Σε περίμενα. Στην πλατεία. Ένας αέρας με τσιτωμένες λέξεις.
Για να σε δω να γελάς μόνο. Ή να ξεμακραίνεις από το χέρι
που σπάραζε ολόρθο να σε κρατάει. Ανάλαφρα. Όχι σφιχτά.
Να μην πονέσεις στη συλλαβή μιας ύστατης μετάνοιας.
Κι ο ίσκιος της ελευθερίας σου, έτοιμος να γείρει τρανταχτά
σε κάθε χιλιοστό της σκοροφαγωμένης σου αξιοπρέπειας.
Το ήξερα. Δεν άντεχες πολλά. Κι όμως. Έμοιαζες να θέλεις να
ζήσεις. Με το τίποτα. Για το τίποτα. Να σηκώσεις το υποζύγιο
ενός ονείρου που πνίγηκε στο λαβύρινθο του πρέπει κι επιβάλλεται.
Να μαντέψεις μέχρι το κύτταρο τον σκοπό στο ξέφτι μιας ψυχής που
τρανταζόταν στην αστροφεγγιά της ταύτισης για το αιώνιο ποτέ.
Δεν ήταν εύκολο αυτό. Γθάρθηκες, μάτωσες. Στράγγιξες από λυγμούς.
Ντροπές, πυρήνες χτύπων, βλέφαρα σε πρόσταζαν να συνεχίσεις.
Έρημος. Αδέκαστος. Ούρλιαζες παρών στην κόγχη των θραυσμάτων
πλάι στον χιονάνθρωπο που σμίλεψε με γωνίες το τέλμα της απώλειας.
Δευτερόλεπτα. Μήνες. Εποχές δίχως κατάληξη κύλησαν σε αδειανά
σκεπάσματα. Σε ίντσες χάρτη και γυαλισμένους θρόνους βούλιαξες,
αναμένοντας το διάφανο ως το περιττό μιας αλήθειας καμουφλαρισμένης.
Στην τρύπα του κενού η τρέλα που καψάλιζε τον φλοιό σε πρόδωσε.
Πώς να γλυτώσεις; Δεν ήμουν εκεί να μην μπουκώσεις από τον πηλό
στο μεδούλι του συλλογισμού. Το βλέμμα σου δεν ξανασηκώθηκε από
το χώμα του μαδημένου κυπαρισσιού στην άκρη του άτλαντα της γης.
Φύσηξες νωχελικά, καθώς περνούσαν στρατιές από σύμβολα κι άοσμες
κραυγές θηρίων της άγνοιας. Η πινελιά σου έσβησε. Εσύ, ξέφτισες.
Εύη Μαραγκουδάκη
Ευφάνταστες οι Ονείρων Πλέξεις 🙂 🙂
Άριστη χρήση του λόγου, λυρισμός.
Πώς να γλυτώσεις; Δεν ήμουν εκεί να μην μπουκώσεις από τον πηλό
στο μεδούλι του συλλογισμού.
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ!
Ιδιαίτερο ποίημα με δυνατές εικόνες.
Λέξεις με ουσία και εσωτερική δύναμη.
Συγκινητικό. Συγχαρητήρια.
Αριστοτεχνική πένα.
Μου άρεσε πολύ. Καλή επιτυχία!