Γράφει ο Ηλίας Στόφυλας
Η ποιήτρια των Σπασμένων Ουρανών
«Έρωτας είναι του ενός ο βασανισμός» γράφει η Κική Δημουλά και είναι αυτό το αδιέξοδο που τρέφει και οδηγεί τα κινήματα της ψυχής της Αναστασίας Πατσούρη· η αμείλικτη μονομέρεια του αισθήματος. Η «Μικρή κοιμωμένη» (σ. 18) θλίβεται, αλλά δεν εγκαταλείπει, γιατί ξέρει, ότι «μόνο τα ανολοκλήρωτα νικούν». «Γεμάτη νερά» (σ. 38), «μέσα στα βράχια» (σ. 34) προσκυνά το Μέγα Ανεκπλήρωτο, αυτό που μοιάζει με «σκούρα θάλασσα προ της οποίας βαθαίνει», όπως γράφει η Δημουλά στο ποίημά της «Αντίγραφο χειμώνα». Η Αναστασία χρειάζεται μόνο το «ηχηρό φιλί» (σ. 15), την «αντάρτικη πνοή» (σ. 15), του ματαιωμένου έρωτα για να μην βυθιστεί στον λήθαργο της αδράνειας. Ο ύπνος, «είν’ ο μικρός αδελφός του θανάτου» (σ. 16) διαβάζουμε στο ποίημά της «Έρεβος». «Μόνο μη φοβηθείς και αποκοιμηθείς» (σ. 16) προστάζει τον οριακό εσωτερικό της άλλο η ποιήτρια· αυτόν που απειλεί να την στείλει στα Τάρταρα, στο πυρ της δηλαδή το εσώτερον.
Η σχέση ύπνου και θανάτου υπογραμμίζεται ήδη από τη μυθολογία, κατά την οποία ο Ύπνος και ο Θάνατος θεωρούνταν γιοι της Νύχτας και κατοικούσαν στα Τάρταρα. Τα Τάρταρα αναφέρονται στα μοιρολόγια σαν χώρος θανάτου και τιμωρίας, που αφορά όλους τους ανθρώπους αδιαφοροποίητα, σαν μια κοινή μοίρα. Κοινή μοίρα-μύηση είναι και ο Ύπνος, γι’ αυτό κατοικεί στα Τάρταρα. Η απώλεια της συνείδησης θα ατροφήσει τα αγωνιστικά στοιχεία της φλεγόμενης καρδιάς της Ποιήτριας, θα λειτουργήσει όμως και ως αντίδοτο στον πόνο· καθώς ο ύπνος είναι και φορέας απόλαυσης. Τα νανουρίσματα αποδίδουν έναν locus amoenus, έναν ειδυλλιακό τόπο παιχνιδιού, ασφάλειας, αγάπης και εμπιστοσύνης. Είναι ένα τοπίο αιώνιας άνοιξης, παραδείσιας ευφορίας, με δέντρα, λουλούδια, λιβάδια, κελαηδίσματα πουλιών. Είναι ένα αλλού, που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από το ά-τοπο και το εύ-τοπο. Είναι το «πέρα των περών», όπως διαβάζουμε σε κάποια κυπριακά νανουρίσματα.
Ο χώρος των ονείρων, ο χώρος των παθών είναι ο χώρος της πρωταρχικής αντίληψης της ποιήτριας. Είναι το προνομιακό της πεδίο. Άλλοτε ενοικεί στον Άνω χώρο· έναν χώρο ανάλαφρο, αιθέριο, διαφανή. Και άλλοτε στον Κάτω χώρο, τον χώρο της λάσπης· έναν χώρο τραχύ, σκοτεινό, παραφορτωμένο. Άλλοτε ρέει μέσα τους σαν γάργαρο νερό, άλλοτε μαρμαρώνει μαζί τους, όπως η πέτρα ή το κρύσταλλο.
