Προχωρημένο απόγευμα, έπαιρνε να σκοτεινιάζει. Γκρίζα πυκνά σύννεφα κρέμονταν και έδιναν μια μελαγχολική νότα, αταίριαστη στην καλή μου διάθεση. Επέστρεφα από το γραφείο της εφημερίδας στο σπίτι μου και σκεφτόμουν πως σήμερα ήταν η τυχερή μου μέρα. Άρχισα να σφυρίζω όπως παλιά έναν αγαπημένο μου σκοπό. Από τη χαρά μου ξέχασα και τα κλειδιά και νά ’μαι τώρα να χτυπάω το κουδούνι του σπιτιού μου. Μόλις πρόβαλε η γυναίκα μου στην πόρτα, της έσκασα ένα πεταχτό φιλί. Η αλήθεια είναι ότι εδώ και χρόνια, έχω ξεχάσει αυτή την συνήθεια πια. Με κοίταξε έκπληκτη.
«Τι έγινε; Αποφάσισες να θυμηθείς τα νιάτα σου;» τα λόγια της έσταζαν κοροϊδία.
«Επιτέλους, ήρθε αυτό που περίμενα», απάντησα με ενθουσιασμό.
«Σαν τι περίμενες δηλαδή;» ρώτησε με φανερή περιέργεια.
«Την ευκαιρία! Την ευκαιρία για ένα ξεχωριστό, πρωτότυπο ρεπορτάζ. Τόσα χρόνια τα ίδια και τα ίδια, άχρηστες πληροφορίες για να γεμίζουν οι σελίδες. Βαρέθηκα και εγώ και οι αναγνώστες. Σήμερα λοιπόν, ο διευθυντής της εφημερίδας μας, μου πρότεινε να πάρω συνέντευξη και να καλύψω την τελετή βράβευσης του γνωστού καθηγητή ψυχιάτρου και συγγραφέα Αλέξανδρου Μωράκη. Δεν παρέλειψε βέβαια να μου τονίσει τη σημασία του άρθρου για την εφημερίδα».
«Τον έχεις ακουστά τον Μωράκη έτσι δεν είναι;» ρώτησα και πριν απαντήσει συνέχισα. «Πρόκειται για σπουδαία προσωπικότητα. Δημοσιευμένα άρθρα του σε παγκόσμιας εμβέλειας ιατρικά περιοδικά, θητεία σε αξιόλογα ερευνητικά κέντρα, εξαιρετικός λογοτέχνης και ριζοσπάστης από κοινωνικής πλευράς. Γι’ αυτό το τελευταίο βέβαια απόκτησε και τους εχθρούς του. Έμαθα πως το παρατσούκλι του είναι ‘ο αντιρρησίας’. Ήρθε σε ρήξη με τον ιατρικό σύλλογο για τις προτάσεις του, περί άμεσης αποασυλοποίησης. Και όχι μόνον αυτό. Στις ομόφωνες αποφάσεις των μελών της Ψυχιατρικής Εταιρείας διαφωνούσε σχεδόν πάντα, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα των ψυχικά αρρώστων. Σε μια εποχή, που η λέξη ‘δικαιώματα’ ήταν άγνωστη. Σκέφτομαι στη συνέντευξη να μην αρκεστώ σε κοινότοπες ερωτήσεις για τη ζωή του και τα παρόμοια, αλλά ίσως στην αφήγηση του πιο ενδιαφέροντος περιστατικού της καριέρας του. Σίγουρα θα έχει κάτι σημαντικό να διηγηθεί».
«Θα δεχθεί άραγε; Πώς σου φαίνεται η ιδέα;» ρώτησα τη γυναίκα μου.
«Κακή», απάντησε χωρίς περιστροφές. «Ποιος νοιάζεται για ένα περιστατικό του Μωράκη; Όσο σπουδαίος και αν είναι. Γιατί δεν τον ρωτάς τι τον επηρέασε και έγινε γιατρός, γιατί διάλεξε την ψυχιατρική, ή έστω από τι εμπνεύστηκε για το καινούργιο του μυθιστόρημα. Αυτές είναι δημοφιλείς ερωτήσεις».
