλαβε πως είχε ξεκινήσει
να έρχεται πια το κακό και η αρχή του τέλους.
Τα ζωντανά του εμάζεψε και τα’ βαλε με τάξη
μέσα στη λάρνακα κι αυτά μαζί με τις προμήθειες.
Κι αφού όλα τα βόλεψε όπως το σχέδιο ήταν
την σύζυγό του εκκάλεσε, τη συνετή την Πύρρα
να ‘ρθει κι αυτή για να κρυφτούν στης βάρκας το αμπάρι.
Οι κεραυνοί αρχίνησαν με θόρυβο να πέφτουν.
Τη νύχτα μέρα έκαναν με σαματά μεγάλο
και σα ν’ ανοίξανε με μιας του ουρανού οι βρύσες 370
νερό κατέβηκε πολύ κι αρχίνισε να πνίγει
ζώα ανθρώπους και πτηνά, χωράφια και οικίες.
Κραυγές ακούγονταν σκληρές, γόοι και παρακάλια
μες το σκοτάδι το βαθύ κι η μέρα δεν ερχόταν.
Τόση ήτανε η σκοτεινιά του σύγνεφου του μαύρου
που καταπάτησε τη γη με βία για να την πνίξει.
Ορίζοντας δε φαίνονταν και τώρα πια η θολούρα
ήτανε σα να έπεφτε υγρό μακρύ σεντόνι
απ’ το μπαλκόνι τ’ ουρανού και μέσα στης θαλάσσου
έφτανε την βαθιά αγκαλιά, μ’ ότ’ είχε ανάμεσά τους. 380
Οι μέρες επερνούσανε και το νερό ποτάμι
κατέβαινε απ’ τον ουρανό κι έγινε υγρό μνημούρι
η φύση όλη κι έμειναν οι αψηλές μόνο κορφές
απ’ τα βουνά να χάσκουν μέσα στο χάος του νερού.
Κι αυτοί που επέζησαν με βιά εκεί εσκαρφάλωσαν
μήπως και ξεγλιτώσουνε απ’ του πνιγμού το τέλος.
Μα σαν κι αυτές σκεπάστηκαν απ’ του καιρού την τρέλα
οι άνθρωποι και τα ζωντανά δεν είχαν πια ελπίδα
κι αφέθηκαν για να πνιγούν στης άβυσσου τα βάθη.
Και κάπου εκεί μες στο χαμό, στου κύματος τη βία 390
λάρνακα εφάνη σταθερά να πλέει και να κινείται
χωρίς να δείχνει κίνδυνο πνιγμού στο πέρασμά της.
Τεράστια σαν τα βουνά τα κύματα απειλούσαν
μ’ αυτήν όπως του αργαλειού περνάει η σαΐτα
μέσα από τις πολλές κλωστές κι από την άλλη βγαίνει
έτσι άθικτη φαινότανε στην άλλη τους την άκρη
ξεφεύγοντας τον κίνδυνο και μέσα της κρατούσε
αυτές τις δόλιες τις ψυχές που έμελε να ζήσουν
να επιζήσουν του κακού κι έτσι να συνεχίσουν
και να κρατήσουν τη γενιά του ανθρώπου απά στον κόσμο. 400
Η ΛΕΥΚΗ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ
Εννέα ημέρες κράτησε η νεροποντή η μεγάλη
κι ο ήλιος σαν εφάνηκε τη δέκατη αυγούλα
το μάτι άλλο δεν έβλεπε παρά μονάχα ύδωρ.
Προς το βοριά, προς το νοτιά, σ’ ανατολή και δύση
νερό μόνο φαινότανε στου ορίζοντα τις άκρες
και μια ησυχία τραγική στην πλάση επικρατούσε.
Ο Δευκαλίων πετάχτηκε από το ξύλο έξω
και η ψυχή του ήταν βαριά μαζί και λαφρωμένη
αφού τους φίλους έχασε, το σόι και τους δούλους
αλλά αυτός κατάφερε λύτρωση άγια να’ βρει 410
μαζί με τη γυναίκα του που πολυαγαπούσε
και να σωθούν απ’ το κακό που έπεσε στον κόσμο.
Τα δύσκολα επέρασαν μα μια άλλη ανησυχία
το νου του ετυράννησε. Γιατί αυτό που είδε
σε όλον τον ορίζοντα ήταν μονάχα το νερό.
Καμιά στεριά δε φαίνονταν, νησί μα ούτε και βράχος
που θα μπορούσε να διαβεί και να πατήσει στέρια.
Γιατί του ανθρώπου η φτιασιά, το σώμα του κι η φύση
είναι στο χώμα να πατά το πόδι του για πάντα.
Κάνοντας την παλάμη του ένα μικρό αντήλιο 420
είδε προς όλες τις πλευρές, όλες τις κατευθύνσεις
μα τίποτα δεν έπιασε το μάτι του τ’ αετίσιο.
Κι η Πύρρα αφού ανέβηκε κι αυτή όξω απ’ τη βάρκα
τον άντρα της αντίκρισε πολύ βαθιά χαμένο
σε μαύρο προβληματισμό, σε συλλογή μεγάλη.
Έξυπνα αυτή εσκέφτηκε όπως κάθε γυναίκα
που έχει το νου της στο καλό και θέλει να προκόψει
και προς τον Δευκαλίωνα αυτά τα λόγια είπε:
«Δυό περιστέρια έχουμε, πολύχρονο ζευγάρι
ποτέ τους δε χωρίστηκαν, απ’ τη πολλήν αγάπη. 430
Τη θηλυκιά να στείλουμε να πάει να ερευνήσει
κι έτσι θα καταλάβουμε αν έχουμε ελπίδα
ή εδώ κι εμείς θα χάσουμε την όμορφη ζωή μας.»
Κι αμέσως πράξη έκαναν την έξυπνην ιδέα.
Την περιστέρα άφησαν ελεύθερη να φύγει
και να πετάξει μακριά, στα πέρατα να πάει.
Με αγωνία περίμεναν να δούνε στα ουράνια
το όμορφο λευκό πτηνό, ν’ ανοίξει η ψυχή τους.
Κι ο ήλιος εβασίλεψε και άρχισε να πέφτει
και τίποτα δε φαίνονταν στου ορίζοντα την άκρη. 440
Η νύχτα έπεσε γοργά και σφίχτηκε η καρδιά τους
κι οι δυό τους αγκαλιάστηκαν παρηγοριά για να’ βρουν.
Κι η Πύρρα έκλεισε γοργά τα μάτια της κι αφέθη
το σώμα της στου λυτρωτή του ύπνου τα λιβάδια
να περπατήσει, να διαβεί, να ονειρευτεί, να γιάνει.
Και ονειρεύτηκε αυτή πως ήτανε παιδούλα
κι έπαιζε έξω στην αυλή του πατρικού σπιτιού της.
Το χώμα ανακάτευε με το νερό και λάσπη
μέσα στα χέρια έπλαθε φιγούρες από ανθρώπους
μικρά ανθρωπάκια με κορμό, χέρια, μαλλιά και μάτια 450
και ύστερα τα έθετε στον ήλιο να στεγνώσουν.
Κι εκεί που τα εθαύμαζε όλα σε μιαν αράδα
τα μάτια ανοιγοκλείσανε κι άρχισαν να κουνιούνται
να περπατούν να τρέχουνε, να παίζουνε τριγύρω
ανάμεσα στα λέλουδα και τα αφράτα δέντρα
και τους καρπούς να κόβουνε, να τρώνε να μασάνε
κι ύστερα πάλι προς αυτή να ‘ρχονται, να φιλάνε
την Πύρρα τους, τη μάνα τους την πολυαγαπημένη.
