Ήτανε δειλός. Φοβόταν και τη σκιά του. Κάθε φορά που έβλεπε κανένα ψηλό, κανένα σωματαρά στο σχολείο, άλλαζε πεζοδρόμιο. Στο παρκάκι της γειτονιάς του, μία φορά, δεν πρόλαβε. Τον έβαλε στη γωνιά ο Αυγουστίνος, αν δεν κάνω λάθος. Δεν τον άγγιξε. Ήταν ο τρόπος που τον κοιτούσε, όμως. Η αγριάδα, ο τσαμπουκάς, το λαρύγγι που βροντοκόπαγε φωνή τον έκαναν να χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Σχεδόν κατουρήθηκε. Δεν τολμούσε να σηκώσει κεφάλι. Να αντιμιλήσει. Να αντικόψει τον άλλο. Να σηκώσει λίγο τη φωνή του. Τα μάτια του. Μία ζωή στα μουλωχτά. Να μην τον βλέπουν. Ανθρωπάκι τον έλεγε η μάνα του. Τι αυτή ανδρογυναίκα και δεν κάτεχε από τρόπους και τέτοια. Η ίδια η συγχωρεμένη περηφανευόταν ότι ό,τι ήθελε να πει το ξεκόβε στα ίδια. Αρχιδάτα, έλεγε. Ναι, του το είχε πει ότι δεν θα ζήσει. Θα σέρνεται. Αφού μέχρι και στο Γυμνάσιο τον έπαιρνε η γιαγιά του. Από το χέρι στο δημοτικό. Πιο τσαμπουκαλίδικα δίπλα της αυτός στο Γυμνάσιο. Αλλά πάντα με αυτήν στο πλευρό του. Μία φορά την είχε θυμώσει. Θα τον κτυπούσε, μου ‘παν, αυτή και εκείνος έφυγε τρέχοντας για τον δρόμο. Κορνάρισε μία νταλίκα και να τον πίσω αυτόν. Κλαίγοντας. Λαγός να ‘τανε, έλεγε η μάνα του, θα ‘ταν πιο τολμηρός. Αυτός είναι χέστης.
Στις μία η ώρα, μία Τετάρτη, πριν από τρία χρόνια, δέχτηκε μία κλήση. Από το Facebook. Στην άλλη γραμμή, ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε. Είχε υπέροχο όνομα, όμως. Ομιλούν ίσως, σκέφτηκε. Από εκείνα τα παλιά, τα ομηροφανή, τα Σαιξπηρικά, τα δουλεμένα αποβραδίς με τη σμίλη των λέξεων. Από εκείνα που φωτοβολάνε τ’ απόκρυφα μυστικώματα τ’ ουρανού, όταν αχνίζει το φως και στήνεται στο σκηνικό της χαραυγής. Και μεθοκοπάει ο ορίζοντας.
«Θέλω να με αφήσεις να δω αυτό που κρύβεις μέσα σου», είπε η φωνή στην άκρη της γραμμής.
Και ο δικός μας μάλλον προστακτικό το άκουσε στο συλλαβητό των λέξεων. Και τρόμαξε το ανθρωπάκι. Ήθελε να κλείσει το τηλέφωνο και να βυθίσει το πρόσωπο στο μαξιλάρι. Όπως έκανε από παλιά. Κάθε φορά που ήθελε να κρυφτεί. Με το πρόσωπο καλυμμένο. Να μην τον βλέπουν. Να φεύγει από τη θωριά τους. Το τέλειο αμπάρωμα.
«Δεν ξέρω. Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα», ψέλλισε διστακτικά. «Δεν γνωριζόμαστε. Τι θα έχουμε να πούμε;»
«Μη ξεγελάς τον εαυτό σου. Έχεις μέσα σου ό,τι και εγώ».
«Τι είναι αυτό;»
Η φωνή δεν ακούστηκε αμέσως. Σιωπή. Σταμάτησε τις λέξεις. Με βία. Ζύγιασε τις σκέψεις. Χωρίς να μπορεί να πει κάτι, για να χαρακώσει τη βαριά ταφόπλακα της ανήσυχης ησυχίας. Σκέφτηκε πολύ φαίνεται, για να βρει κάτι πρόσφορο να πει.
«Απόψε θα σε δω. Πού θέλεις;»
«Μήπως προχωράμε λίγο πιο γρήγορα από ό,τι πρέπει;»
«Απόψε θα σε δω. Πού θέλεις;»
«Στο λιμανάκι; Να σε περιμένω λίγο πιο πάνω;»
Η φωνή δεν μίλησε. Έκλεισε το τηλέφωνο απότομα. Με ένα αιώρημα τον είχε αφήσει. Για πρώτη φορά στην καρδιά του μετά από αρκετό καιρό. Παράξενο. Τρέμουλο στα χέρια. Και μία ρίγη στην πλάτη. Όπως και κάθε φορά που ψυχανεμιζόταν ένα κακό να ‘ρχεται. Στην ψυχή του κουρελιασμένες αναμνήσεις από τα πιο ανομόλογα. Εικόνες και κοιτάγματα και μασκαρέματα. Όσο να χαθεί το πρόσωπο. Να μπει μία μάσκα. Να κρύψει. Να κρυφτεί. Συνυφάνσεις πενιχρές. Χλωμές. Αδιόρατες σχεδόν. Δοσμένες στο σκοτάδι. Κάπου στο δειλό, κάπου στ’ ανομόλογο. Στο κάθε γάβγισμα που του ‘διναν οι άλλοι. Στην κάθε φαλτσωδία που ‘βγαινε από τα μάτια, τα αυτιά, τα χέρια και τα χείλια. Αιώνιοι οι στίχοι του τραγωδού. Στην τυφλότητά τους λέξη. Ποταπότητα και ανθρωπίλα. Να μην αλλάξει σύσταση το γένος. Γιατί έτσι έπρεπε. Συνυφάνσεις, ναι. Νεκρές.
Δεν ξέρω τι κάνει σήμερα. Έχασα τα πατήματα. Φαγώθηκαν τα ψίχουλα. Και τα πουλιά δεν μου λένε πια τίποτα. Πήγε τότε, ναι. Είδε το γαλάζιο. Τ’ απίστευτο εκείνο. Το ζεστό. Τ’ ανοιχτό. Το συλλάβισμα σε κάθε ψηλαφητό. Γκρεμίστηκε το σκοτάδι, μου ‘παν, και γίνηκε πάλι φως. Κάπου εκεί μπορεί και να πέθανε.
Αφιερωμένο. Α. Α. Α. & Σ. Β.