«Μα είναι κλισέ, ακριβώς αυτές θέλω να αποφύγω», απάντησα κάπως εκνευρισμένος.
Το άλλο πρωί, κυριευμένος από άγχος που προσπαθούσα να δαμάσω, του τηλεφώνησα και τον παρεκάλεσα να μου ορίσει συνάντηση για μια συνέντευξη. Η φωνή του από την άλλη πλευρά του σύρματος, ακούστηκε σοβαρή αλλά συμπαθητική, θα έλεγα ζεστή. Δέχθηκε, χωρίς να φέρει προσκόμματα και χωρίς να χρειασθεί εκ μέρους μου διπλωματία. Το απόγευμα κιόλας χτυπούσα το κουδούνι του ιατρείου του και προσπαθούσα να φαίνομαι έμπειρος και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Το ιατρείο του μου φάνηκε καλαίσθητο, απλό, φιλικό. Στους τοίχους κρέμονταν έργα ερασιτεχνών ζωγράφων, λίγο ασυνήθιστα. Με είδε που τα παρατηρούσα και σαν να κατάλαβε την περιέργεια μου είπε:
«Τα ζωγράφισαν παλιοί ασθενείς μου, εγώ τους το ζήτησα. Ξέρετε πόσα έχει να πει μια αυθόρμητη εικόνα για τα συναισθήματα και τις μύχιες σκέψεις του κάθε ανθρώπου;»
Δεν είχα τι ν’ απαντήσω. Την προσοχή μου τράβηξε η έλλειψη κορνιζαρισμένων πτυχίων και κάθε λογής διακρίσεων, που συνήθως σκεπάζουν τους τοίχους ανάλογων γραφείων.
Κάθισε απέναντι μου και εγώ κρύβοντας την αμηχανία μου άρχισα.
«Κύριε Μωράκη, θα θέλατε να μου διηγηθείτε το πιο ενδιαφέρον περιστατικό της ιατρικής σας καριέρας; Ένας τόσο καταξιωμένος επιστήμονας σίγουρα έχει κάτι σημαντικό να διηγηθεί.»
Με κοίταξε με ένα αμυδρό χαμόγελο, σαν να αυτοσαρκάζονταν.
«Ενδιαφέρον; Σημαντικό; Εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπει κανείς. Σημαντικό για ποιόν; Για τον ψυχοθεραπευτή; Για τον ψυχικά ασθενή; Για το κοινωνικό αξιακό σύστημα; Δεν συμπλέουν πάντα ξέρετε. Ας είναι. Υπήρξε κάποιος ασθενής μου που δεν θα τον ξεχάσω ποτέ, γιατί με τη στάση του, άνοιξε ρήγμα στο επιστημονικό μου οικοδόμημα. Κλόνισε την αυτοπεποίθησή μου στις ιατρικές μου γνώσεις και στις βεβαιότητές μου, συνέβαλε στην αναθεώρηση κάποιων δοξασιών μου. Μόνος του ανέδειξε τη δύναμη της αλλαγής στην νοηματοδότηση της ζωής, χωρίς να καταφέρω να τον βοηθήσω».