Κι όπως μέσα στο όνειρο ο νους διπλά σαρώνει
και ξέρει ότι ονειρεύεται την ώρα που βιώνει 460
τ’ όνειρο σα να το βλέπει από ψηλά, έτσι κι αυτή
η καημένη δεν ήθελε απ’ τ’ όνειρο να βγει
παρά εκεί να ζήσει, στου πατρικού της την αυλή`
ανάμεσα στα πλάσματα που την πολυαγαπούσαν`
στέρεο χώμα να πατεί, στα σίγουρα να στέκει.
Ο Δευκαλίων έμεινε όλη τη νύχτα ολόρθος
στης πρύμνης πάνω τη δοκό κι ατένιζε μονάχος
κι η αγωνία του ‘τρωγε βαθιά τα σωθικά του.
Σαν ρόδισε η ανατολή και άρχισε να βγαίνει
ο ήλιος ο ταξιδευτής, της μέρας το αστέρι 470
μία σκιά εφάνηκε στου ορίζοντα την άκρη
να έρχεται απ’ το βοριά κι όσο έρχεται ν’ ασπρίζει.
Ήταν η περιστέρα τους η πολυαγαπημένη
με ένα κλώνο από ελιά στο ράμφος της βαλμένο
σημάδι ολοκάθαρο πως κάπου προς τα βόρεια
στεριά αναδυότανε απ’ του νερού το χάος.
Κι η περιστέρα έκατσε στης Πύρρας την αγκάλη
κι εκεί απάνω άφησε το όμορφο βλαστάρι
ξυπνώντας την γλυκά γλυκά και δίνοντας ελπίδα
στη μαύρη ανησυχία της, στη σφίξη της καρδιάς της. 480
Κι ο Δευκαλίωνας γοργά της βάρκας το τιμόνι
έστεψε και προς το βοριά κατεύθυνση της δίνει
και όταν σιγουρεύτηκε για τη σωστή τη ρότα
έδεσε σβέλτα με σχοινί σφιχτά τη λαγουδέρα.
Τα μάτια του εκάρφωσε στου ορίζοντα το βάθος
και τη στεριά περίμενε να δει με αγωνία.
Ο ήλιος εβασίλεψε και το σκοτάδι ήρθε
και στο μυαλό του άρχοντα μέσα το κουρασμένο
έρχονταν σκέψεις σκοτεινές και τον ανησυχούσαν.
Μήπως και προσπερνούσανε μες το βαθύ σκοτάδι 490
την πολυπόθητη στεριά χάνοντας την ελπίδα.
Και πάλι εσκεφτότανε μήπως το περιστέρι
από κανά ξυλάρμενο επήρε το κλαδάκι
και ψεύτικη του έδωκε ελπίδα να πιστεύει
ότι θα έβρισκε αυτός χώμα για να πατήσει.
Τέτοιας λογής συλλογισμοί εβάραιναν το νού του
και μάτι δεν κατάφερε να κλείσει αυτή τη νύχτα.
Άθως
Σαν ήρθε η ροδοδάχτυλη, νυχτοθρεμένη αυγούλα
κάτι σα να εφάνηκε προς του βοριά την άκρη
μητάτο, κορυφή βουνού απόκρημνη, βραχώδης. 500
Του Άθω ήταν η κορφή, η πιο ψηλή του Αιγαίου
που πρώτη εξεπρόβαλε απ’ του νερού το χάος
με την διπλή της την κοψιά και σύννεφο από πάνω.
Μες τη χαρά οι άνθρωποι, οι μόνοι που επιζήσαν
άρχισαν να φωνάζουνε και δίχως νόημα λόγια
να λένε προς του ουρανού όλες τις κατευθύνσεις.
Κι αφού συμμαζευτήκανε και πήγε η καρδιά τους
στη θέση της, μερίμνησαν και γρήγορα ετρέξαν
τη βάρκα να βολέψουνε στις κορυφής τα πλάγια.
