Εκείνο το πρωί του δεκαπενταύγουστου του 1975, Σάββατο ήτανε, η Μαγδαληνή Σωτηρίου ανέβαινε τη σκάλα της μεζονέτας της οικογένειας Σωτηρίου στην Νέα Μάκρη. Ο Μηνάς δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, είχε πάει 11 η ώρα και έπρεπε να αρχίσουν τις προετοιμασίες για το ψήσιμο. Να αρχίσει δηλαδή ο Μηνάς, γιατί η κυρά Μαγδαληνή θα δινε όπως πάντα οδηγίες. Να κουβαλήσει ο γιόκας της την ψησταριά από την αποθήκη του κήπου, να ανάψει τα κάρβουνα, να ψήσει τα κρέατα, να σβήσει τα κάρβουνα, να καθαρίσει το μέρος και όλα αυτά που απαιτεί ένα ψήσιμο σε έναν κήπο. Κατά τη μία θα ρχόντουσαν τα σόγια. Η αδερφή της με τον σύζυγο και τα τρία της παιδιά, η άλλη της αδερφή με τα δυο της παιδιά, ο σύζυγος είχε αποδημήσει εις Κύριον τρεις Αύγουστους πριν, κάτι ξαδέρφια της και μια ξαδέρφη του άντρα της του Ιάκωβου, η δεσποινίς Ευαγγελία, ετών 61. Αδέρφια ο Ιάκωβος δεν είχε, μοναχογιός και μοναχοπαίδι. Την έλλειψη αυτή του την κάλυψε όπως συνήθιζε να λέει, το σόι της Μαγδαληνής.
-Χτύπα την πόρτα Μαγδαληνή μου, μην μπουκάρεις πάλι έτσι στο δωμάτιο του παιδιού, 40 χρονών μαντράχαλος έγινε, δεν θέλω να βριστείτε πάλι πρωί πρωί φώναξε από την βάση της σκάλας ο Ιάκωβος..
Η Μαγδαληνή με την επιλεκτική της ακοή, απλά μπούκαρε στο δωμάτιο φωνάζοντας:
-Μηνά ξύπνα, 11 πήγε !!!
Αλλά Μηνάς δεν υπήρχε. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο στην εντέλεια. Το δεύτερο σεντόνι που σκεπαζότανε διπλωμένο τόσο καλά λες και το είχε σιδερώσει. Στο δωμάτιο μύριζε απορρυπαντικό σφουγγαρίσματος. Ρούχα δεν υπήρχαν πουθενά πεταμένα όπως συνήθως. Η Μαγδαληνή κοίταζε σαν χαμένη. Ήταν η πρώτη φορά τα τελευταία 40 χρόνια που στο δωμάτιο αυτό δεν υπήρχε ο Μηνάς. Ακόμη και φαντάρος που ήτανε, μόνο 17 μέρες είχε λείψει, μέχρι να ορκιστεί. Μετά βάλανε τα μεγάλα μέσα και κάθε μέρα είχε έξοδο και κοιμότανε σπίτι του.
Περπάτησε λίγο στο άδειο δωμάτιο. Άνοιξε τις ντουλάπες. Έλλειπε η μεγάλη βαλίτσα. Οι μισές κρεμάστρες ήταν άδειες. Εκεί του έβαζε πάντα τα καλοσιδερωμένα του πουκάμισα. Έλειπαν και τα λινά του παντελόνια. Στη συρταριέρα, δεν υπήρχε ούτε ένα μακώ μπλουζάκι. Το ξύλινο κουτί με τα μανικετόκουμπα ήταν άδειο. Το κεφάλι της Μαγδαληνής άρχισε να βουίζει. Όχι πως ήτανε η πρώτη φορά. Τα βουητά ήταν κάτι σαν τον αέρα που οι άνθρωποι οι φυσιολογικοί αναπνέουν. Το δωμάτιο σαν να γύρναγε. Σαν να έφαγε μια μεγάλη σφαλιάρα. Πουθενά η ταυτότητα, ούτε το διαβατήριο, το συρτάρι με τα πτυχία του άδειο. Φτερά είχε κάνει και το απολυτήριο του στρατού, το βιβλιάριο υγείας, οι πρόσφατες εξετάσεις, τα βιβλιάρια της τράπεζας. Μόνο το κλειδί του αυτοκινήτου ήταν ακόμα εκεί. Βγήκε στο μπαλκόνι. Το αυτοκίνητο του Μηνά ήταν στο πάρκιν.