Σταμάτησε να πιει μια γουλιά καφέ και εγώ σκέφτηκα πως ξεκινάμε πρωτότυπα. Να δημοσιοποιεί μια αποτυχία του; Όλα δείχνουν πως δεν πρόκειται για το συνηθισμένο προφίλ του υπερόπτη, φτασμένου επιστήμονα. Κάθισα πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα, άνοιξα το κασετόφωνό μου και εκείνος άρχισε:
«Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ, έχει αλλοιωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρεί την αλήθεια του αλλά και να σέβεται τα προσωπικά δεδομένα ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο. Με καταλαβαίνετε;»
Έκανα ένα νεύμα κατανόησης και αυτός συνέχισε:
Όταν ήρθε λοιπόν για πρώτη φορά στο ιατρείο μου ο Ορέστης, ήταν πενήντα οκτώ ετών. Έδειχνε πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του, κουρασμένος, φοβισμένος και υποτονικός. Κάθισε στην άκρη της πολυθρόνας που του πρότεινα, με γερμένο το σώμα του μπροστά, κοιτώντας το άπειρο και αποφεύγοντας επίμονα το βλέμμα μου. Στα χέρια του κρατούσε μια αλυσιδίτσα με καρδούλα σαν αυτές, που φορούν οι νέες κοπέλες στο λαιμό τους και την γυρόφερνε νευρικά. Με δυσκολία πήρα απάντηση σε μερικές απλές ερωτήσεις για ένα υποτυπώδες ιστορικό. Ακολούθησε μια απόλυτη, αδιατάραχτη σιωπή, άθραυστη όπως ένα σκληρό μέταλλο. Χρησιμοποίησα όλες τις μεθόδους, τις τεχνικές από τις γνώσεις μου, την εμπειρία μου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήλπιζα πως χρειαζόταν το χρόνο του, αλλά αυτό συνεχιζόταν και στις επόμενες επισκέψεις. Ερχόταν με μεγάλη συνέπεια κάθε φορά στην ώρα του. Καθόταν με τον ίδιο πάντα τρόπο στην πολυθρόνα του, έμενε αμίλητος παίζοντας την αλυσιδίτσα, κοιτάζοντας τις μύτες των παπουτσιών του. Όταν τέλειωνε η ώρα της συνεδρίας, τον συνόδευα μέχρι την εξώπορτα. Με χαιρετούσε δίνοντάς μου το ιδρωμένο του χέρι και μετά πήγαινα στο παράθυρο και τον έβλεπα που κατέβαινε στο δρόμο. Παρατηρούσα το βάδισμά του, τις κινήσεις του, τη γλώσσα του σώματος. Όλα έχουν τη σημασία τους. Με έκπληξή μου διαπίστωνα ότι τις περισσότερες φορές, δεν απομακρυνόταν. Κοντοστεκόταν στα σκαλιά και ύστερα καθόταν στο παγκάκι απέναντι. Μετά από λίγο τον πλησίαζε το μικρό προσφυγόπουλο, που εδώ και καιρό είχε κάνει στέκι του τη γειτονιά μας. Έβγαζε από την τσέπη του κάτι φαγώσιμο και του το έδινε. Κουβέντιαζαν για λίγο, του χαμογελούσε και έφευγε. Αυτό γίνονταν σχεδόν μετά από κάθε επίσκεψη στο ιατρείο μου. Έμενα σκεπτικός, προβληματισμένος. Τι να σήμαινε αυτή η συμπεριφορά; Αποφάσισα στην επόμενη συνάντηση να φέρω χαλαρά, χωρίς ερωτήσεις την κουβέντα στον μικρό. Ξαφνικά το βλέμμα του ζωντάνεψε, το πρόσωπό του πήρε μια γλυκιά έκφραση.
«Έμαθα το όνομά του», ανταποκρίθηκε αμέσως προς μεγάλη μου έκπληξη. «Τον λένε Χασάν, από το Αφγανιστάν, δεν έχει γονείς». Στρίμωξε όλες τις λέξεις με τη μια και μετά κλειδώθηκε πάλι στη γνωστή του σιωπή. Ένιωθα αναποτελεσματικός σε κάθε προσπάθεια επικοινωνίας μαζί του, αλλά και γενικά στη διαχείριση της περίπτωσής του. Μετά άλλαξα τρόπο προσέγγισης, σκεφτόμενος πως η άρνηση μπορεί να είναι θέση και μια μέρα τον ρώτησα έτσι απλά.
«Γιατί με επισκέπτεσαι; Ποιος είναι ο λόγος; Πιστεύεις ότι χρειάζεσαι την βοήθειά μου, την θέλεις πραγματικά;»
Και τότε ακούστηκε η φωνή του, απόκοσμη, βραχνή.