Μόλις επάτησαν λοιπόν σε στέρεα γη απάνω 510
και νιώσαν τις πατούσες τους στη λάσπη να χωνεύουν
στα γόνατα έπεσαν ευθύς και κλαίγαν και γελούσαν
κι όμορφα λόγια έλεγαν από αυτά που λένε
οι άνθρωποι όταν σώζονται από κακό μεγάλο.
Αμέσως μάζεψαν κλαδιά, στον ήλιο τα στεγνώσαν
κι όμορφη φτιάξανε φωτιά κι ευθύς ο Δευκαλίων
ταυρί επήρε μελανό απ’ της βάρκας το αμπάρι
και σαν βωμό στερέωσε μια μεγάλη πέτρα
κι απάνω της θυσίασε το όμορφο το ζώο
με εγχειρίδιο χρυσό που αυτός είχε φυλάξει 520
στης ζώνης του την εσοχή την δερματοδεμένη.
Και σαν το αίμα χύθηκε και η ψυχή του ζώου
από το σώμα έφυγε και πέταξε στα ουράνια
έτσι κι ο λόγος του σοφού και δυνατού αυτού άντρα
προς τους θεούς ετράβηξε κι ακούστηκε να λέει:
«Δία εσύ Φίξιε τρανέ, προστάτη των φυγάδων
λόγια δεν έχω να σου πώ και να σ’ ευχαριστήσω
παρά μονάχα στέκω εδώ, στο γόνι μου απάνω
κι αιώνια σ’ ευγνωμονώ, λατρεύοντάς σε πάντα.
Κάθε πρωί θυσία εσύ θα έχεις από μένα 530
και το βραδύ τρανή χοή για χάρη σου θα βάφει
το χώμα ολοκόκκινο απ’ του κρασιού το χρώμα.»
Και σαν τα έλεγε αυτά ασκί μεγάλο σκίζει
κι όλο το αφήνει να χυθεί το περιεχόμενό του
και μύρισε θεϊκό κρασί όλος ο τόπος γύρω
και με το αίμα ενώθηκε του ταύρου το αχνισμένο
δείχνοντας έτσι στο θεό την τόση ευχαριστία
που έκλεινε στα στήθια του κι έπρεπε να τη βγάλει.
Κι εκεί απάνω στη στιγμή της έξαψης της τόσης
χωρίς να το πολυσκεφτεί, χωρίς να το φιλτράρει 540
το στόμα του άνοιξε με μιάς κι αυτά τα λόγια είπε:
«Στεναχωριέμαι όμως θεέ, των αθανάτων πρώτε
γιατί είμ’ ο μόνος τώρα πιά απ’ το γένος των ανθρώπων
που έμεινε απά στη γή και θα’ θελα απ’ τα βάθη
της ταπεινής μου της καρδιάς να σε παρακαλέσω
να γίνω εγώ ο άξιος πατέρας και συνέχεια
να δει η ανθρωπότητα αφού έτσι το ορίσαν
του Χρόνου τα γυρίσματα και οι βουλές της Μοίρας.»
Ο Δίας μόλις άκουσε τα λόγια αυτά αμέσως
το φτεροπόδαρο Ερμή διατάζει να κινήσει 550
στου Άθω πάνω την κορφή να πάει και να μηνύσει
τον Δευκαλίων το σοφό και να του πει τι πρέπει
να πράξει για να βγεί αυτή αληθινή η ευχή του
ευχή που αυτός σεβάστηκε κι ευθύς θα πραγματώσει.
Κι ο αγγελιοφόρος των θεών σε μια στιγμή εβρέθει
στου Άθω πάνω την κορφή κι είπε στον Δευκαλίων
τα λόγια που του μήνυσε ο συγνεφοσυνάχτης:
«Μόλις κατέβουν τα νερά κι όταν στεγνώσει ο τόπος
κι η θάλασσα συμμαζευτεί, θα πάρεις τη γυναίκα
και θα κινήσεις για να πάς στου Απόλλωνα τα μέρη 560
στους χρυσοστόλιστους Δελφούς κι εκεί θα συναντήσεις
τη Θέμιδα κι αυτή θα πει τι πρέπει εσύ να πράξεις
συνέχεια αν θες να δείς του ανθρώπου απά στον κόσμο.»