Η Μαγδαληνή Σωτηρίου κατέβηκε στον κάτω όροφο. Κίτρινη σαν το λεμόνι, αμήχανη σαν άλλος άνθρωπος, είπε στον άντρα της:
-Νομίζω ότι ο Μηνάς έφυγε. λείπουν τα πάντα από πάνω. Μόνο το αυτοκίνητο είναι εδώ.
-“Τι λες ρε Μαγδαληνή;”, απάντησε ο άντρας της και όρμησε στη σκάλα να διαπιστώσει μόνος του αυτό που του μετέφερε αυτή. Όταν κατέβηκε, η απορία και η έκπληξη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
-Τον είδα στις 4 τα ξημερώματα που σηκώθηκα να πιω νερό. Τον είχες λέει ταΐσει βαριά νυχτιάτικα και έπινε μια σόδα. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ειλικρινά Μαγδαληνή δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει κάθε βράδυ να τον μπουκώνεις με φαγιά που δεν μπορεί να τα χωνέψει. Ποια θα τον κοιτάξει με την κοιλιά που του κανες; Σαραντάρης, μόνος και χοντρός. Καλά τα καταφέραμε. Να του ρθει και αυτουνού το έμφραγμα σαν και μένα, Τότε μόνο θα σταματήσεις.
Ο Ιάκωβος ήταν σε παραλήρημα. Είναι και αυτός ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί μέσα στο σπίτι σου, ένας τρόπος να φύγεις από το οδυνηρό γεγονός.
Χρόνια πριν, 7 Μάιου 1935, ημερομηνία ιστορική
Στο δικηγορικό γραφείο του Στυλιανού Χριστοφορίδη στην οδό Ακαδημίας 75 στον 6ο όροφο, μπαίνανε οι τελικές υπογραφές ανάμεσα στην οικογένεια του Ιάκωβου Σωτηρίου (ψυχίατρου στο νοσοκομείον Ιπποκράτειο), και στο ίδρυμα Μητέρα, σχετικά με την πράξη υιοθεσίας υπ. αριθμόν 745. Το αγόρι ήταν 7 μηνών μόλις, με μητέρα ιερόδουλο παρόλ’ αυτά υγιεστάτη.
Τον ονόμασαν Μηνά: όνομα συνηθισμένο στο Βυζάντιο. Σημαίνει πολύ εργατικός, αλλά συνήθως βιάζεται να κάνει οικογένεια και δυσκολεύεται ν’ αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής. Έχει ανάγκη από μια γυναίκα ήρεμη, που να του συμπαραστέκεται, αλλιώς βρίσκει παρηγοριά έξω από το σπίτι. Είναι καλός και γενναιόδωρος πατέρας. Έτσι γράφανε τα περιοδικά που διάβαζε η Μαγδαληνή.
Παντρεμένη με τον Ιάκωβο Σωτηρίου από το 1929, 29 ετών η Μαγδαληνή, 33 ο Ιάκωβος. Παιδιά δεν μπορούσανε να κάνουν. Λόγος ιατρικός δεν βρέθηκε ποτέ. Στίγμα ήταν να μην μπορείς να κάνεις οικογένεια τότε. Η μόνη λύση ήταν ή να υιοθετήσεις το παιδί από κανέναν φτωχό σου αδερφό που ήταν πολύτεκνος ή να πας στο ίδρυμα. Αν είχες και τα μέσα τα μεγάλα δεν ήταν δα και δύσκολο.
Το ζεύγος Σωτηρίου, ζούσε από την αρχή του έγγαμου βίου του στη Νέα Μάκρη. Σε σπίτι αρχοντικό, στους πρόποδες του βουνού. Πιάτο η μικρή πόλη αλλά και η θάλασσα. Δυο χρόνια μετά τον γάμο τους κλείστηκαν σπίτι και αποξενώθηκαν από συγγενείς και γείτονες. Η λαχτάρα για το μωρό που δεν ερχότανε χάλασε το μυαλό της Μαγδαληνής. Τότε ήτανε που ξεκίνησε ο Ιάκωβος να της δίνει τα ψυχοφάρμακα. Μετά, ήρθε η ιδέα της υιοθεσίας.
-Δεν θα το μάθει κανείς Μαγδαληνή μου. Θα κυκλοφορήσουμε λίγον καιρό με μαξιλαράκι στην κοιλιά σου, θα πούμε ότι είναι δύσκολη η εγκυμοσύνη και δεν θέλουμε επισκέψεις και η αλήθεια θα ναι μόνο δική μου και δική σου.