«Για χάρη της γυναίκας μου έρχομαι, της το υποσχέθηκα. Τη βασανίζω να με μαζεύει κάθε τόσο από τα αστυνομικά τμήματα. Αυτό πρέπει να σταματήσει, αλλά είναι πάνω από τις δυνάμεις μου»
Ένιωσα μεγάλη έκπληξη, δεν μπορούσα να το φανταστώ. Η εικόνα που είχα σχηματίσει γι’ αυτόν ήταν του φιλήσυχου, φοβισμένου, καταθλιπτικού ανθρώπου. Εμπλοκή με την αστυνομία για ποιόν λόγο αλήθεια; Άλλη λέξη δεν πήρα από τα χείλια του και αποφάσισα να καλέσω κάποιον από το οικογενειακό του περιβάλλον, τη γυναίκα του, για ορισμένες απαραίτητες πληροφορίες.
Ήταν απλή, λιπόσαρκη, με γκρίζα μαλλιά, βαθουλωμένα μάτια, που έκρυβαν έναν απέραντο πόνο ατέλειωτο σαν ωκεανό. Ανταποκρίθηκε αμέσως στην πρόσκλησή μου και άρχισε αυθόρμητα να διηγείται με χαμηλή φωνή.
«Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, κλάδευα τις τριανταφυλλιές. Είναι το γιατρικό μου να τις περιποιούμαι. Έρχομαι αμέσως, μπόρεσα να ψελλίσω. Πέταξα την ποδιά μου, ντύθηκα όπως όπως και με γρήγορο βήμα πήρα το δρόμο για το αστυνομικό τμήμα. Βρήκα τον Ορέστη κάτωχρο με ξεραμένα αίματα και γρατσουνιές στο πρόσωπο, να με περιμένει με βλέμμα χαμένο. Κατάλαβα τι είχε συμβεί. Το υποψιαζόμουν ήδη από το δρόμο και απλά σιγουρεύτηκα Δεν ήταν η πρώτη φορά. Έδωσα την ταυτότητά μου, τις απαραίτητες εξηγήσεις, άκουσα τις αυστηρές τους συμβουλές και ευτυχώς μας άφησαν γρήγορα ελεύθερους. Τον στήριξα πάνω μου και αμίλητοι πήραμε το δρόμο για το σπίτι μας. Τόσα και τόσα μοιραστήκαμε στη κοινή μας ζωή, αλλά αυτό πια δεν αντέχεται. Ένα μόνον ξέρω να πω.O πόνος που αρνείται επίμονα να βγει από τα σπλάχνα σου, παίρνει αλλόκοτα μονοπάτια».
«Τι συνέβη; Τι έγινε ακριβώς; Για πιο πόνο μιλάτε;» ρώτησα διατηρώντας την ηρεμία μου.
«Δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα, διαλύθηκα», απάντησε συγχυσμένη. Σηκώθηκε απότομα, έκανε ένα νεύμα στον Ορέστη και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Δεν είχε νόημα να επιμένω.
Την άλλη μέρα τυχαία όπως ξεφύλλιζα την εφημερίδα, έπεσε το μάτι μου σε μια είδηση με ψιλά γράμματα, που τράβηξε τη προσοχή μου. Aνέφερε περίπου τα εξής:
Στις 5.2 το απόγευμα περί τις 7μ.μ η φοιτήτρια Εύα Σαρίδου, είκοσι ετών, εξήλθε από το καφέ ο μαύρος γάτος, απέναντι από τη νομική σχολή και κατευθύνθηκε προς την Ομόνοια. Καθοδόν συνειδητοποίησε ότι την ακολουθούσε επίμονα ένας ηλικιωμένος άνδρας. Σε μια στιγμή, την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και την ρώτησε κάτι περίεργο, κάτι παρανοϊκό, όπως δήλωσε η ίδια. Φοβήθηκε και άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Γρήγορα μαζεύτηκαν μερικοί περαστικοί, περικύκλωσαν τον άντρα και άρχισαν να τον προπηλακίζουν. Εκείνος σαν τρομαγμένο ζώο, απορημένος αναρωτιόταν για ποιο λόγο τον κατηγορούσαν. Ο πιο οξύθυμος από τους συγκεντρωμένους, κινήθηκε με άγριες διαθέσεις εναντίον του.