Τώρα, η μοναχική και ασυντρόφευτη ποιήτρια, «γνωρίζει το μαύρο και το άσπρο» (σ. 16). Είναι έτοιμη να ενδυθεί το αγγελικό σχήμα, όχι για να αναζητήσει τον Θεό, αλλά για να τον χάσει μια για πάντα, όπως ο νέος στο ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ με τίτλο «Ο Νεαρός κι οι Καλογριούλες»: «Εγώ μόνο ξέρω τι είναι κάτω απ’ το άσπρο: ένα μικρό κοκαλάκι άσπρο κι αυτό είπες, περπάτησες μετά γύρω απ’ το μοναστήρι-καλύβι, κολλούσαν οι μηροί σου ρετσίνι, κολλούσαν οι ξανθές τρίχες. Σαν πύο πετάχτηκαν οι καλογριούλες, μαύρες με σπασμένα παλιόκουμπα για μάτια, τα πόδια ανοιχτά απ’ τον θυμό βιδωμένα στο χώμα. Ούρλιαζ’ η χαρουπιά «μεσημέρι, μεσημέρι»· σε κοίταζαν οι ξεχασμένες, λευκό, γυμνό με το κόκαλο και τα δάχτυλα ακουμπισμένα στο γοφό. Τον Χριστό ποτέ δεν είδαν στο βουνό, ούτε την Άνοιξη-Ανάσταση· έρημες γριές καλογριούλες, πώς έφτυσαν, σταυροκοπήθηκαν, μαντάλωσαν την ανακούρκουδη εκκλησιά. Μαύρες θαμπές κατσαρίδες, που βρώμαγαν σκοτάδι, άναψαν τα κεριά, του δαίμονα του νου τους να καψαλίσουν την ουρά…Κι εσύ περπατητός ή πετώντας πια με πληγωμένους αστραγάλους, γκρεμιζόσουνα στη θάλασσα άσπρος άσπρος και μακρύς μακρύς μακριά». Η Αναστασία, πάντως, «δυστυχώς έχει μεταλάβει» (σ. 42) και «πώς να φτύσει;», όπως οι γριές καλογριούλες…
Με «μαύρα ράσα» (σ. 40) και «άσπρα μαλλιά» (σ. 40) καταφεύγει η συγγραφέας στην ετεροτοπία του μοναστηριού-κοιμητηρίου· εκεί που κείτονται οι «ματωμένοι ουρανοί»· εκεί που θα έρθει και για εκείνη οπωσδήποτε το «πλήγωμα του χρόνου». Η ποιήτρια βρίσκεται σε απόλυτη ρήξη με τον παραδοσιακό της χρόνο, γι’ αυτό και επιλέγει το μοναστήρι-κοιμητήριο, έναν τόπο σαφώς ετεροτοπικό, καθώς για το άτομο, σύμφωνα με τον Φουκώ, το νεκροταφείο ξεκινά με αυτήν την παράξενη ετεροχρονία, την απώλεια της ζωής, και με αυτήν την οιονεί αιωνιότητα όπου δεν σταματά να αποσυντίθεται και να ξεθωριάζει. Μόνο το κορμί ρίχνει στο χώμα κι αφήνει στο μνήμα τον καθρέφτη της, η ποιήτρια-αναχωρήτρια. Είναι μία παρηγοριά ο καθρέφτης, καθώς αποτελεί μια ουτοπία, έναν τόπο χωρίς τόπο. Χάρη στον καθρέφτη ανακαλύπτει η ποιήτρια την απουσία της. Ολοσχερώς απουσιάζει κι απ’ τον χώρο των ζωντανών, κι απ’ τον χώρο των κεκοιμημένων. Γράφει ο Φουκώ: «Στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου εκεί όπου δεν βρίσκομαι […] ένα είδος σκιάς που δίνει τη δυνατότητα να βλέπω τον εαυτό μου εκεί απ’ όπου απουσιάζω».