Καλά τα μαγείρεψε ο Ιάκωβος και ο μικρός Μηνάς μπήκε στο νέο του σπίτι. Όμορφος ήτανε, υγιής. Η Μαγδαληνή έκοψε τα φάρμακα τα πολλά και ο Ιάκωβος ξανάνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και έλεγε σε όλους ότι η πολύ δύσκολη περίοδος της εγκυμοσύνης πέρασε. Στα βαφτίσια του Μηνά ήταν κόσμος και ντουνιάς Όλη η καλή κοινωνία της τότε Αθήνας. Οι γονείς της Μαδγαληνής, συνταξιούχοι δάσκαλοι ήρθαν απ΄ τη Σύρο να δούνε το εγγονάκι τους. Οι γονείς του Ιάκωβου, συνταξιούχοι ιατροί και οι δυο από το Ιπποκράτειο καμάρωναν για τον κανακάρη τους που έγινε πατέρας. Τον κάνανε σε μεγάλη ηλικία και τον μεγαλώσανε όσο καλύτερα γινότανε.
Ο Μηνάς μπήκε σε κείνο το σπίτι λοιπόν και δεν του γραφε να βγει από κει μέσα για πολλά πολλά χρόνια. Δυο γονείς υπερπροστατευτικοί. Η Μαγδαληνή νοσοκόμα είχε σπουδάσει, έτσι τύλιξε τον Ιάκωβο, όμορφη κοπέλα. Μα δεν ξαναδούλεψε αφότου παντρεύτηκε. Και ειδικά μετά την υιοθεσία του Μηνά, ο γιός της ήταν η μόνη της έγνοια.
Με πολλά παιδιά δεν τον άφηνε να παίζει γιατί κουβαλούσανε μικρόβια. Ζωάκια δεν επιτρεπότανε να ακουμπήσει γιατί είχανε αρρώστιες και “έχουνε φάει και πολλά παιδιά” όπως συνήθιζε να φοβερίζει τον μικρό. Η αποστολή του ήτανε να ναι μαζί με τη μάνα του, αργότερα στο σχολείο να διαβάζει για να γίνει άξιος πολίτης στην κοινωνία. Στο σχολείο ήταν το περίεργο παιδί, εσωστρεφές και ανεκτικό σε πειράγματα. Δεν απαντούσε ποτέ. Πάντα τα παιδιά, σε όλες τις εποχές, είναι σκληρά με τα πιο ευαίσθητα παιδιά. Γύρναγε ο Μηνάς σπίτι και βιαζότανε να πάει στο δωμάτιό του να διαβάσει. Στο καταφύγιό του, σκεφτόταν φίλους φανταστικούς που τον αγαπούσαν και δεν τον κορόιδευαν , έπαιζε μόνος του, διάβαζε πολύ, έκλαιγε το βράδυ. Μόνο για να φάει έβγαινε από το δωμάτιό του από την πρώτη του δημοτικού και μετά.
Το πρωί πέρναγε το σχολικό, και τον πήγαινε στο ιδιωτικό σχολείο της Κηφισιάς. Στο λεωφορείο συνέχιζε τον ύπνο του ο μικρός. Ποτέ του δεν συμπάθησε το πρωινό ξύπνημα.
-“Σαν τη μάνα του” έλεγε πολλές φορές δίκην αστείου η Μαγδαληνή. Μεσημέρια θα ξύπναγε και δαύτη από τη δουλειά.
Θα’ τανε στο τέλος του δημοτικού ο Μηνάς, όταν η Μαγδαληνή νοσηλεύτηκε για έναν μήνα σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική. Κλονισμένα νεύρα είπανε τότε. Μανιοκατάθλιψη θα μάθαινε όταν θα μεγάλωνε, θα το μάθαινε μόνος του ψάχνοντας τα χαρτιά του σπιτιού. Απίστευτο ψαχτήρι ο Μηνάς. Όλα τα μυστικά του σπιτιού τα ξερε, αλλά τσιμουδιά σε κανέναν, ή σχεδόν σε κανέναν. Όσο ήταν η μάνα του στην κλινική έκανε πολλές δουλειές. Μια γριά υπηρέτρια είχανε στο σπίτι και τον Μανώλη που έμενε στο σπιτάκι του κήπου και είχε στην ευθύνη του τα χωράφια της οικογένειας γύρω από το σπίτι. Ελιές, αμπέλια, μήλα και φράουλες και ντομάτες. Χώρια οι κήποι με τις τριανταφυλλιές, 120 τον αριθμό. Ο Μανώλης ήτανε και ο μόνος άνθρωπος που έδινε λίγο σημασία στο Μηνά. Τον έπαιρνε μαζί του στα χωράφια. Τρώγανε μαζί σε μια κουρελού ντομάτα και φέτα. Τα σαββατοκύριακα. Του λεγε ιστορίες για τα δέντρα ο Μανώλης και ο Μηνάς άνοιγε το στόμα και έχαφτε μύγες. Τον αγαπούσε ο Μανώλης τον Μηνά μα και ο μικρός τον αγαπούσε.