Κι ο Δευκαλίων χάρηκε και πέταξε η καρδιά του
γιατί ευθύς κατάλαβε πως οι θεοί ακούνε
την ταπεινή του προσευχή και πως του παραστέκουν.
Κι όταν τραβήξαν τα νερά και στέγνωσε ο τόπος
εκίνησε ο άρχοντας να πάει να συναντήσει
τη θυγατέρα τ’ Ουρανού, της Γαίας το καμάρι
που απ’ των Τιτάνων τη γενιά όπως κι αυτός κρατούσε 570
για να του πει το τυπικό που πρέπει αυτός να πράξει
και απογόνους του να δει κάτω απ΄ το φως του ήλιου.
Ο δρόμος προς το ιερό του Απόλλωνα ήταν όμως
μια εμπειρία φρικιαστική γατί παντού υπήρχαν
τουμπανισμένα πτώματα, κορμιά δυστυχισμένων
που τους κατάπιε το νερό, του χαλασμού η δίνη.
Μωρά γυναίκες και γριές, άντρες και παλικάρια
άρχοντες μεγαλόσχημοι, ιππότες αντρειωμένοι
αλλά και άσημοι πληβείοι και είλωτες και δούλοι
όλοι πνιγμένοι εκείτονταν ως το ’θελεν ο Δίας. 580
ΘΕΜΙΣ
Και κάποτε εφτάσανε στο ιερό το μέρος,
τους χρυσοθώρητους Δελφούς, του Απόλλωνα τον οίκο
κι εκεί αμέσως έσπευσαν θυσία για να κάνουν
στη Θέμις, της τάξης τη θεά που ήξερε τι πρέπει
και τους κανόνες όριζε στου κόσμου το παιχνίδι.
Αρνί λοιπόν θυσίασε και έχυσε μοσχάτο
μπρός στης ιέρειας το βωμό κι εκεί σαν οπτασία
τη Θέμιδα αντίκρισε και το χρησμόν επήρε:
«Το γένος αν θέλετε ξανά ν’ ανθίσει των ανθρώπων
να συνεχίσει και να ζει αιώνια μες το χρόνο 590
σ’ αυτή την πράξη την ιερή θα πρέπει να διαβείτε.
Μ’ ένα σκουρόχρωμο πανί σκεπάστε το κεφάλι
έτσι που να μην βλέπετε πίσω σας τη συμβαίνει
και κόκαλα της μάνας σας κρατώντας στην αγκάλη
πετάτε τα με δύναμη πίσω από την πλάτη
καθώς θα τρέχετε γοργά εκεί στην κατηφόρα
προς την πηγή την ιερή, της Κασταλίας το ύδωρ
κι εκεί να ξαποστάσετε , λίγο νερό να πιείτε.»
Και ο χρησμός σαν τέλειωσε κι η Θέμιδα εχάθη
μία σιωπή ακολούθησε τον ιερό της λόγο. 600
Ο Δευκαλίων δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει
γιατί δεν καταλάβαινε τι σήμαινε πως πρέπει
τα οστά της μάνας τους γοργά ν’ αρχίσουνε να ρίχνουν
πίσω από την πλάτη τους. Η σύντροφός του όμως
με το γυναίκειο το μυαλό, αμέσως εκατάλαβε
τι έπρεπε να πράξουν και τι διάταζε ο χρησμός.
Πέτρες λοιπόν εμάζεψε, τα οστά της μάνας μας της Γης
κι έδωσε και στον άντρα της, μα πρώτα σκεπαστήκαν
με δυό μαντίλια γκριζωπά, ενθύμια απ’ τη μάνα της
έτσι που να μη βλέπουν στην πλάτη τους τι γίνεται 610
καθώς θα κατεβαίνουν προς την δροσάτη την πηγή.