«Δεν ντρέπεσαι, ρε; Έχει την ηλικία της κόρης σου.» Του έδωσε μια σπρωξιά και αυτός αδύναμος καθώς ήταν, σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Μερικοί διαμαρτυρήθηκαν για την επιθετική συμπεριφορά εναντίον του ηλικιωμένου άντρα και τότε εκείνος ψέλλισε κάτι σαν παραλήρημα.
«Δεν με πονάει το κορμί μου που έπεσα, τα λόγια του με πονάνε. Ναι έχει δίκαιο, έχει την ηλικία της κόρης μου». Ύστερα έμεινε ακίνητος, αμίλητος με κλειστά μάτια και οι παρευρισκόμενοι ειδοποίησαν το εκατό. Τον παρέλαβε και τον οδήγησε αρχικά στο νοσοκομείο και μετά στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Μετά δυο ώρες, συνοδευόμενος από την γυναίκα του αφέθηκε ελεύθερος.
Τελειώνοντας το διάβασμα της είδησης έμεινα σκεπτικός. Στην αφήγηση στο ιατρείο μου- που ήταν πρόσφατη- και στην είδηση της εφημερίδας υπήρχαν πολλά κοινά σημεία. Στο μυαλό μου μπήκε η ιδέα, ότι τα γεγονότα μπορεί και να συσχετίζονται.. Αποφάσισα να τηλεφωνήσω στον Ορέστη και να τον παρακαλέσω να έρθει μαζί με τη γυναίκα του την ίδια μέρα. Ήρθαν όπως πάντα στην ώρα τους. Η Θάλεια -έτσι έλεγαν την γυναίκα- κρατούσε τον Ορέστη από το χέρι. Τον έβαλε να καθίσει δίπλα της και αυτή κάθισε απέναντι μου κοιτάζοντας με και περιμένοντας τα λόγια μου.
«Ξέρετε, είπα -όσο πιο απλά μπορούσα- για να σας βοηθήσω, χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες, κάποια στοιχεία, να καταλάβω τι σας συμβαίνει, να πιάσουμε το νήμα του προβλήματος από την αρχή και η σιωπή μέχρι τώρα δεν μας βοηθάει».
«Δεν σας μίλησε ο Ορέστης; Το φαντάστηκα. Καλά θα σας μιλήσω εγώ», είπε αποφασιστικά και άρχισε με αργόσυρτη φωνή:
«Την έλεγαν Δανάη». Άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε τη φωτογραφία μιας όμορφης νέας κοπέλας και μου την έδωσε. «Η κόρη μας. Δυσκολευτήκαμε να την αποκτήσουμε. Άλλα παιδιά δεν καταφέραμε να κάνουμε. Όλη μας τη ζωή, την κράταγε λες στις δυο της χούφτες. Το μεγάλωμά της ήταν ταξίδι χαράς και ατέλειωτης απόλαυσης. Περίσσευε η αγάπη και η ευτυχία μας. Όταν νιώθεις τόσο γεμάτος από δυνατά συναισθήματα πώς μετριέται ο χρόνος; Δεν τον καταλάβαμε. Μόνον οι ρυτίδες μάς τον θύμιζαν. Έφτασε τα είκοσι, φοιτήτρια πια της γεωπονικής και εμείς νιώθαμε πως δεν την έχουμε ακόμα χορτάσει».
