Ο χαρακτήρας
Με το που είδε την τούρτα έτσι άσπρη με την απαλή της επίστρωση, κάτι την έπιασε, αισθάνθηκε να τρέχουν τα μάτια της, βούρκωσε, πνίγονταν, το κάτω χείλος της έτρεμε, ‘’Δεν τη θέλω, δεν τη θέλω !’’ φώναζε χαμηλόφωνα, ο ζαχαροπλάστης είχε πάθει πλάκα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ”Καλά, βρε κορίτσι μου, μη στεναχωριέσαι, θα σου φτιάξουμε άλλη, ό,τι θες, μη κλαις!” αυτή έτρεμε ολόκληρη, ‘’ Θα ξαναπεράσω !’’ είπε κι έφυγε τρέχοντας.
Ο ζαχαροπλάστης την αγαπούσε, ήταν ερωτευμένος μαζί της, ήθελε να της δώσει ό,τι είχε και δεν είχε! Όποτε έρχονταν να πάρει κάνα γλυκό, κάνα ψωμί, καμιά τυρόπιτα φορώντας εκείνο το μπουφάν το κίτρινο, το φωσφοριζέ με το φερμουάρ στο πλάι κι άλλοτε όταν φορούσε μια φούστα στενή κι ένα πουκάμισο από ύφασμα σαν καραβόπανο, απαλό και σκληρό μαζί με μια υφή υπέροχη, ή όποτε φορούσε εκείνες τις γόβες με το τακούνι το μικροσκοπικό που δεν μπορούσες να καταλάβεις πώς ισορροπούσε πάνω τους, δεν άντεχε ”Τι κουκλάρα είσαι συ!” αναστέναζε.
Τη γούσταρε πολύ, όλοι στη γειτονιά τη γούσταραν, εντάξει όχι όλοι, ήταν ονειροπόλα, της άρεσε να γυρνά με το αστικό στην πόλη ψάχνοντας εκείνη τη διαφημιστική αφίσα με τον γαλανομάτη που είχαν κρεμάσει σ’ ένα κτήριο, όλο περνούσε απ’ το ίδιο σημείο ξανά και ξανά μόνο για να βλέπει έναν άντρα με μάτια σ’ ένα χρώμα που δεν το πετυχαίνεις, που δεν υπάρχει, όχι εκείνο το ξέθωρο, το γαλαζωπό, το ξεπλυμένο που δεν το πήγαινε με τίποτα, αλλά ένα άλλο, ένα βαθύ πολύ που ταίριαζε φοβερά με τα μαύρα μαλλιά του…
Δεν ήταν εύκολη γκόμενα, έπρεπε να έχεις υπομονή απέραντη μαζί της, να τη διαβάσεις σωστά, να καταλάβεις τι έλεγε, τι εννοούσε, τι ήθελε κάθε φορά, να είσαι πάντα σ’ επιφυλακή, σ’ ετοιμότητα, να την πείθεις κάθε φορά ότι τη θες πραγματικά, δε χάριζε κάστανα, άμα δε σ’ άρεσε χαιρετίσματα, όταν δε γούσταρε κάποιον, τον διέγραφε με τη μία και πήγαινε παρακάτω, δεν είχε καμιά όρεξη ν’ αλλάξει για πάρτη σου, έπρεπε εσύ να κόψεις το κεφάλι σου και να προσαρμοστείς πάνω της, αλλιώς σε σούταρε, ήταν επικίνδυνη, δεν μπορούσες να παίζεις μαζί της, δεν προσφέρονταν για καρδιακούς, έμοιαζε με χειροβομβίδα που μπορούσε να σκάσει στα χέρια σου ανά πάσα στιγμή!