Η ποιήτρια-μοναχή ορκίζεται στα μακάρια δάκρυα (σ. 19) ενός «Ολοστρόγγυλου Θεού» (σ. 19) – μόνος Θεός της το Μέγα Ανεκπλήρωτο. Είναι μια ύπαρξη μισο-άυλη και μισο-ένυλη που μπαινοβγαίνει στους δύο κόσμους· είναι η εγκάρσια τομή του γράμματος –Θ-· του γράμματος, που συμβολίζει, όπως διαβάζουμε στα σχόλια του Διονυσίου του Θρακός, τον κύκλο του Σύμπαντος Κόσμου και χωρίζεται μέσω της τομής στον επάνω κόσμο των ζωντανών και στον κάτω κόσμο των νεκρών. Το ίδιο γράμμα ξεκινά Θεό και Θάνατο. «Είναι μεγάλη ευκολία ο θάνατος και ο έρωτας να έχουν τον ίδιο φωτισμό» γράφει η Κική Δημουλά στο «Τέστ Αληθείας». Στο ποίημά της που τιτλοφορείται «Σαράκι», γράφει σπαρακτικά η Αναστασία· η ποιήτρια των σπασμένων ουρανών: «Όσα ζήσαμε μαζί, γίναν ξύλινα αγάλματα […] στου Μουσείου ρημάζουν την άδεια συμφορά» (σ. 29).
Η ποιήτρια-ένσαρκος Άγγελος, καταριέται το Αίσθημα-Μουσείο. Αντιμάχεται τη Μουσειοποίηση των Μεγάλων Συναισθημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι το Μουσείο θεωρείται ετεροτοπία, κατά την οποία ο Χρόνος δεν σταματά να συσσωρεύεται και να σκαρφαλώνει στο ζενίθ του, όπως διαπιστώνει ο Φουκώ. Η ιδέα του σχηματισμού ενός είδους Γενικού Αρχείου του Έρωτα, η ιδέα της δημιουργίας ενός τόπου που θα συγκεντρώνει όλους τους Χρόνους και που θα είναι ο ίδιος εκτός Χρόνου και στο Απυρόβλητο του Χρόνου, θα ακύρωνε την πορεία της Προσκυνήτριας προς τη Θέωση, προς την κατάκτηση του Ιδανικού. Το Άπιαστο στην ποίηση της Πατσούρη σπαρταράει. Δεν βαλσαμώνεται. Δεν παρουσιάζεται με Ψευδώνυμο. Να μεταφερθεί παραπλεύρως «στην ισόγεια μνήμη του θανάτου», όπως γράφει η Δημουλά, δεν καταδέχεται. Μόνο στο ρετιρέ του Παραδείσου, στον τελευταίο όροφο νοικιάζει· στον πρώτο της Ανάστασης ανελκυστήρα· νοικιάζει και στην ώρα του αποπληρώνει.
Η Αναστασία στο Εν κινήσει συμπάσχει με την αιώνια αδικημένη στην ιστορία της ανθρωπότητας: τη γυναίκα. Στο ποίημά της που τιτλοφορείται «Ελληνίδα» αναφέρεται στα «μοντέρνα δεινά» (σ. 17) που κουβαλούν οι θηλυκότητες. Οι θηλυκές υπάρξεις, που ιστορικά περιχαρακώνονται στο βιολογικό, σε αυτό που η Μποβουάρ αποκαλούσε «κύκλο της εμμένειας», ο οποίος διαχρονικά σχετίστηκε με τις βιολογικές διαδικασίες της αναπαραγωγής. Η μητρότητα, εξάλλου, έγινε το προνομιακό πεδίο όπου εμπεδώθηκε η πατριαρχική δοξασία της «γυναικείας φύσης».