Ξαφνικά η αφήγησή της, τα λόγια της δυσκολεύονταν, η αναπνοή της έμοιαζε με λαχάνιασμα, τα χέρια της έτρεμαν. Της πρόσφερα νερό, την ρώτησα αν θέλει να σταματήσουμε. Αρνήθηκε και συνέχισε:
Το περσινό καλοκαίρι ήμασταν στο χωριό του Ορέστη, στο πατρικό του, όταν μας ειδοποίησε, πως μας πεθύμησε και έρχεται να μας δει. Είχε ομορφύνει πολύ, έλαμπε και εμείς χαιρόμασταν αφάνταστα την παρουσία της. Ο πατέρας της, της έδειχνε τα καινούργια δέντρα που φύτεψε. Εκείνη του έδινε συμβουλές, ποιο ζητάει πολύ νερό και ποιο θέλει να ξεκουράζεται σε ίσκιο.
«Σου έχω και μια έκπληξη», της είπε. «Αυτή η λεμονιά είναι για σένα, να ευχαριστιέσαι το άρωμά της που τόσο σ’ αρέσει». Χαμογέλασε και πέρασε τρυφερά το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Μετά της έδειξε το καινούργιο μηχάνημα που πήρε για να σκάβει το σκληρό χώμα.
«Άσε με να το οδηγήσω», τον παρακάλεσε. «Μου κάνει πολύ κέφι. Πού ξέρεις; μπορεί να γίνω αγρότισσα, αγαπάω τη γη».
Δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα, ανέβηκε και έβαλε μπρος. Το έδαφος τραντάχτηκε από το απότομο ξεκίνημά του.
«Είναι τέλειο», ενθουσιάστηκε. «Τώρα θα πατήσω το κουμπί για να λειτουργήσουν οι βραχίονες, που σκάβουν», φώναξε κεφάτα βγάζοντας το κεφάλι της έξω από το παράθυρο. Αυτό ήταν. Ο Ορέστης έτρεξε αλαφιασμένος κραυγάζοντας. Η φωνή του όμως σκεπαζόταν από το θόρυβο του μηχανήματος. Δεν πρόλαβε. Σε ένα λεπτό οι τεράστιες δαγκάνες έπεσαν με δύναμη και πριν φτάσουν στο χώμα σκάλωσαν στο λαιμό της, που κρέμονταν έξω από το παράθυρο. Τη μεταφέραμε αιμόφυρτη στο νοσοκομείο της κοντινής πόλης. Ήταν σε κακή κατάσταση. Την έβαλαν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Μας το είπαν από την αρχή. Δεν θα τα καταφέρει.
«Ούτε μια τόση δα μικρή ελπίδα;» Ρωτούσα και ξαναρωτούσα συντετριμμένη. Έπαιρνα σχεδόν την ίδια απάντηση.
«Δεν θέλουμε να είμαστε οι δήμιοι της ελπίδας σας. Εμείς μιλάμε με τα δεδομένα της επιστήμης, τη γνώση και την διεθνή εμπειρία». Λογικά τα έλεγαν.
«Αλλά εμείς; Εγώ; Πώς άντεξα; Πώς αντέχω να τα διηγούμαι; Όπως και τότε εξαϋλώνομαι από τον πόνο, βγαίνω από το σώμα μου, δραπετεύω, δεν είμαι εγώ, γίνομαι θεατής σε παράσταση που δεν με αφορά. Να είναι εθισμός στην άρνηση της πραγματικότητας;»
»Έζησε λίγο. Τι θα πει λίγο; Πώς μετριέται ο χρόνος περιμένοντας το θάνατο; Μας ενημέρωναν συνέχεια για την κατάστασή της. Δεν καταλάβαινα λέξη, από όσα μας έλεγαν. Σαν να είχε μείνει ο σκελετός του κρανίου μου, άδειος, χωρίς περιεχόμενο. Μόνο μια πρόταση στο τέλος άκουσα.