Όσο το παιδί μεγάλωνε, πολλαπλασιάζονταν και τα προβλήματα της μάνας του. Έπαιρνε τα φάρμακά της, αλλά συνέχιζε να ναι πιεστική. Ο Μηνάς είχε ολοένα και πιο πολλά να κάνει στο σπίτι αυτό. Από το να κάνει τα θελήματα, μέχρι να πηγαίνει στο φαρμακείο με το ποδήλατο κάτω στην παραλία, στη λαϊκή, στο ψαράδικο, στον κρεοπώλη. Στα 15 του, πέρα από άριστος μαθητής ήξερε να μαστορεύει, να αλλάζει πρίζες, βρύσες, να κάνει τσιμέντο, να επιδιορθώνει τη μάντρα της μονοκατοικίας. Τα χρόνια που οι συμμαθητές του γκομένιζαν με τις πιτσιρίκες του σχολείου ή στο νυφοπάζαρο της παραλίας, αυτός ασχολιόταν με την οικογένειά του. Ο Ιάκωβος πάντα διάβαζε, πάντα δούλευε και δίδασκε και στο Πανεπιστήμιο. Ο γιός του, έπαιζε πια τον ρόλο του άντρα στο σπίτι τους. Φίλους δεν είχε. Δεν υπήρχε χώρος γι αυτούς. Ούτε ποτέ και τον πλησίασε κανείς για να τον κάνει φίλο. Μόνο ένας, στα 17 του, που όλοι τον λέγανε “τιγκιντάγκα”, “τοιούτο”. Ο Μηνάς ήταν το φυτό του σχολείου, ο βλαμμένος, και ο άλλος ήταν η αδερφή. Τον συμπαθούσε πολύ τον Σίμο ο Μηνάς αλλά δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί του. Το τελευταίο που ήθελε, ήταν να σφυρίξει κανένας στη μάνα του ότι κάνει παρέα με τον τοιούτο.
Η Κρίση
Η μεγάλη κρίση στην οικογένεια Σωτηρίου, ήρθε τον Δεκέμβρη του 1953, παραμονή Χριστουγέννων, όταν ο Μηνάς ανακοίνωσε στους γονείς του ότι θέλει να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Ικάρων. Αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Δεν μπορούσαν να καταπιούν ότι ο γιός τους θα τους εγκαταλείψει για 5 χρόνια και θα κοιμάται με ένα σωρό άλλους μαντραχαλαίους σε κοιτώνες μιας λαϊκής σχολής. Η Μαγδαληνή έπαθε κρίση υστερίας, ο Ιάκωβος προσπαθούσε να την πείσει ότι το παιδί έτσι τα λέει και στο τέλος θα λογικευτεί και θα δώσει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών.
Και τι δεν άκουσε ο Μηνάς. Ότι θα σκοτωθεί με τα αεροπλάνα που θα πετάει, ότι θα έχει προβλήματα υγείας με τον θυρεοειδή του, το ορμονικό του σύστημα, τα μάτια του, τα αυτιά του και την καρδιά του. Ότι θα τον στέλνουν σε μυστικές ασκήσεις στην Τουρκία και ο θάνατος θα τανε σχεδόν βέβαιος. Ότι θα έπρεπε να μιλάει με το κάθε χωριατάκι το αμόρφωτο που θα ρθει στην Αθήνα από τα Γκράβαρα, ότι τι θα πει ο κύκλος τους και στο τέλος το καλύτερο: το ΟΧΙ.
-Σχολή Ικάρων σημαίνει ότι εγκαταλείπεις το σπίτι σου και τους γονείς σου. Που 18 χρόνια τώρα μοχθούν για να σε κάνουν άνθρωπο.
Είπαν, είπαν είπαν. Και τελειωμό δεν είχαν. Στο τέλος, ο Μηνάς έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Και μπήκε τέταρτος. Θα μπορούσε και δεύτερος ή πρώτος όπως είπαν οι γονείς του.