Και ξεκινάει η Πύρρα να ρίχνει πέτρες πίσω της
κι ο Δευκαλίων επίσης κι εκεί το θαύμα έγινε.
ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Οι πέτρες που χτυπούσανε πά στο σκληρό το χώμα
μετατρεπόταν σε παιδιά που κλαίγαν και κουνούσαν
τα χέρια τους και θέλανε τροφή, νερό να πιούνε
και γρήγορα μεγάλωναν, στα πόδια τους πατούσαν
κι άντρες γινόταν δυνατοί και όμορφες γυναίκες
που οι καημένοι δυνατά φώναζαν και θρηνούσαν
γιατί γοργά τα μέλη τους μεγάλωναν, θεριεύαν. 620
Και το ζευγάρι άκουγε τη φασαρία ετούτη
μα το κεφάλι να στραφεί πίσω τους δεν αφήναν
γιατί αυτό το τυπικό έπρεπε να τηρήσουν
μέχρι το τέλος τη θεϊκή βουλή να εκπληρώσουν.
Κι όταν του Δευκαλίωνα το χέρι έριχνε λίθο
τότε εκεί ξεφύτρωνε αγόρι αντρειωμένο
κι όπου η Πύρρα έριχνε κορίτσι εκεί ανθούσε.
Η πρώτη πέτρα που έριξε ο γιός του Προμηθέα
έγινε ο Έλλην, ο τρανός γενάρχης των Ελλήνων
ο Αμφικτύωνας μετά, ο άρχων της Αθήνας 630
κι ύστερα η Πρωτογένεια, η Μελανθώ, η Θυία
και η Πανδώρα η στερνή η ομορφότερη όλων.
ΕΛΛΑΔΑ
Κι όλοι μαζί βασίλεψαν στα μέρη που πατούμε
κι Ελλάδα ακόμα λέγονται κρατώντας από τότε.
Φτιάξανε πόλεις δυνατές, λιμάνια ξακουσμένα
γλώσσα ορθή, πολιτισμό με τέχνες προικισμένο
με μουσική και θέατρο, ποίηση, ρητορεία
φιλοσοφία, γλυπτική, ιατρική, ιστορία
που ακόμα αυτά καλά κρατούν και την αυλή του κόσμου
στολίζουνε με χρώματα, ιδέες και τραγούδια 640
που μένουνε αθάνατα στου χρόνου αυτή τη δίνη
που κύκλους κάνει αέναους, ποτέ της δεν τελειώνει.
642 στίχοι
ΛΕΞΙΚΟ
άδραχνε: κρατούσε
αράδα: σειρά
βαθουλά: βαθιά
λαγουδέρα: το τιμόνι του πλεούμενου
λαλιά: ομιλία, γλώσσα
λαφρύ: ελαφρύ
λέλουδα: λουλούδια
ξυλάρμενο: κορμός που επιπλέει, ξύλο από ναυάγιο
πάθια: παθήματα
περίσσια: περισσευούμενα
ρότα: η πορεία του πλεούμενου, η κατεύθυνση
τελέψει: τελειώσει
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ομηρος – Ιλιάδα
Βιργίλιος – Γεωργικά, 1.62 (29 BC)
Στράβων – Γεωγραφικά, 9.4
Οβίδιος – Μεταμορφώσεις, Βιβλίο Χ
Ρόμπερτ Γκρέϊβς – Οι Ελληνικοί Μύθοι, Α 38 – Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα
Λουκιανός – «Περί της συρίης θεού» 12.3
Διόδωρος Σικελιώτης – Ιστορική Βιβλιοθήκη 5.47
Ησίοδος – Θεογονία
Πλάτων – Πρωταγόρας
Πλάτων – Συμπόσιον
Apollodorus Myth. – Bibliotheca
Pindarus Lyr. – Olympia Ode 9
Copyricht © Οικονομίδης Θεόδωρος
Ιούλιος 2016