Ένα τσιγάρο δρόμος ήταν το σπίτι του από το σπίτι του Μανώλη στην κάτω γειτονιά. Κάθε απόγευμα περνούσε από κει και τον έπαιρνε να πάνε στο καφενείο. Το χωριό ήταν μεγάλο, πολλά σπίτια, λίγοι ανθρώποι, ιδιαίτερα νέοι και δεν τον χωρούσε.
Σε λίγο θα ‘φευγε κι αυτός, είχε περάσει στη Νοσηλευτική, στην Αθήνα, και ίσως θα έχανε τον Μανώλη για πάντα. Πίστευε τότε, ότι ποτέ δεν θα τον ξεπεράσει. Και δεν του είχε καν μιλήσει για το πώς ένιωθε γι’ αυτόν από τότε που ήταν παιδιά, δεν τον είχε αγγίξει κι ας το λαχταρούσε κάθε πόρος του σώματός του. Κάθε φορά που τον έβλεπε έτρεμαν τα χέρια του και κάπνιζε για να μην προδοθεί.
Ο μόνος που ήξερε πώς αισθανόταν, ήταν το τετράδιό του, που το είχε ονομάσει «Μανώλης» κι έγραφε τα πάντα γι’ αυτόν. Πότε τον είδε, τι έκαναν, τι είχαν συζητήσει και κυρίως, κυρίως, πώς ένιωθε. Θα έσκαγε, νόμιζε αν δεν του μιλούσε πριν φύγει. Αλλά όχι, δεν μπορούσε. Δεν θα το τολμούσε. Ντρεπόταν, όμως περισσότερο φοβόταν την απόρριψη, την απαξία, την αηδία που ίσως θα έβλεπε στα μάτια του.
Σήμερα όμως πήγε στο σπίτι του αποφασισμένος, η ψυχή του δεν άντεχε πια το βάρος του μυστικού. Αφού τάϊσε τις κότες, έκανε ένα μπάνιο και τράβηξε για του Μανώλη. Στη διαδρομή για το καφενείο, όταν κανείς δεν τους έβλεπε, του έπιασε δειλά το χέρι. Ο Μανώλης τινάχτηκε σαν να τον είχε περάσει ηλεκτρικό ρεύμα. «Τι έγινε, Γιώργο;» του είπε αιφνιδιασμένος. «Γιατί το ’κανες αυτό;» «Σ’ αγαπώ, Μανώλη. Σ’ αγαπώ εδώ και χρόνια. Έλεγα μήπως κι εσύ…». «Φύγε από δω, φύγε και μη σε ξαναδώ» του είπε νευριασμένος ο Μανώλης.
Μέρες πέρασαν χωρίς να συναντηθούν και ο Γιώργος δεν τολμούσε να εμφανιστεί στο καφενείο. Ο πατέρας του παραξενεύτηκε. «Τσακωθήκατε μωρέ, ολόκληροι άντρες; Γιατί δεν πηγαίνεις από του Μανώλη;» Εκείνη την ώρα, ο Μανώλης εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο. Ο Γιώργος έτρεξε κοντά του. «Συγγνώμη, συγγνώμη, ας είμαστε τουλάχιστον φίλοι, δεν μπορώ». «Γι’ αυτό ήρθα» του είπε ήρεμα ο Μανώλης. «Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Αλλά εγώ αγαπώ την Αρετή. Έλα τώρα, πάμε στο καφενείο».
ΕΥΗ ΜΥΛΩΝΑΚΗ