Τα χρόνια της Ιατρικής ήταν τα καλύτερα για τον Μηνά. Τον είχαν παρατήσει στην ησυχία του και σταμάτησαν να τον ζαλίζουν με τα καθημερινά του σπιτιού. Από το 1953 μέχρι και το 1959 που ορκίστηκε έβγαινε από το δωμάτιό του μόνο για φαγητό, μαθήματα και εργαστήρια.
Μετά πήγε φαντάρος. Οι μοναδικές 17 μέρες στη ζωή του που κοιμήθηκε έξω από το σπίτι του. Σε έναν θάλαμο 120 ατόμων στην Άρτα. Στο Υγειονομικό. Ήταν οι πιο ωραίες διακοπές στη ζωή του. Αθλητισμός, παιχνίδι με όπλα και χειροβομβίδες, παρέλαση, ύπνος, ρέκλα τα σαββατοκύριακα. Κανείς δεν τον ζάλιζε. κανείς δεν τον εκνεύριζε. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους, ο Μηνάς ευχόταν αυτές οι 17 ημέρες να μην τελειώσουν ποτέ. Το ξερε ότι μετά θα παιρνε μετάθεση στην Αθήνα. Ένας θειός του ήταν Στρατηγός στο ΓΕΣ, στο Πεντάγωνο. Εκεί ήταν και απόσπασή του. Γιατρός στο Γενικό Επιτελείο Στρατού στη Μεσογείων. Και καθημερινά εξοδούχος. Κοιμότανε στη Νέα Μάκρη. 24 μήνες μετά, το πανηγύρι του στρατού έφτασε στο τέλος του και ο Μηνάς ξεκίνησε ειδικότητα παθολογίας.
Το 1966, η οικογένεια Σωτηρίου γιόρταζε τον διορισμό του Μηνά στο νοσοκομείο Νταού Πεντέλης και παράλληλα εγκαινίαζε το ιδιωτικό του ιατρείο στη Νέα Μάκρη. Στα 31 του ο Μηνάς, με πολύ καλές συστάσεις ξεκίναγε την Ιατρική του καριέρα. Ο Ιάκωβος έβγαινε σε σύνταξη και η Μαγδαληνή έβγαινε από ένα ακόμα Ψυχιατρείο, ιδιωτικό. Όσο χρόνο του απέμενε του Μηνά, τον έτρωγε σε δουλειές του σπιτιού και στην φροντίδα των γονιών του που ξαφνικά άρχισαν να αρρωσταίνουν όταν ο Μηνάς τους ανακοίνωσε πως σκοπεύει να μείνει στην Αγία Παρασκευή, να ναι μέσα σε πόλη, να μπορεί να πάει να δει και ένα σινεμά, να βγει για ένα ποτό, να απογαλακτιστεί. . Ο Ιάκωβος έπεσε από τις σκάλες, κάταγμα στο ισχίο και τη λεκάνη και συντριπτικό κάταγμα στον δεξιό βραχίονα. Η Μαγδαληνή άρχισε να έχει οπτικές ψευδαισθήσεις, παραληρηματικές ιδέες και όλο έλεγε ότι θέλει να πεθάνει. Ξερός έπεφτε κάθε νύχτα ο Μηνάς για ύπνο.
Μόνο όταν σταμάτησε να μιλάει για μετακόμιση, σταμάτησαν και οι αρρώστιες στο πατρικό του. Σχεδόν εκπαιδεύτηκε να συνεχίζει να υπομένει. Το νιωθε ο Μηνάς ότι δεν αντέχει άλλο. Τα χρόνια περνάγανε, αυτός μεγάλωνε και η κοιλιά του επίσης. Οι υποχρεώσεις εντός και εκτός σπιτιού καταλάμβαναν πια το 95% του ελεύθερου χρόνου του.
14 Αυγούστου 1975, Παρασκευή
Ο Μηνάς πέρασε από όλες τις τράπεζες και σήκωσε σε τραπεζικές επιταγές, όλα τα χρήματα της οικογένειάς του, στα οποία ήταν συνδικαιούχος. Στη συνέχεια, πέρασε και κατέθεσε τις επιταγές αυτές με την μορφή δωρεάς στο Ίδρυμα ΜΗΤΕΡΑ, σε ένα ίδρυμα αποκατάστασης αναπήρων και στην πτέρυγα Χανσενικών του νοσοκομείου Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκε στο Ανατολικό αεροδρόμιο. Τα ταξί τον περίμενε 15 λεπτά και στη συνέχεια τον μετέφερε στη Νέα Μάκρη. Ήταν πολύ κουρασμένος για να οδηγήσει. Δεν θα ξαναοδηγούσε ποτέ ο Μηνάς το οικογενειακό τετράτροχο οικογενειακό κειμήλιο.