Ενώνει τη φωνή της η Πατσούρη με τη γυναίκα που δεν δικαιούται να γεράσει, με τη γυναίκα της αρρυτίδωτης, ψευδεπίγραφης και ανυπόγραφης σε τελική ανάλυση ζωής· με τη γυναίκα που βλέπεται μόνο ως αισθητικό αντικείμενο· με τη γυναίκα που άναρχα τη γλώσσα της να βγάζει στον δυνάστη και εν δυνάμει δολοφόνο της είναι ανεπίτρεπτο («Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και τον θάνατο», γράφει ο Αναγνωστάκης)· με τη γυναίκα που απαγορεύεται να ανέλθει θριαμβευτικά στην κοινωνική κλίμακα.
Διαβάζουμε στο ποίημα «Κλίμακα» του Τίτου Πατρίκιου: «Γάμπα, γόνατο, γλουτοί. Γοφιά, Γαστέρα, Γλώσσα. Γάγγλια, Γαργάρα, Γιατρικό. Γυναίκες, Γυναικολογίες, Γενικολογίες», αλλά και στην «Πτώση του Στήθους» της Ρουκ: «Το υπερώο του σώματος, απ’ όπου τα χλομά λιβάδια της σάρκας έλαμπαν ακόμη πιο ελκυστικά μες στο σκοτάδι, όταν με μισόκλειστα μάτια ήταν σαν ν’ άκουγες τους αγωγούς του αίματος ν’ αδειάζουν και να ξαναγεμίζουν. Το θείο μπαλκόνι που μόνο στον πολύ πόνο ζάρωνε και κρυβόταν πίσω απ’ τα σκούρα. Το ανώγειο της καθημερινότητας όπου άλλος αέρας φυσούσε, κι είχε τότε το φαΐ της ζωής κάτι απ’ τη γεύση του συμβόλου. Το αίθριο με τη δική του είσοδο, την αυτόνομη σχέση του με την ψυχή, η εικονογράφηση μιας ζωής άλλης, πάντα πιο μπροστά στη μέρα, πάντα πιο θαρραλέα στη μοίρα· το άγαλμα της ελπίδας με τις δυο εύγλωττες καμπύλες έπεσε, γκρεμίστηκε και βλέπω πια τη ζωή από κάτω προς τα πάνω· βλέπω πως έχω πάντα την ίδια διαφορά στήθους με το άπειρο».
Τα οικογενειακά δράματα, «οι κάμποι αδιαλλαξίας» (σ. 30) που υψώνονται ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά τους – ποιος μπορεί, άλλωστε, να μας γλιτώσει από τους γονείς μας, για να θυμηθώ τον ιερέα-ψυχαναλυτή Φιλόθεο Φάρο- τίθενται επίσης στο επίκεντρο της ποιητικής συλλογής Εν κινήσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα ποιήματα «Αποφάσεις», «Διδαχή», «Αδελφή». «Οι γονείς μου ήταν θνητοί, εγώ όμως είχα άλλες βλέψεις» γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης και αισθάνομαι πως ο ποιήτριά μας ευθυγραμμίζεται πλήρως με αυτήν την θέση. Το οικογενειακό περιβάλλον καταγράφεται στην ποίηση της Πατσούρη ως μια «εστία μικροβίων», όπως θα έλεγε ο Λένιν, ως ένα άσυλο για ύπνο και για φαγητό όπου ουδείς καταλαβαίνει την καρδιά του άλλου. Ένα κεκαλυμμένο ολοπαγές ίδρυμα, όπου κάθε διαφορετική φωνή πνίγεται, στραγγαλίζεται. Ένα δριμύ κατηγορώ στον πρώτο τυχόντα που άσπλαγχνα μας γέννησε είναι αρκετά από τα ποιήματα του βιβλίου. Ένα σθεντόρειο “Ανάθεμα το Ανάθρεμμα”.
