Ξέρω, δεν ήταν αρκετά, ήταν μονάχα όσα είχα
και αλήθεια τώρα μπορώ να ομολογήσω,
ίσως και κάτι περισσότερο,
βλέπεις δε θα ήταν τίμιο να αρκεστώ,
στο λίγο που δεν έφτασα.
Λάξευσα λοιπόν μέχρι την τελευταία σπιθαμή του είναι μου,
για να βρω κείνο που ζήτησες,
μα κάπως σαν να κατάφερα και το απέδωσα,
χωρίς περιτυλίγματα και τυμπανοκρουσίες,
χωρίς μεγάλα λόγια που μαγεύουν,
αγνά, μέσα απ’ το χώμα όπως το ξέβρασε η ψυχή μου.
Ναι, το πιο πολύτιμο,
την αγκαλιά μου όταν σκιζόταν η ψυχή σου
και ποταμοί της θλίψης, της οργής σε κυρίευαν,
τον έρωτα που εξημέρωνε τις θύμισες,
τις λυσσασμένες μάγισσες του νου σου,
το ακριβό φιλί στα μάτια σου που ξόρκιζες.
Ξέρω, δεν ήταν αρκετά,
μα το προσπάθησα στον λόγο μου, καλή μου,
να σου κρατώ το χέρι όταν το σύμπαν γκρεμιζόταν,
ν’ αφουγκράζομαι τον πιο βαθύ σου πόνο,
να σε κερνώ αγάπη, κατανόηση,
κάθε που άδικη γινόσουνα μαζί μου
και εγώ να σπέρνω πίστη.
Ξέρω, δεν ήταν αρκετά,
πώς να γνωρίζεις ό,τι δεν ένιωσες ποτέ σου;
θέλω να πω τα απόκρυφά μου,
αυτά που για τους δυο μας πολεμούσα,
μα εσύ δεν περιέθαλπες την πάλη κι ας ήμουν γω ο νικητής,
χαμένο πάντα με λογάριαζες.
Χαμένη πια και τούτη η μάχη η δική μας,
οι δημοπράτες έπραξαν το χρέος τους,
καταχωνιάζοντας την αγάπη στις τσέπες τους
κι εγώ μικρός, καλή μου,
πολύ μικρός, δε θα σταθώ στο «ανάστημά» τους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΧΕΤΛΑΙΟΣ