Άδειοι οι δρόμοι στεγνοί
δεν βρέχει να κυλήσει γάργαρα η ζωή,
αραδιάζουν σεκλέτια απ’ τα τόσα βήματα
τσουγκρίζουνε την σκόνη τους για κρυφές ερωμένες.
Όποιος φυσήξει πιο άγρια
σέρνει μια νίκη αιχμάλωτη.
Νάρκισσοι κρίνοι στο απόγειο μιας άνοιξης ξεφαντώνουν
αχόρταγοι _
Κατ.
Δακρύζουν γιοί της Παναγιάς όταν
το μακρύ της χέρι τους βάζει στην κοιλιά της,
γιοι που ευνουχίστηκαν από λησμονημένες κόρες.
Τσιμέντο πνίγομαι.
Θέλω να πάω, θέλω να δω το αίμα που στάζει ψιθύρισαν τα
χνώτα.
Η επιλογή είναι βασίλισσα της ύπαρξης
ιδίως όταν το στέμμα είναι συνειδητή αγορά.
Κανένα μεροκάματο δεν πάει χαμένο
στην πολύκροτη ζωή μας.
Όμως αυτές οι ήσυχες νότες ενός άπιαστου ουρανοσώματος
είναι θρέψη, ανάγκη κι ηδονή,
όσο περνάει η ώρα η βόλτα γίνεται συνωμοτική
εγώ κι οι δρόμοι
ο λώρος που ξεράθηκε μοσχοβολάει μητέρα
κι οι κόρες αναστημένες πασχαλιές στα μάτια άξιων ανδρών
να σμιλευτεί γυναίκα.
Δεν γυρίζεις ποτέ ίδιος στο σπίτι,
κάθε αφήγηση δεν είναι ποτέ η ίδια
αρχέγονο άγγελμα βουλιάζει την ψυχή
χυμένη στο οδόστρωμα παφλάζοντας απ’ τον οργασμό
στο ξαπλωμένο φεγγάρι της σελήνης.
Σιωπή περιπλανιέται με χάρη
ξερνώντας λασπόλογα και σάρκα βαριά στους υπονόμους
-η πόλη αστείρευτη αναγεννά τον πεθαμένο έρωτα
από περαστικούς που παρέμειναν υγροί στην συντριβή
τότε που πέρναγε η στιγμή της ωρίμανσης και την τσάκωσαν
-δυσκοίλια η μνήμη ενίοτε
μα δεν κρατιέται σε μυημένες συνουσίες… ομολογεί.
ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗ
-ανέκδοτο-
Φωτο οδός Σπύρου Σπυρίδη, Βόλος
Η Ειρήνη Βογιατζή είναι μια ταλαντούχα ηθοποιός και ποιήτρια που ξέρει να συγκινεί με την ερμηνεία και τη γραφή της. Ευχόμαστε το παραπάνω ποίημα, που δεν έχει ακόμα εκδοθεί σε μια ποιητική συλλογή, να αποτελέσει την απαρχή μιας αξιόλογης συλλογής ποιημάτων ισάξιας της εκδεδομένης πρώτης της συλλογής «Χάθηκε ο ρόλος ήρθες εσύ».