Η Αναστασία ονειρεύεται την «καθαρή λευτεριά» (σ. 41), γι’ αυτό και στρέφει τα βέλη της στο πλέον απάνθρωπο, εκμεταλλευτικό και αδηφάγο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, τον Καπιταλισμό. Στο ποίημά της που τιτλοφορείται «Πληρωμένη ηδονή» ειρωνεύεται τα «Δώρα του Καπιταλισμού» (σ. 12), που ούτε εξαγνίζουν, ούτε εξιγνιάζουν. Παλεύει για τη συντριβή του Παγκόσμιου Τέρατος, την κατάργηση της εκμετάλλευσης του Ανθρώπου από Άνθρωπο και την Οικοδόμηση του Συστήματος του Νέου Ανθρωπισμού. Προνομιούχοι και μη προνομιούχοι την ίδια κοινή μοίρα ακολουθούν. «Οι φλέβες της γης» του ποιήματος «Πλαγιές» της Πατσούρη, θα έλεγα, πως συνομιλούν με την «κρύα γη» του ποιήματος «Επιτάφιον» του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Εδώ αναπαύεται. Η μόνη ανάπαυση της ζωής του. Η μόνη του στερνή ικανοποίηση. Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του. Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο». Σκέφτομαι πως όλα στο τέλος τα αποκαθιστά το Χώμα. Στο ποίημα «Αδαής» η Πατσούρη απευθύνει ένα κάλεσμα σε όλες και σε όλους για αφύπνιση και πλήρη μεταστροφή του νου, για αλλαγή της συνείδησης. Αν δεν αλλάξουμε, θα πεθάνουμε βαλτωμένοι και σκουριασμένοι. Θυμάμαι τη στιχομυθία ανάμεσα στον Περίανδρο και τον γιο του Λυκόφρονα στο δράμα Κορίνθιες του Κοσμά Πολίτη: «-Για ποιους νεκρούς τολμάς να πεις; -Όλους εκείνους που καθημερινά πεθαίνουν και σαπίζουν μες στη συνείδηση. Με πνίγ’ η δυσωδία και θα ορύξω τάφο δέκα οργιές να τους στιβάξω μέσα, να χορτάσουν γη». «Θέ μου, τι κουφάρια ξέβρασε η επιβίωση», γράφει η Δημουλά στο «Για τις πληγείσες ιδιοσυγκρασίες».
Η ποιήτρια-ιέρεια προσέρχεται με κατάνυξη στους ιερούς χώρους της θυσίας. Το κελί της δεν λειτουργεί όμως ως ησυχαστήριο· εντός του ηχούν οι σάλπιγγες ενός γενικού συναγερμού, ενός γενικού προσκλητηρίου αντίστασης στην παραίτηση. Τα αφυδατωμένα Σώματα στο Εν κινήσει -στα αφυδατωμένα σώματα, αντιτάσσει τα «γεμάτα νερά» του έρωτα η Αναστασία-, θεωρούνται, γι’ αυτό και απορρίπτονται, μισογκρεμισμένα τείχη. Είναι ένας «ένδοξος» τόπος μαρτυρίου της ανθρώπινης ύπαρξης. Άλλοτε τα κρύβεις, άλλοτε σε κρύβουν. Είναι τα απέραντα νεκροταφεία των δολοφονημένων επιθυμιών, όπως θα έγραφε ο Χρόνης Μίσσιος. Σε «προφυλάσσουν» απονεκρώνοντάς σε. Τείχη για να γλιτώσεις από τον Χρόνο και την αναπόφευκτη Φθορά, τείχη για να εμποδιστούν τα Μεγάλα Συναισθήματα, τείχη να μη δεις την αλήθεια σου, τείχη για να ζεις εν κρυπτώ και υπό διωγμόν. Τείχη, τείχη, τείχη για να είσαι στη ζωή σου κάποιος άλλος από αυτό που προστάζει το βαθύτερό σου είναι. Τείχη, σύγχρονα αφοδευτήρια της πληρότητας. Η εξεγερμένη ποιήτρια δεν θέλει να είναι η κατεστραμμένη, θέλει να είναι η καταστροφή, για να μνημονεύσω τους στίχους του Δημήτρη Χαρίτου. Ο αιώνιος θάνατος του έρωτα τής χαρίζει πιστεύω την αθανασία: «Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή», αναρωτιέται διαπιστώνοντας ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
«Ελκύομαι και συνάμα πλήττω» (σ. 31) γράφει η Αναστασία στο ποίημά της «Σχέση». Ελκύεται και συνάμα εκλύεται, θα έλεγα, σαν πυριφλεγής λάβα εκρηξιγενούς ηφαιστείου, επικεντρωμένη όμως στην «εστία της φωτιάς» (σ. 27) της. «Στροβιλίζεται στη δίνη» (σ. 37) του αναπάντεχου, του αναπόδραστου αποκρούοντας τις «βόλες» (σ. 39), υποκύπτοντας, ωστόσο, στις «αυταπάτες» (σ. 39) ενός έρωτα που για τον περίγυρο συνιστά καρκίνωμα. Δεν την ενδιαφέρει πόσο θα ζήσει, αλλά πώς θα ζήσει. Γιατί “η ζωή δεν είναι έκταση, είναι ένταση”, για να παραπέμψω στην εμβληματική Eroica του Κοσμά Πολίτη.
