Ήρθε ο κόσμος ως σταλαγματιά του κορμιού σου.
Ξεριζώνεται το κεφάλι από το σώμα σου.
Κλαίει με αναφιλητά και τα χέρια σου ψάχνουν τον αέρα,
για να τον χαϊδέψουν.
Αδρανοποιείται το φεγγάρι και ξεγυμνώνεται η αυγή.
Η χαρά αγωνιά και ο έρωτας παγώνει
από την απώλεια των οργάνων σου.
Μένεις ακέφαλο άγαλμα.
Ασθενής λείπει. Πάντα ελπίζει,
όπως το ζώο που ψάχνει τροφή
για να την καταπιεί και να πνιγεί.
Ο θάνατός σου θαύμα.
Λυτρώνεσαι από ζωή νεκρή,
που απλά αγωνιούσες την λαγνεία του κορμιού.
Η γέννησή σου δεν είναι έκπληξη.
Το να ζεις όμως, όπως ζεις ακόμα εκπλήσσει και τον θεό.
Τα κατάφερες δεν το πίστευες.
Πριν πέθανες. Είναι γεγονός.
Τα υπόλοιπα οφθαλμαπάτη, παραλήρημα.
Όλος ο κόσμος πληγή, που την φορά ως κόσμημα.