Ένα ξαφνικό, απότομο ρεύμα αέρα, χώθηκε κάτω απ’ το φουστάνι μου, ταξίδεψε τάχιστα στο κορμί μου, σαν σπερματοζωάριο, αναζητώντας να βρει τα φλογισμένα σημεία, να επιτελέσει το ρόλο του. Περνώντας μέσα από τους μηρούς μου, πήγε προς την κοιλιά, ένιωσα αμέσως να ανατριχιάζω γύρω από τον αφαλό, με δρόσισε ανάμεσα στις σάρκινες και τις υφασμάτινες μασχάλες μου που είχαν ιδρώσει ίσως πρόωρα και κατέληξε να με χαϊδεύει ξεπηδώντας από το γιακά, χαϊδεύοντάς με τρυφερά και λέγοντάς μου «θα ξαναπεράσω». Ένιωθα το ρίγος για ώρα, σαν την επίγευση ενός έντονου οργασμού μετά τη γλυκιά διείσδυση του αποφασισμένου εραστή, που φεύγει υποσχόμενος την επανάληψη.
Η όπισθεν δεν με δυσκόλευε στη βίωση αυτών των αισθήσεων. Λίγο απλώς με ανακάτευε. Απέναντί μου διαγώνια κοιτούσα τα βλέφαρα του κυρίου με το καπέλο, πώς έγερναν βαριά κρεμώντας το κεφάλι, ζητώντας του να αποκοιμηθεί, να τον καθυποτάξει πια αυτή του η νύστα, η κούραση που έμοιαζε να είναι προφανής κι εντούτοις αυτός να διαλαλεί το αντίθετο. Ντυμένος σαν τουρίστας αλλά ντόπιος, με την προ ολίγου διαβασμένη ελληνική εφημερίδα του διπλωμένη και τσαλακωμένη στο ένα χέρι, με αθλητικά σανδάλια, σορτς και καπέλο, έμοιαζε να υπονομεύει κάθε πιθανή πρώτη εντύπωση του κάθε οποιουδήποτε. Μπόρεσα να τον νιώσω τόσο…Δεν μπορείς να της αντισταθείς της κούρασης, όχι για πολύ.
Από αριστερά μου ερχόταν μια μυρωδιά χλωρίνης. Άραγε θα πίστευε ποτέ ότι τη μυρίζω, κι ας έχει πλύνει τα χέρια της ίσαμε πέντε-δέκα φορές μετά τις δουλειές; Θα την ένοιαζε; Είναι κάποιες μυρωδιές που προδίδουν κόσμους. Ψάρι, αίμα, σκόρδο, οινόπνευμα, κάτουρο, ναφθαλίνη. Έτσι είναι και η χλωρίνη. Λοξά δεξιά, δεν έχει πάψει να με κοιτάει. Ζηλεύει το φουστάνι μου; Τα κόκκινα χείλη μου; Μήπως την ικανοποίηση που μόλις είχα (αναρωτιέμαι αν φάνηκε); Η ζήλια έχει τη δική της μυρωδιά. Απέναντι ακριβώς, «διαβάζω» σκοτούρα. Εκεί ανάμεσα στα φρύδια της προσπαθεί να ανασηκώσει το μέτωπο, με κυκλικές κινήσεις να απωθήσει τον πόνο, να τεντώσει το δέρμα και τις ρυτίδες, να πεισμώσει τον μυ, μήπως χαλαρώσει. Δεν ξέρω αν αποκοιμήθηκα με μάτια ανοιχτά, μέσα στη δίνη και την όξυνση των αισθήσεων γιατί δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω το πότε έγινε η αλλαγή. Μονάχα ξέρω ήταν στο Σύνταγμα. Θέσεις αλλάξανε, το βαγόνι γέμισε άλλες ιστορίες, άλλες μυρωδιές και μονάχα ξέρω ότι ο «τουρίστας» κοιμάται, ότι από απέναντι πρόλαβα μονάχα τη σκοτούρα, ότι λοξά δεν υπήρχε ζήλια, αλλά μια θεόρατη ύπαρξη που έμοιαζε με άντρα αλλά δεν ήταν και που έκανε να μοιάζει με Λιλιπούτειο το διπλανό κάθισμα και ότι απείχα μόνο μία στάση.
ΑΘΗΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