Είχε ένα βλέμμα που σ’ έκοβε με τη μία, έχοντας δουλέψει χρόνια σε χρυσοχοείο ήξερε την πιάτσα και τον καθένα που κυκλοφορούσε, της άρεσε η δουλειά πολύ, όλη η διαδικασία, να παίρνεις τις χρυσές λίρες να τις λιώνεις στο χυτήριο, να παίρνεις τον χρυσό κι έπειτα να φτιάχνεις κοσμήματα σφυρηλατώντας το κίτρινο μέταλλο, με τα χρόνια είχε αποκτήσει κι αυτή μερικά χρυσά κομμάτια καλά, ένα απ’ αυτά το φορούσε πάντοτε ήταν ένα κρόταλο από νύχι ελαφιού επενδυμένο με χρυσά κι ασημένια ελάσματα, της το ‘χε φέρει κάποιος ξένος και το φορούσε πάντα λέγανε ότι δεν το ‘βγαζε ποτέ κι ασκούσε μια γοητεία στους άντρες…
Ήταν λίγο απόμακρη, λίγο κλειστή, δεν ανοίγονταν εύκολα, δεν μπορούσε να την κουμαντάρει ο πάσα ένας, δε θα παραδίνονταν έτσι εύκολα στο πρώτο τυχόντα όσο κι αν τον χρειαζόταν, και τον χρειαζόταν. Πίστεψέ με όμως δεν ήταν δα τόσο βλαμμένη! Έπρεπε να ‘χεις νεύρα γερά, να τη μαζεύεις κάθε φορά που ξαμολιούνταν. Το ένιωθε κι αυτή, ότι χρειαζόταν κάποιον να της κρατά το χαλινάρι, κάποιον που να την περιορίζει δίχως να την καταπιέζει, να το κάνει με τρόπο που να δείχνει σεβασμό στη θηλυκότητά της, αν με καταλαβαίνεις! Δεν έπρεπε να τη φοβηθείς, μερικοί που βγήκαν μαζί της είχαν κομπλάρει, ένας απ αυτούς φοβόταν να καθίσει δίπλα της έτσι που την είχε δει εντυπωσιακή, αεράτη, άνετη μ’ ένα φόρεμα βραδινό, ο τύπος τα είχε παίξει, ένιωθε δέος, καθόταν όλο το βράδυ από μακριά και τη χάζευε…
Ο θείος Αρχιμήδης
Καθώς έμπαινε το φθινόπωρο η ζέστη συνέχιζε αποπνικτική, ευτυχώς οι νύχτα έπεφτε όλο και νωρίτερα, τα βράδια ο ήλιος που έδυε έβαφε κοκκινωπές τις στέγες των πολυκατοικιών, στα γυράδικα έκοβαν φέτες κρέατος με μεγάλα μαχαίρια κοφτερά. Αυτή ήταν εντάξει όμως, πάντα όταν όλα σου πάνε καλά, φοβάσαι ότι το πράγμα θα γυρίσει ανάποδα, είναι κανόνας, πρέπει να φυλάγεσαι, έτσι σκέφτονταν πηγαίνοντας στα γενέθλια ενός φίλου, ήθελε να του κάνει έκπληξη, να του φέρει μια τούρτα υπέροχη, να τον αιφνιδιάσει.
Πήγε στο σπίτι, έβαλε ένα ποτηράκι βότκα και κάθισε στο καναπέ. Όπως ηρεμούσε, της ήρθε σιγά σιγά η εικόνα μιας άσπρης πιατέλας με κόλλυβα απ το μνημόσυνο του θείου της, αυτό ήταν λοιπόν, έτσι εξηγούνταν, με το που αντίκρισε τη τούρτα άνοιξε το καπάκι, της ήρθαν στο νου τα κλάματα των γυναικών, η φωτογραφία που είχαν βάλει πάνω απ το κεφάλι του θείου της, η μάνα της που έδειχνε γερασμένη ξαφνικά , το καλοκαίρι, η ζέστη, το μπαλκόνι όπου είχαν μαζευτεί κάτι γριές μαυροφορεμένες…
Τα θυμήθηκε όλα, το θείο της τον Αρχιμήδη, ένα παλικάρι που όλοι το αγαπούσαν, εντάξει όχι όλοι, καλοντυμένος πάντα με τα κοστούμια και τα πουκάμισά του, νευρικός, ζωηρός, ανήσυχος λίγο παλαβός, λίγο τρελός, όλο σε φασαρίες έμπλεκε. Δεν καταλάβαινε τίποτα, μια φορά είχε πλακώσει κάποιον σωματέμπορα που είχε ανοίξει ένα μαγαζί με μπιλιάρδα στη γειτονιά, μια φορά πάλι είχε σακατέψει έναν τάταρο που απειλούσε μια κοπέλα, καλά είχε πάθει αμόκ, δεν μπορούσε να το χωνέψει πώς όλοι κάθονταν και κοίταζαν εκείνο το ζώο που απειλούσε το κορίτσι στριμώχνοντάς το σε μια γωνιά, του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. ”Σταμάτα ρε μ… μη σου σπάσω το χοντροκέφαλο!” του είπε κι ο άλλος ψάρωσε, κόλλησε, κώλωσε, ήταν τόσο σαλταρισμένος ο Αρχιμήδης, τι όνομα κι αυτό, τόσο τρελαμένος, που ο τάταρος σκιάχτηκε!
Είχε κι ωραία γυναίκα ο Αρχιμήδης, μια κουκλάρα πόντια που άφησε το σχολειό στα δεκάξι της και τον βοηθούσε να χτίσουν το σπίτι τους κουβαλώντας τσιμεντόλιθους δίχως να γκρινιάζει ούτε μια στιγμή, τέσσερα παιδιά του ‘κανε που έμειναν ορφανά, δεν ξαναπαντρεύτηκε, τα μικρά τα ανέλαβε η πεθερά που λάτρευε τη νύφη της, κάθε πρωί σηκώνονταν πρώτη να της φτιάξει πρωινό με αυγόφετες που άρεσαν στο κορίτσι, δεν ήθελε να κουράζεται το παιδί, όλες τις δουλειές του σπιτιού έκανε η γριά, το μέρος έλαμπε, μιλάμε τέτοια νοικοκυρά δεν υπήρχε, η πεθερά μεγάλωσε και τα μικρά που γίνονταν όλο και πιο όμορφα…
Ένα βυτιοφόρο είχε ο Αρχιμήδης μαζί με κάτι άλλα παιδιά και πότιζαν μ’ αυτό χωράφια ξερικά σ’ ένα κάμπο πιο στεγνό κι απ’ την έρημο Ατακάμα, τι κάψα είχαν φάει ρε φίλε, τι ιδρώτα είχαν ρίξει, μια φορά πήγαν το βυτίο για συντήρηση, θέλησαν ν’ αλείψουν με πίσσα το εσωτερικό του κι άναψαν τη λάμπα μέσα κοίλωμα, ξαφνικά όλο το μέρος πήρε φωτιά, έγινε κόλαση, κανείς δεν τους είχε πει πως όταν ανάβεις φως σε κλειστό χώρο με αναθυμιάσεις πετρελαίου υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης ακαριαίας, όλο το βυτίο πήρε φωτιά σα λαμπάδα, πορτοκαλιές φλόγες ανέβαιναν, ο Αρχιμήδης που ήταν απ’ έξω ρίχτηκε μες στις φλόγες κι έβγαλε έξω τους δυο κακομοίρηδες που ήταν εγκλωβισμένοι και ούρλιαζαν, τους έσυρε όπως- όπως και μετά έπρεπε να τρέξει δυο χιλιόμετρα μέχρι το κέντρο υγείας να φωνάξει βοήθεια, όταν έφτασε εκεί συνειδητοποίησε ότι αυτός ήταν σε χειρότερη κατάσταση, όλο το σώμα του ήταν γεμάτο εγκαύματα, είχε καεί σα λουκάνικο, μπορούσε να νιώσει και τη μυρουδιά του ψημένου κρέατος, τον έστειλαν άρον άρον στο νοσοκομείο, δυο μέρες χαροπάλευε, μετά τέλος…
Οι άλλοι δυο επέζησαν, άλλος με κομμένα δάχτυλα, άλλος με στίγματα που δε φεύγουν ποτέ, πάντως επέζησαν, αυτός όχι…
Στην κηδεία του έγινε χαμός, μαζεύτηκε κόσμος απ’ όλα τα διπλανά χωριά, όλοι ήξεραν τον Αρχιμήδη και την οικογένειά του, μες στον ορυμαγδό, το κλάμα και τη βαριά ατμόσφαιρα ένα κοριτσάκι παρακολουθούσε περίεργο όλα αυτά. Όλα φαίνονταν περίεργα στο κοριτσάκι, του έκαναν τρομερή εντύπωση τα κεριά, οι παπάδες, οι τύποι με τα μαύρα σακάκια που κάπνιζαν και μιλούσαν σιγανά, η οχλοβοή μες τον καύσωνα του καλοκαιριού, ήταν σα ταινία, σα θέατρο, είχε πάει μέχρι τα νεκροταφεία, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του, ήταν σα να μην υπήρχε. Τις επόμενες μέρες όλα αυτά γυρνούσαν συνέχεια μες στο μυαλουδάκι όπου και να πήγαινε, τον αγαπούσε το θείο, ήταν μικρή αυτή, αλλά καταλάβαινε ότι ήταν κάτι ασυνήθιστο εκείνος ο άνθρωπος, είχε κάτι διαφορετικό απ’ τους άλλους, ήταν πιο δυνατός, πιο καλός, πιο όμορφος, πιο τρελός, πιο παθιασμένος σ’ ό,τι έκανε κι ήταν και γλυκός έτσι που έρχονταν επιβλητικός κι αγέρωχος κάθε φορά να της δώσει καμιά σοκολάτα με τρούφα καφετιά γύρω γύρω και να τη φιλήσει.
Αναμνήσεις …
Τον αγαπούσε, όποτε έρχονταν στο σπίτι της έτρεχε να τον αγκαλιάσει, αγαπούσε και τη γυναίκα του κι εκείνα τα μικρά που είχαν γεννήσει, δεν ξεκολλούσε από κοντά τους. Κι ύστερα πήγε και πέθανε, τέλειωσε, έσβησε, τον έχωσαν σ’ εκείνο το κοφίνι και δεν κουνιόταν, καταλαβαίνεις; Ήταν μες στα νεύρα, όλα μαύρα τής φαίνονταν γύρω, όλα καταθλιπτικά σα να είχε πέσει ο ουρανός και τα αστέρια κι ο ήλιος κι όλο το καταπέτασμα και να την πλάκωσε! Γιατί να της το κάνει αυτό, δεν ήταν δίκαιο ποιος το είχε επιτρέψει, γιατί να πεθάνει αυτός και να ζήσουν οι άλλοι, μα πόσο ηλίθιος ήταν να μην το σκεφτεί, να μπει μες στην κόλαση και να βγάλει τους άλλους!
Την Κυριακή που ακολούθησε την κηδεία, η μάνα της την έστειλε στο διπλανό μεγάλο χωριό να πάρει τη πιατέλα με τα κόλλυβα, καλά η μάνα της ήταν λίγο τρελή, το εμπιστεύονταν εντελώς αυτό μια σταλιά κοριτσάκι, πήγε όπως της είπε η μαμά και πήρε την πιατέλα την άσπρη, τη στολισμένη με ρύζια με την ασημένια επικάλυψη, κι όλους εκείνους τους σταυρούς και τα παράξενα σχέδια, το μυαλό της ήταν τόσο μπερδεμένο σα να είχε μπει στο μπλέντερ, σ’ όλη τη διαδρομή χάζευε μια έξω τα δέντρα και τα χωράφια, μια το απαλό στρώμα της πιατέλας που σκέπαζε το στάρι το ανακατεμένο με τις σταφίδες, τα καρύδια, την κανέλα, την άχνη…
Πέρασαν χρόνια, το κοριτσάκι μεγάλωσε, τα ξέχασε όλα, έγινε γυναίκα, έφτιαξε ένα σώμα σφιχτό και δεμένο σα της γαζέλας, όλο μύες και νεύρο! Είχε μια επιδερμίδα απαλή, τρυφερή, άσπρη το χειμώνα, ηλιοκαμένη το καλοκαίρι, όλοι την αγαπούσαν, εντάξει είπαμε όχι όλοι, μερικοί δεν τη χώνευαν, τη θεωρούσαν μεγάλη ψωνάρα, ο ζαχαροπλάστης όμως πέθαινε!
Κι ύστερα ήρθε εκείνη η τούρτα να την αναστατώσει, να τη χαλάσει, είχε γίνει άνω κάτω, πήρε ένα αστικό να κάνει μια βόλτα, αμάξια διπλοπαρκαρισμένα μπλόκαραν τους δρόμους, ένας γέρος προσπαθούσε ν’ ανοίξει μια πόρτα σιδερόφραχτη σ’ ένα κτίριο μεταλλικό, δυο ροτβάιλερ καθισμένα στη πίσω μεριά ενός αυτοκινήτου έβγαζαν έξω απ’ το παράθυρο τις γλώσσες τους να δροσιστούν, δεν είχε κοιμηθεί καλά τη νύχτα κι αυτός που ήταν μαζί της κάποια στιγμή κοιμόταν τόσο ήσυχα που νόμιζε ότι ήταν πεθαμένος, τον άγγιξε απαλά, τον ξύπνησε, κι αυτός της χάιδευε το πρόσωπο γύρω γύρω ώρα πολλή…
Έμοιαζε καλός αυτός ο τελευταίος ”Ίσως γίνει κάτι αυτή τη φορά!” είπε από μέσα της, όπως σήκωσε το κεφάλι, είδε μπροστά της εκείνη την αφίσα με τον γαλανομάτη, στάθηκε μια στιγμή να το χαζέψει εκείνο το θέαμα που την ηρεμούσε πάντοτε, τα μαλλιά του είχαν το βαθύ μαύρο χρώμα των φτερών του κόρακα, τα μάτια του ήταν τόσο γαλάζια σα να είχαν αδειάσει εκεί μέσα όλες οι θάλασσες, όλοι οι ωκεανοί, όλα τ’ αρμυρά νερά της υφηλίου, δεν υπήρχε τέτοια απόχρωση, κάτι είχαν κάνει, θα πρέπει να φορούσε φακούς ο άντρας εκείνος, δεν εξηγούταν αλλιώς, ένιωσε καλύτερα, χαλάρωσε, ασυναίσθητα έσυρε τα δάχτυλα στο λαιμό χαϊδεύοντας εκείνο το παράξενο κρόταλο…
Απόστολος Σπυράκης
Eξαιρετικό! Με κράτησε ως το τέλος.
Πολύ δυνατό κείμενο. Μπράβο!
Σφιχτοδεμένη αφήγηση, ζωντανές εικόνες.
Πολύ καλό, συγχαρητήρια!