»Μήπως θέλετε να χαρίσετε τα όργανά της; Να σώσετε άλλους νέους ανθρώπους, που είναι καταδικασμένοι, που ζουν με δανεικό χρόνο; Να πάρουν ζωή από τη δική της που χάνεται οριστικά και αμετάκλητα;
»Στην αρχή ακούστηκε τρομακτικό, εφιαλτικό, τραγικότερο και από την ίδια την απώλεια. Ένιωθα ανίκανη για οποιαδήποτε απόφαση, βουτηγμένη, παγιδευμένη στο απόλυτο μαύρο. Ο Ορέστης όμως αντέδρασε αλλιώς. Στην πράξη της δωρεάς, είδε το ανθρώπινο μεγαλείο, τον αλτρουισμό, την γενναιοδωρία. Ή μήπως αρπάχτηκε από μια φαντασιακή ελπίδα, από μια ψευδαίσθηση, από ένα πλασματικό δρόμο ανακούφισης του πόνου; Πήρε πρώτος την απόφαση. Μετά πείστηκα και εγώ. Περάσαμε από ατέλειωτους δρόμους αγωνίας και αμφισβήτησης. Χαθήκαμε σε διλήμματα και αμφιθυμίες. Τη μια στιγμή συγκατάθεση, την άλλη μια φευγαλέα εικόνα, μια έντονη ανάμνηση να τη μετατρέπει σε άρνηση. Βασανιστήκαμε, τυραννήσαμε το νου και την καρδιά μας. Σκεπαστήκαμε την απελπισία. Βγάλαμε βογγητά πόνου από τα σπλάχνα μας. Λυγμούς από τα έγκατα της ύπαρξής μας. Και μετά… δεχτήκαμε. Μεταμορφώσαμε το δρόμο της θλίψης σε ελπίδα ζωής. Το παιδί μας θα ζει. Θα ζει μέσα από τη ζωή που χάρισε σε άλλους. Ζητήσαμε μόνον σαν παρηγοριά να βλέπουμε τον άνθρωπο, τους ανθρώπους που θα έπαιρναν ζωή από τη χαμένη του δικού μας παιδιού».
«Δεν επιτρέπεται από τον κανονισμό των μεταμοσχεύσεων να γνωρίζετε τους ανθρώπους που θα δεχθούν τη δωρεά», μας απάντησαν. Αργότερα μόνον μάθαμε πως η καρδιά της κόρης μας δόθηκε σε μια κοπέλα με την ίδια ηλικία, ανάστημα και σώμα. Έτσι γίνεται, πρέπει όλα να είναι συμβατά. Πήραμε και ανώνυμες ευχαριστίες από την οικογένειά της.
Η αυλαία έκλεισε. Εγώ βυθίστηκα σε μια απέραντη θλίψη, αλλά τι βρέχει ο ουρανός και δεν το καταπίνει η γη -έλεγε η μάνα μου- συνέχισα να ζω. Όχι ακριβώς, ευτελίζω τη ζωή λέγοντας ζω, να επιβιώνω ήθελα να πω. Τι άλλο να έκανα; Δυο μοναδικά δάκρυα γλίστρησαν ήσυχα στο μαραμένο πρόσωπό της. Ταξίδεψαν ολομόναχα και σταμάτησαν στο λακκάκι του λαιμού της. Έγειρε στο κάθισμά της και συνέχισε.
»Ο Ορέστης όμως, δεν ξαναστάθηκε όρθιος. Λύγισε, τσακίστηκε. Το σκοτάδι χίμηξε ορμητικό και τον έπνιξε. Το κύμα του πόνου συγκρούστηκε με τόση βία με όλη του την ύπαρξη και τη χώρισε στα δυο, αφήνοντας τη λογική του βαριά πληγωμένη. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές τον βρήκα σε αστυνομικά τμήματα. Πάντα η ίδια κατηγορία. ‘Παρενόχληση’. Εγώ τον καταλάβαινα, τον ένιωθα. Ακολουθούσε κάθε κοπέλα με την ηλικία της δικιάς μας που της έμοιαζε, πιστεύοντας πως μπορεί να ζει με την καρδιά της κόρης μας. Δεν δεχόταν να το συζητήσουμε, δεν δεχόταν βοήθεια, γλιστρούσε σιγά-σιγά στον αλαφροΐσκιωτο κόσμο του. Τι μου απέμεινε να κάνω; Να ζω με την αγωνία κάθε στιγμή σε ποιο αστυνομικό τμήμα θα βρεθεί, να εξηγώ και να παρακαλώ. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Επιτέλους, κατάφερα να τον πείσω να σας επισκέπτεται. Στα χέρια σας τώρα».
