-Την θυμάμαι που ερχόταν παλιότερα από δω και ψώνιζε. Ήσυχη γυναίκα. Μια μέρα δυσανασχέτησε για τις τιμές κι από τότε ψώνιζε αλλού. Ε, ψωμί παίρνεις, κυρία μου, της είχα πει. Δεν είπε τίποτα κι έφυγε. Ήσυχος άνθρωπος.
-Ναι, ναι! Το μικρό της όμως σήκωνε τον κόσμο. Έκλαιγε όλη μέρα κι όλη νύχτα. Τα βράδια δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Εγώ μένω δίπλα. Έλεγαν ότι το χτυπούσε, γι’ αυτό και έκλαιγε. Ποιος ξέρει.
-Καλά την είχα καταλάβει εγώ. Φαινόταν ότι είναι τέτοια. Κι ο άντρας της; Δε μιλούσε;
-Αυτός έλειπε συνέχεια για δουλειές. Λένε ότι την απατούσε κιόλας. Θα το είχε μάθει κι αυτή. Την καϋμένη. Και τον αγαπούσε τόσο πολύ, την άκουγα να του το λέει συνέχεια στο τηλέφωνο. Με τέτοια γλύκα, τέτοιο πάθος. Του το έλεγε κι αναστέναζε. Εγώ μένω δίπλα. Θυμήθηκα τον εαυτό μου στα νιάτα μου.
-Ε, έτσι είναι οι άντρες, δεν τα ήξερε; Κι εμείς τα έχουμε περάσει, δεν κάναμε το ίδιο. Τώρα είναι εδώ αυτός;
-Όχι, θα έρθει αύριο. Δεν προλάβαινε με τίποτα να γυρίσει σήμερα. Ένας γείτονάς μου τον γνωρίζει αυτόν. Του είχε πει μάλιστα πως αυτή δεν ήταν καθόλου καλή… ξέρεις..!
-Ε, πες έτσι. Τι να κάνει κι αυτός ο δύσμοιρος. Άντρας είναι.
-Καλημέρα, τι ήταν πάλι κι αυτό σήμερα. Μου το είπαν στην εκκλησία και δεν το πίστευα μέχρι που είδα κόσμο μαζεμένο ‘κει γύρω.
-Πήγες, είδες;
-Όχι, δεν τα μπορώ αυτά εγώ. Άρρωστη άκουσα ήταν. Σοβαρά μάλιστα. Λίγους μήνες ζωής είχε ακόμα. Πόσο να αντέξει κι αυτή; Μια φορά όμως δεν την είδα να έρθει να προσευχηθεί. Ξεσπούσε και στον μικρό λένε.
-Ναι, εγώ μένω δίπλα.
-Θα ηρεμήσει η ψυχούλα του. Τον άκουσα πριν που την φώναζε. Έκλαιγε. Την έψαχνε.
-Καλημέρα σας. Τι θέαμα κι αυτό. Από ‘κει έρχομαι. Τα είδα όλα.
-Εγώ δεν τα μπορώ καθόλου αυτά.
-Άσε, έχω χλωμιάσει με αυτά που είδα. Τι το ήθελα; Την είχανε διώξει από τη δουλειά. Έτσι πήρε τ’ αφτί μου. Είχε και το χρέος για το σπίτι. Κι ο μικρός ακόμα μπουσουλάει.
-Δεν χρειαζότανε, μωρέ, να το κάνει. Αν ζητούσε βοήθεια, θα της δίναμε όλοι. Τουλάχιστον ένα κομμάτι ψωμί θα το έτρωγε κάθε μέρα. Με ξέρετε εμένα. Ευχαρίστως θα της έδινα.
-Να κι η αστυνομία.
-Είναι κι ο γιος της μανάβισσας; Τι ωραίο παιδί!
-Καλημέρα, κύριε αστυνόμε, ωραίος καιρός σήμερα! Νάτος, σε μένα έρχεται…! Πώς είμαι, πώς φαίνομαι;
-Καλημέρα και σε σας. Λοιπόν, κυρίες μου, για πείτε μου. Την γνωρίζατε;
-Σχεδόν καθόλου, κύριε αστυνόμε. Μια δυο κουβέντες είχαμε όλες μας μαζί της.
-Από τον τέταρτο έπεσε;
-Από τον πέμπτο. Εγώ μένω δίπλα.
Ύπερος
Αξιόλογο!
Πολύ δυνατό κείμενο. Μπράβο!
ΕΥΓΕ!!!
Δυνατό!