Ο Στεργιόπουλος παρατηρεί ότι στο έργο του Καβάφη γίνεται μια πνευματοποίηση του αισθήματος «δια της σιωπής», μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα, όπως θα έλεγε ο Έλιοτ, ή καλύτερα το αντίστροφο: ανάπλαση του αισθήματος σε σκέψη. Ο ποιητής δεν μας μιλάει συνήθως για τα αισθήματά του. Κι όμως τα αισθανόμαστε να μας διαπερνούν μέσα απ’ την αποσιώπησή τους και την αναγωγή τους σε νοήματα. Καταφεύγει σε προσωπεία και τεχνάσματα, όπως η πανοπλία του Αιμιλιανού Μονάη στο ομώνυμο ποίημα, για να μην «ξέρει κανείς απ’ όσους θα τον πλησιάσουν που κείνται οι πληγές του, τα τρωτά του μέρη», ή το προσωπείο της Κρατησίκλειας στο «Άγε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων», που «δεν καταδεχόταν»: «ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί· και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή. Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της».
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον ελάχιστα εκδηλωτικό από ιδιοσυγκρασία Αλεξανδρινό ποιητή, η Πατσούρη δεν κρύβει, δεν κρύβεται, δεν διστάζει. Με τόλμη και γενναιότητα μας δείχνει σχεδόν απροκάλυπτα την «πιο διάχυτη πληγή της» (σ. 21), την «ατέρμονη ψυχή της» (σ. 21). «Θέλω να φύγω, μακριά να πετώ, με εσένα να εξερευνώ τόπους απόκρημνους, σαν τα μαντάτα πως σ’ αγαπώ» (σ. 44), γράφει στο ποίημα «Γκρεμοί». Το αίσθημα στο Εν κινήσει τρέχει με την ταχύτητα του ακίνητου που δεν έμαθε να επιστρέφει. (“Επέστρεψες. Στο ίδιο σημείο, μ’ ακούς. Επέστρεψες”, σ. 22). Όμως εκείνη, η ποιήτρια, το ξέρω. Το θέλει, το μπορεί· πρώτη να διαλέξει, πρώτη να φτάσει στον Λαχανιασμένο Τερματισμό της Αγάπης. Σωπαίνοντας, κραυγάζοντας, δαγκώνοντας τα χείλη. «Γιατί η ανθρώπινη φύση», όπως διαβάζουμε στην Εκάτη του Πολίτη, «για να φτάσει στην Τέλεια Μάθηση, δεν μπορεί να βρει καλύτερο συνεργό από τον έρωτα…».
Κύριες και κύριοι, φίλες και φίλοι, είναι η Αναστασία Πατσούρη, είναι η Ποιήτρια των Σπασμένων Ουρανών. Η δαγκωμένη της μ(η)λιά της άλλο δεν είναι παρά η σπασμένη χορδή που παίζει τον Παράδεισο.