15 Αυγούστου 1975, Σάββατο
Εκείνο το πρωί, που ξημέρωνε της Παναγίας, παραλίγο να χαλάσει αυτό που η ψυχή του λαχταρούσε χρόνια τώρα. Ο Ιάκωβος τον πέτυχε στις 4 τα ξημερώματα να πίνει σόδα στην κουζίνα. Δεν ασχολήθηκε και πολύ μαζί του. Στις 4.25, ο Μηνάς γλίστρησε στην κυριολεξία στον κήπο του σπιτιού και πήρε από το σπιτάκι του κήπου τη μεγάλη βαλίτσα. Με δάκρυα στα μάτια, ο κυρ Μανώλης τον αποχαιρέτησε και του δωσε μαζί με την ευχή του και μια εικονίτσα της Παναγιάς, να την έχει μαζί του να τον φωτίζει σε ότι είχε σκοπό να κάνει.
Με δυσκολία ο Μηνάς σήκωσε τη μεγάλη βαλίτσα και αθόρυβα ξεκίνησε να κατεβαίνει τον κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε στην κεντρική λεωφόρο Μαραθώνος. Στις 4.45 τα ξημερώματα, όπως είχαν συμφωνήσει, το ραδιοταξί τον περίμενε στη διασταύρωση της Μαραθώνος με τη Λεωφόρο Διονύσου. Στις 5.40, μετά από σύντομη στάση στο νοσοκομείο Νταού Πεντέλης όπου παρέλαβαν ένα κουτί, ο Μηνάς ξεφόρτωνε το ταξί στο Ανατολικό αεροδρόμιο. Στις 6.30 παρέδιδε την αποσκευή του, αποχαιρετούσε προσωρινά τον αγαπημένο του σκύλο, το αδεσποτάκι που 3 χρόνια τώρα από κουτάβι φρόντιζε στο νοσοκομείο και ταυτόχρονα έκανε chech in στον γκισέ της Icelandair.
Οι ρόδες του μεγάλου Ισλανδικού αεροσκάφους ξεκολλούσαν από τον διάδρομο απογείωσης του αεροδρομίου του Ελληνικού στις 8.01′ για να προσγειωθούν πέντε ώρες αργότερα στο διεθνές αεροδρόμιο του Ρέυκιαβικ.
Με δύο ώρες αναμονή και 55 ακόμη λεπτά πτήσης, ο Μηνάς και ο αδεσποτάκος του, Δεσπότη τον είχε ονομάσει, έφταναν στο Ακουρέιρι, την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη στο βορειότερο άκρο της Ισλανδίας, με πληθυσμό περίπου 20.000 κατοίκους.
-“Φλατασίνδαρ 24 παρακαλώ”, είπε σε άπταιστα Ισλανδικά στον οδηγό του ταξί που τον παρέλαβε από το προαύλιο αφίξεων του αεροδρομίου. Περνώντας το ταξί από το δημόσιο νοσοκομείο, ο Μηνάς παρατήρησε το χώρο που από την Δευτέρα, θα γινόταν το νέο του εργασιακό περιβάλλον. Το ταξί, σταμάτησε έξω από μια όμορφη μπορντώ μονοκατοικία. Ο κήπος ήταν ανθισμένος και μοσχοβολούσε κάτι όμορφο. Ο αέρας μύριζε κάτι από θάλασσα και κάτι που ο Μηνάς δεν είχε ξανανιώσει στα ρουθούνια του. Ίσως να τα νε ο καθαρός αέρας. Ο Δεσπότης, ορφανός και αυτός μα και υιοθετημένος σαν τον Μηνά, όρμησε στο γρασίδι του κήπου. Ο καθαρός αέρας μάλλον του εξαφάνισε τη ζαλούρα του ταξιδιού.
Η πόρτα του σπιτιού ήταν μισάνοιχτη. Απαλή μουσική έπαιζε από μέσα και μια ακόμα πιο απαλή μυρωδιά φρεσκομαγειρεμένου φαγητού χάιδεψε τα ρουθούνια του.
“ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΕΦΤΑΣΑ”, ΟΥΡΛΙΑΞΕ Ο ΜΗΝΑΣ.
ΤΕΛΟΣ