Έβγαλε το μαντήλι της, σκούπισε το ιδρωμένο πρόσωπό της, έπιασε από το χέρι τον αμίλητο Ορέστη και έφυγαν σκυφτοί.
Έμεινα να σκέπτομαι. Πού βρίσκονται τα όρια της πλάνης, του πόνου που ζητάει ανακούφιση στην παράνοια; Πόσο επίπονη και επίμονη δουλειά χρειαζόταν να κάνω για να τον βοηθήσω; Πρώτη φορά αμφέβαλα για τον εαυτό μου, τις γνώσεις μου, τις δυνατότητες της ψυχοθεραπείας. Πώς θα κατάφερνα από το ανέκφραστο παθητικό «βασανίζομαι, αρνούμαι» να τον βοηθήσω να κατακτήσει το ενεργητικό «θέλω, αποφασίζω»; Εγώ σαν θεραπευτής επιθυμούσα να τρέχει η αλλαγή αλλά ο θεραπευόμενός μου έμοιαζε απόλυτα ακινητοποιημένος. Παγιωμένος στο δικό του κόσμο όπου είχε στήσει το καταφύγιο του. Χρειαζόμουν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για να θελήσει να το εγκαταλείψει. Αλλά ποιο θα ήταν αυτό; Προσδοκούσα τη δημιουργία της ψυχοθεραπευτικής σχέσης όμως αυτή δεν προχωρούσε ούτε βήμα. Τείχος αδιαπέραστο. Είχαμε συμπληρώσει πολλούς μήνες συνεδριών, χωρίς καμία πρόοδο, καμία βελτίωση έστω ελάχιστα αισθητή Άρχισα να σκέφτομαι πως πρέπει να παραδεχθώ την αδυναμία μου, την αποτυχία μου και να τον παραπέμψω σε άλλο συνάδελφο όπως απαιτεί η ηθική και δεοντολογία. Να δώσω ένα χρονικό περιθώριο και να τον καλέσω για την τελευταία μας συνάντηση.
Είχαν περάσει δυο μήνες περίπου. Τον περίμενα με έντονη στεναχώρια που προσπαθούσα να εκλογικεύσω και με σκέψεις για το πώς θα το χειριστώ ώστε να μην το βιώσει σαν εγκατάλειψη από μέρους μου. Το κουδούνι χτύπησε πιο έντονα. Ο Ορέστης που πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας δεν θύμιζε τον Ορέστη που ήξερα. Έμεινα να τον παρατηρώ κατάπληκτος. Το βλέμμα του ήρεμο και ζωντανό, συνάντησε αμέσως το δικό μου. Η στάση του σώματός του, οι κινήσεις του ήταν όπως ενός δραστήριου γεμάτου ζωή άντρα. Μόνον τότε πρόσεξα πως κρατούσε σφιχτά από το χέρι το μελαψό πιτσιρίκι της γειτονιάς μας. «Αυτός είναι ο Χασάν», είπε με σταθερή, ζεστή φωνή που δεν αναγνώριζα. «Οι γονείς του έμειναν στο βυθό της θάλασσας. Χρειάζεται μια αγκαλιά και η δική μου ήταν τόσο καιρό άδεια. Ύστερα μ’ ευχαρίστησε. Αλήθεια γιατί;» Και συμπλήρωσε: «Αν δεν τον είχα γνωρίσει, θα κυνηγούσα ακόμα φαντάσματα. Δεν θα είχα καταλάβει πως αυτό που θεραπεύει είναι η αυθεντική ανθρώπινη σχέση».
Σιωπήσαμε. Ο γιατρός έβγαλε τα γυαλιά του και τ’ ακούμπησε στο γραφείο. Εγώ έκλεισα το μαγνητόφωνο. Είχα συγκλονιστεί.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΜΕΛΙΣΣΑΚΗ