Η νύχτα απόψε είναι βαριά. Το σκοτάδι διώχνει το φως. Ο θάνατος κυνηγά τη ζωή.
Ο Αλέκος τρέχει όπως τόσοι άλλοι. Σέρνει το χτυπημένο του πόδι. Πονάει πολύ, αλλά αν σταθεί μπορεί να μην ξαναπονέσει ποτέ…
Τρέχει όπως όπως και όσο μπορεί. Ξέρει ότι θα χρειαστεί βοήθεια. Θα χρειαστεί γιατρό. Πράγμα αδύνατο σ’ αυτό το χαλασμό. σ’ αυτό το κυνήγι των προβάτων από τους λύκους.
Βλέπει μια ταμπέλα γιατρού σε ένα ισόγειο. Χτυπάει το κουδούνι και κρύβεται. Ρισκάρει. Ή μάλλον δε ρισκάρει. Χειρότερα δε γίνεται.
Βγαίνει κάποιος κρυφά και κοιτά. Του ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει στο ιατρείο, κάνει τον σταυρό του και παρακολουθεί τον γιατρό. Δεν ξέρει αν πρέπει να ανησυχήσει που καταλαβαίνει ότι κάτι κάνει στο έξω χωλ. Φέρνει κι άλλο παιδί ή… ή τον προδίδει. Ευτυχώς η αγωνία τελειώνει γρήγορα, αφού ο γιατρός επιστρέφει με ένα πανάκι βαμμένο από το αίμα του Αλέκου. Έχει καθαρίσει στα γρήγορα και κρυφά το χωλ για να μην τον προδώσουν οι κηλίδες του αίματος, αν αρχίσει η αστυνομία να ψάχνει στα κτίρια.
-Το πόδι σου, αγόρι μου; Μη φοβάσαι φαίνεται ελαφρύ το τραύμα. Μόνο να σταματήσουμε το αίμα.
-Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ!
-Εγώ σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Που πολεμάς, νέο παιδί… Μπράβο αγόρι μου, και τον φιλάει στο κεφάλι.
Τον φροντίζει με μεγάλη προσοχή και σιγουριά.
-Σε λίγο θα σταματήσει η αιμορραγία. Δεν είναι βαθύ το τραύμα. Ευτυχώς! Πιστεύω θα πάει καλά. Άλλωστε μόνο η πίστη μας έμεινε. Αλλά θα πάει καλά…
Απ’ έξω ακούγεται νέο ποδοβολητό. Ο γιατρός παίρνει το παιδί στο πίσω δωμάτιο, ανάβει ένα μικρό φως και κλείνει και τα ελάχιστα φώτα που υπήρχαν στο μπροστινό δωμάτιο. Συνεχίζει να περιποιείται το τραύμα, μιλώντας στο παιδί ακόμα πιο σιγά.
-Πώς σε λένε;
-Αλέκο. Αλέκο Βαλουξή.
-Και είσαι φοιτητής;
-Ναι, Πολιτικός Μηχανικός στο δεύτερο έτος.
-Από δω, από την Αθήνα;
-Όχι, από την Κοκκινιά.
-Ωωω!… Ολυμπιακάρα;
-Ναι, αλλά δεν έχω και μεγάλη μανία με το ποδόσφαιρο.
-Και με τι έχεις μανία; (πιο σιγά ακόμα). Με τα πολιτικά;
-Μπα… Aλλά υπάρχει άνθρωπος με αίμα στις φλέβες του -όσο έχει απομείνει τέλος πάντων- να το χωνεύει αυτό;
-Όχι!
-Είστε στην ηλικία του πατέρα μου, αλλά… Να, ο δικός μου ο πατέρας μου λέει να μην ανακατεύομαι, θα φάω το κεφάλι μου και τέτοια. Και λίγο ακόμα σήμερα θα έβγαινε κι αληθινός… ή κινδυνεύω ακόμα;
-Με λίγο καλό φαγητό και καλό ύπνο, σε λίγες μέρες μάλλον θα είναι παρελθόν. Μόλις τελειώσω θα ανέβω πάνω στης αδερφής μου να της πω να μαγειρέψει κάτι δυναμωτικό. Θα φας και μετά θα κοιμηθείς τον ύπνο του δικαίου. Στην κυριολεξία.
-Εσείς εδώ μένετε;
-Όχι. Εδώ είναι το πατρικό μου.
Ο γιατρός σηκώνεται για να ανέβει πάνω στην αδερφή του, να κοιτάξει για φαγητό.
-Θα σε κλειδώσω, μη φοβηθείς. Έχεις αρχίσει να πεινάς;
-Να σας πω την αλήθεια, με την κουβέντα ξεχάστηκα κάπως και πεινάω, διψάω, επανέρχομαι στα κανονικά…
Ο γιατρός τού φέρνει νερό και μετά σκέφτεται να του στείψει πορτοκάλια. Την ώρα που του δίνει τον χυμό, ο Αλέκος ρωτά:
-Οι άλλοι; Οι άλλοι, γιατρέ;
-Ας ελπίσουμε, αγόρι μου. Ας ελπίσουμε…
Ο γιατρός φεύγει προσεκτικά και ο Αλέκος περιεργάζεται από την πολυθρόνα που κάθεται, το ιατρείο. Βλέπει το πτυχίο του γιατρού. Κοιτάζει με περιέργεια το όνομα και την ειδικότητα. ‘Ιωάννης Ρουμελιώτης. Καρδιολόγος.’
‘Από καρδιά, καλά τα πάει ο γιατρός. Και Γιάννης. Ενός κοκκόρου γνώση λέει η μάνα μου, αλλά αυτός ο Γιάννης μπορεί και να έσωσε το παιδί της απόψε’, σκέφτεται ο Αλέκος, ενώ ξαφνικά ακούει απ’ έξω ποδοβολητό, βρισιές και πυροβολισμούς. Κάνει την προσευχή του. Θα ήταν κι εκείνος εκεί έξω αν δεν ήταν ο γιατρός. Δεν μπορεί να σωθεί μόνος του. Πρέπει να σωθούν όλοι. Προσεύχεται. Προσεύχεται μέχρι που του κόβεται η ανάσα από τη λαχτάρα. Ο γιατρός αργεί. Θα φοβάται να κατέβει τώρα με τη φασαρία. Και μόλις κάνει αυτή τη σκέψη, συνειδητοποιεί πόσο τον εμπιστεύεται. και πόσο βασίζεται σε κείνον. Είναι δεν είναι μία ώρα που τον γνώρισε κι ακόμη κι αν δεν τον ξαναδεί από αύριο ποτέ, έχει δεθεί μαζί του για πάντα, αφού απόψε αυτός ο άγνωστος μπορεί και να του έσωσε τη ζωή. Κι αν δεν την έσωσε, τον γλίτωσε από τόση αγωνία, τόσο ‘κουτσό’ τρέξιμο, τόσα που δεν μπορεί, ούτε θέλει να φανταστεί.
Όταν σε μισή περίπου ώρα ησυχάζουν τα πράγματα έξω, κατεβαίνει ο γιατρός με ένα κατσαρολάκι.
-Γιουβαρλάκια τρως;
-Μετά μανίας! Αλλά και να μην έτρωγα, τώρα…
-Εμένα είναι το αγαπημένο μου του χειμώνα. Βράζει και παντζάρια πάνω η αδερφή μου να φας.
Ο Αλέκος τρώει με λαιμαργία, ενώ ο γιατρός δείχνει να χαίρεται για την όρεξή του.
-Γιατρέ, όση ώρα λείπατε έκανα διάφορες σκέψεις. Απόψε είδα το χάρο με τα μάτια μου. Αξίζει να ζει κανείς μαζεμένος, καταπιεσμένος…; Απόψε μπορεί να αντιστάθηκα στη χούντα, αλλά … από μία άλλη καταπίεση έχω ξεκινήσει.
-Των δικών σου…
-Φαίνεται ε;
-Από καναδυό που μου είπες. Άλλωστε είναι συνηθισμένο.
-Δεν αντέχω τη μαγκιά του πατέρα μου. Που είναι ο σπουδαίος, ο δυνατός ο άντρας, που με κοροϊδεύει που δεν είμαι έτσι κι εγώ.
Και δείχνοντας τα γιουβαρλάκια, συνεχίζει:
-Και για τα γιουβαρλάκια που μ’ αρέσουν… και γι’ αυτά ακόμα με κοροϊδεύει. Πήγα μια φορά στην οικοδομή μαζί του και τον έκανα να ντραπεί λέει γιατί είμαι άχρηστος και…
-Εσύ είσαι των γραμμάτων, αγόρι μου, αλλά δεν μπορεί να το καταλάβει, ούτε να το εκτιμήσει. Μπορεί και να μη φταίει γι’ αυτό. Εμένα ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος. Ήθελε να γίνω κι εγώ το ίδιο. Ε! εγώ δεν ήθελα, μαλώναμε. Σκέψου να μην έπαιρνα τα γράμματα! Φαντάζεσαι τι θα άκουγα κι εγώ; Και άχρηστος και ότι τον ντροπιάζω και και και. Παλιά μυαλά.
-Μα εσείς είστε συνομήλικος με τον πατέρα μου.
-Νιώθω όμως νέος. Ακούω την καρδιά μου, γι’ αυτό, και γελάνε και οι δύο αφού ο γιατρός βάζει το στηθοσκόπιο στην καρδιά του.
Κι ενώ γελάνε, ο γιατρός σκοτεινιάζει κάπως και κοιτώντας στο κενό, αρχίζει μια άλλη συζήτηση.
-Ακούω την καρδιά μου! Μην τα παραλέω κιόλας. Κάποτε, κάποτε ερωτεύτηκα παράφορα… Μια Καρυάτιδα… μια πανέμορφη γυναίκα. Πολύ δυνατή και δυναμική, αλλά… αλλά…
Μεσολαβεί μια μικρή σιωπή. Ο Αλέκος αναρωτιέται. Αυτός ο άνθρωπος πλήγωσε και πληγώθηκε; Στο τέλος δεν αντέχει άλλο και ρωτάει.
-Αλλά; Αν επιτρέπεται κιόλας.
-Αλλά, σε άλλο μήκος κύματος… Θα σου φανεί κάπως άσχημο. Εγώ παιδί ‘καλής οικογενείας’, εκείνη ένα λαϊκό κορίτσι από τα προσφυγικά.
-Κι εμείς πρόσφυγες Μικρασιάτες είμαστε.
-Όόχι δεν ήθελα να πω κάτι.. Αλίμονο. Κοκκινιά και συ… ναι. Εσείς αλλάξατε την Ελλάδα! Απλά σου περιγράφω την κατάσταση. Ήρθε στιγμή που δεν πήγαινε άλλο. Εκείνη πολύ λαϊκιά για μένα, εγώ πολύ ..’αφρόγαλα’ για κείνη.
Ο φοιτητής τον διακόπτει έκπληκτος.
-Πώς! Αφρόγαλα με λέει και μένα η μάνα μου. Που δεν είμαι άντρακλας και στιβαρός, που είμαι ευαίσθητος, που μ’ αρέσουν τα βιβλία και οι ιδέες… έτσι τις λέει τις ανησυχίες μου: ‘Βιβλία και ιδέες!’ Πότε με καμάρι, πότε υποτιμητικά.
-Έχουν τέτοια μυαλά. Τι να κάνουμε!
-Και τι έγινε με την κοπέλα… την Καρυάτιδα; Αν επιτρέπεται.
-Τα ετερώνυμα έλκονται. Οι διαφορές, διαφορές και το πάθος, πάθος. Αλλά δεν πήγαινε άλλο!
Ο γιατρός σταματά το δέσιμο του επίδεσμου και αναπολεί. Σχεδόν ταξιδεύει.
-Ιανουάριος 1954. Τότε την είδα για τελευταία φορά. Το θυμάμαι ακόμα. Από τότε ποτέ ξανά… Ούτε στο δρόμο. Σαν να Μεγάλη η Αθήνα, αλλά κανονικά αν ήταν, κάπου θα την πετύχαινα. Κάτι θα μάθαινα για κείνη.
-Φοβάστε ότι κάτι έπαθε;
Ο γιατρός τρομάζει ακούγοντας μια τραγική εκδοχή που ποτέ δεν είχε σκεφτεί. Γουρλώνει τα μάτια του, σκέφτεται και μόλις συνέρχεται κάπως, γυρίζει προς τη μεριά του Αλέκου.
-Είδες; Ποτέ δεν το σκέφτηκα. Σκεφτόμουνα μόνο ότι δεν τη βλέπω ποτέ πουθενά, γιατί μόνο όποιοι αγαπιώνται συναντιώνται.
-Συγγνώμη, τη σκέφτεστε ακόμη;
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένας πυροβολισμός και αμέσως πάλι γίνεται ησυχία. Οι δύο άντρες κοιτάζονται και μένουν σιωπηλοί για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή τον Αλέκο τον πιάνουν τα κλάματα. Ο γιατρός τον αγκαλιάζει λέγοντάς του να κλάψει, να κλάψει όσο χρειάζεται για να ξεσπάσει. Το αγόρι κλαίει πνίγοντας τους λυγμούς του για να μην ακουστεί μέσα στην πονηρή αυτή νύχτα. Όταν αρχίζει να ηρεμεί, νιώθει κάποια τραβήγματα στο χτυπημένο του πόδι, αλλά αργεί να πει για αυτά στο γιατρό γιατί του φαίνεται λίγο, μπροστά σε ό,τι μπορεί να συμβαίνει έξω. Ο γιατρός, παρά τις αντιρρήσεις του Αλέκου, ξαναεξετάζει το πόδι και ήρεμος ξανακλείνει τις γάζες, αφού καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει καμιά ανησυχία.
Μετά από αρκετή ώρα ο μικρός είχε πια αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα κι ο γιατρός στον καναπέ του ιατρείου.
Με την ανατολή του ήλιου, οι πρώτες ακτίνες που τρυπώνουν από τις γρίλιες ξυπνούν τον γιατρό. Σηκώνεται για λίγο και καθώς δεν έχει ανάψει φως, δε βλέπει το σκαμνάκι που είχε αφήσει δίπλα στον Αλέκο και το παρασύρει. Από το θόρυβο και το φως που αναγκάζεται να ανάψει ο γιατρός, ξυπνάει κι ο Αλέκος. Κοιτάζει γύρω του σαστισμένος, προσπαθώντας τα πρώτα δευτερόλεπτα να καταλάβει πού βρίσκεται. Αν και κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο για κάποιον που κοιμάται εκτάκτως κάπου αλλού, ο γιατρός προς στιγμή ανησυχεί με το χαμένο ύφος του, σε συνδυασμό με τη χλωμάδα του. Του παίρνει την πίεση, η οποία δεν είναι ανησυχητική. Ο βασικός του προβληματισμός είναι για την απώλεια του αίματος.
-Αλήθεια, τι ομάδα αίματος έχεις;
-Μηδέν. Λέτε να χρειαστώ;
-Όχι, έτσι σε ρώτησα. Από περιέργεια, αλλά δεν έπρεπε γιατί σου βάζω ιδέες χωρίς λόγο.
-Μια φορά που χρειάστηκα παιδευτήκαμε λίγο. Ο πατέρας μου είναι τυχερός. Παίρνει από όλους… όπως πάντα.
-Παίρνει από όλους; ΑΒ δηλαδή;
-Αυτή παίρνει από όλους;
-Πόσο χρονών είναι οι δικοί σου;’
-45 με 50.
Ο γιατρός σοκάρεται. Είναι αδύνατον γονιός με ομάδα αίματος ΑΒ να έχει παιδί με ομάδα μηδέν και προς στιγμή σκέφτηκε πως το παιδί είναι υιοθετημένο. Αλλά με τόσο νέους γονείς δύσκολο. Ίσως η μαμά να είναι λίγο ατακτούλα…
Ο Αλέκος διακόπτει τις σκέψεις του, σχεδόν μονολογεί. Εξομολογείται μέσα στο μισοσκόταδο.
-Μάλιστα. Ο πατέρας μου! Είναι δυο μέτρα, δυνατός, δουλεύει στην οικοδομή και είναι από τους καλύτερους, γι’ αυτό βγάζει και κάμποσα λεφτά. Έχει γυναίκα κούκλα που τη ζηλεύει όλη η Κοκκινιά. Λεβέντης! Ενώ εγώ…
-Εσύ τι;
-Καλαμαράς. Έτσι με φωνάζει. Κοντός, γυαλάκιας, δεν τη σηκώνω τη δουλειά…
-Σπουδάζεις. Στο Πολυτεχνείο. Εσύ ξέρεις ότι είναι σπουδαίο. Όπως κι αυτό που έκανες απόψε.
-Άμα δε σηκώνεις πηλοφόρι είσαι τζούφιος γι’ αυτόν.
-Ε! του λείπει μόρφωση γι’ αυτό. Καμιά φορά όσοι… Αλλά τώρα τέτοια ώρα τέτοια θα σκέφτεσαι; Εδώ βγήκες απ’ το χαλασμό. Άστα αυτά…
Τον διακόπτει.
-Ναι, τώρα είναι που βγαίνουν από μέσα μου περισσότερο. Τώρα που ζορίστηκα. Που κινδύνευσα. Γιατί τι είναι η ζωή να κάνω τον βλάκα; Αέρας είναι και φεύγει οποιαδήποτε στιγμή.
Σκέφτεται για λίγο και συνεχίζει με περισσότερη φόρα.
-Και στις γυναίκες δεν έχω την αυτοπεποίθησή του. Αυτός έχει τη Σοφία Λόρεν…
Τώρα ο γιατρός διακόπτει το αγόρι.
-Την ποια;
-Σας είπα, η μάνα μου είναι πολύ ωραία γυναίκα. ‘Σοφία Λόρεν’ τη φωνάζουν στην Κοκκινιά. Και όχι τυχαία βέβαια, αφού της μοιάζει.
Ο γιατρός έχει κοκκινίσει και ιδρώνει. Τα χέρια του τρέμουν. Ο φοιτητής αρχίζει να ανησυχεί.
-Τι τρέχει γιατρέ;
Ο γιατρός στην αρχή τα χάνει, αλλά επανέρχεται γρήγορα.
-Όχι, κάτι δικό μου σκέφτηκα και… Αλήθεια… τι έτος είπες πως είσαι;
-Δεύτερο.
-Δηλαδή, γεννήθηκες το…1954; ψελλίζει ο γιατρός. Κι ο Αλέκος χωρίς να ξέρει, τον διευκολύνει απαντώντας:
-Ναι, τον Οκτώβριο.
Ο γιατρός δεν ξέρει τι να κάνει. Πώς να ρωτήσει χωρίς να προδοθεί.
-Ω… ώστε Σοφία Λόρεν η μαμά σου;
-Ναι. Και τη λένε και Σοφία.
Ο γιατρός απορεί πώς δεν λιποθύμησε μετά το τελευταίο. Κάνει ότι ασχολείται με κάτι ιατρικά του εργαλεία και σχεδόν βυθίζεται στις σκέψεις του. Όταν μετά από αρκετά λεπτά γυρίζει προς το παιδί, το βλέπει να έχει ξανααποκοιμηθεί στην πολυθρόνα. Το κοιτάζει με άλλα μάτια τώρα. Δε χρειάζεται προσπάθεια για να δει την τόση φανερή ομοιότητα. Η ευγενική μύτη της Σοφίας και κατά τ’ άλλα… ο ίδιος στα νιάτα του. Ακόμα και στα μυαλά. Σε όλα. Κι ας μεγάλωσε σε αντίθετο περιβάλλον. Ίσως και γι’ αυτό. Ίσως η φύση αντιστέκεται στην αλλοίωσή της…
Ο Αλέκος ξαναξυπνάει σε μια ώρα και θέλει να πάει στο μπάνιο. Πηγαίνοντας υποβασταζόμενος από τον γιατρό, αναρωτιέται τι να κάνει με τους δικούς του που θα ανησυχούν, αφού ήξεραν ότι θα είναι με τους επαναστατημένους φοιτητές.
Όταν βγαίνει από το μπάνιο, ακόμη και αυτή η σκέψη έχει καταλήξει σε οργή για τον πατέρα του.
-Λες και δεν ξέρω τι θα λέει στη μάνα μου. Αντί να ξενυχτάει με καμιά γυναίκα κοιτάει πώς να φάει το κεφάλι του. Λες και θα αλλάξει αυτός τον κόσμο.
-Είσαι πολύ θυμωμένος, αγόρι μου, είσαι ταλαιπωρημένος και οι άσχημες σκέψεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Έλα κάθισε, να σου φέρω γάλα και πρωϊνό από πάνω από την αδερφή μου. Να μάθω και τα νέα. Ό,τι έχει φτάσει τέλος πάντων στ’ αυτιά της. Και θα δούμε τι θα κάνουμε και με τους γονείς σου.
Μετά από αυτό, ο γιατρός, αντίθετα από τον Αλέκο, νιώθει μια καλοσύνη για τον άξεστο ίσως πατέρα του, γιατί εκείνος αυτές τις στιγμές θα αγωνιά, εκείνος θα υποφέρει γι’ αυτό το παιδί, παιδί του δικού του έρωτα.
Φεύγοντας για την αδερφή του, ο γιατρός γυρίζει και ρωτά τον Αλέκο:
-Πώς τον λένε αλήθεια τον πατέρα σου;
-Νώντα. Γιατί;
-Να έτσι… μια που μιλήσαμε για κείνον…
Τον Νώντα λοιπόν. Δύσκολο να είναι συνωνυμία. Όταν είχανε χωρίσει με τη Σοφία και ξανασυναντήθηκαν εκείνη τη μία και καθοριστική όπως φαίνεται φορά, κάποιος κοινός γνωστός τού είχε εμπιστευτεί πως μάλλον τα έχει φτιάξει με κάποιον Νώντα από τη γειτονιά της. Από ό,τι φαίνεται, αυτόν πρέπει να παντρεύτηκε αμέσως μετά και ίσως και κείνη να μην πίστεψε ότι το παιδί… Καλά δεν ξέρει από ομάδες αίματος και τέτοια, αλλά είναι όμως δυνατόν να μην το έχει καταλάβει τόσα χρόνια; Ή μήπως του μοιάζει και κείνου με κάποιον τρόπο; Τόσα ερωτήματα μια τέτοια κρίσιμη στιγμή που ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα. Πόσο πιο σημαντικά θα φαίνονταν κάποτε; Πόσο τώρα προέχει η ζωή πριν από καθετί άλλο…
Στην επόμενη ώρα, ο Αλέκος έχει φάει και έχει συνέλθει αρκετά, αλλά δεν μπορεί ακόμη να περπατήσει. Χρειάζεται απλά να αναρρώσει, με ανάρρωση ρουτίνας. Ξένοιαστοι πια από τα ιατρικά του, προσπαθούν και οι δύο να σκεφτούν τι θα κάνουν με τους γονείς του, ώσπου ο γιατρός ρίχνει την ιδέα:
-Το βρήκα. Είδα έξω κόσμο. Ξέρεις τι είναι οι περισσότεροι τώρα που το σκέφτομαι; Γονείς που ψάχνουν να μάθουν, να βρουν κάτι για τα παιδιά τους. Θα βγω και θα τους ψάξω μήπως και είναι και κείνοι!
-Και πώς θα τους γνωρίσετε;
Εκεί ο γιατρός ‘πιάστηκε’. Προσπαθώντας να τα μπαλώσει και να δείξει φυσικός του απαντά:
-Ε! έλα βρε παιδί μου! Τέτοιες ώρες; Θα προσπαθήσω να καταλάβω ποιοί ψάχνουν, όλο και κάποιος θα μου μιλήσει, όλο και κάτι θα γίνει… Εδώ ξαναβρέθηκαν άνθρωποι μετά τη Σμύρνη, εδώ θα χαθούμε;
-Ναι, αλλά εκείνοι γνωρίζονταν.
-Ε! θα ψάχνω για καμία Σοφία Λόρεν, τι να γίνει… Αρκεί να είναι εδώ… Άντε να μην καθυστερώ άλλο. Άμα χρειαστείς τίποτα, σου γράφω εδώ το τηλέφωνο της αδερφής μου. Μη μιλήσεις άμα πάρεις. Ξέρεις… μπορεί να παρακολουθούνται. Άστο να χτυπήσει δύο φορές. Θα πάω να της το πω να ξέρει και να έχει και το νου της γενικά.
Ο γιατρός βγαίνει στο δρόμο. Τι γίνεται έξω; Θα δει σημάδια θανάτου; Θα δει γονείς να θρηνούν; Θα κυκλοφορούν χαφιέδες; Πρέπει να προσέχει κι αυτό, εκτός από το να ψάχνει;
Κάνει ένα μεγάλο γύρο στην περιοχή. Αρκετός κόσμος. Κάποιοι ρωτούν, κάποιοι ψάχνουν, οι περισσότεροι μιλούν ψιθυριστά, τα πρόσωπα είναι σκαμμένα από την αγωνία, το κλάμα και τον πόνο, όλοι φαίνονται να έχουν γίνει ένα, μία γροθιά, ταλαιπωρημένη αλλά γροθιά. απέναντι στο κοινό κακό που τους βρήκε. Ακόμη και κείνοι που δεν μπερδεύτηκαν πουθενά. Που ένιωθαν προστατευμένοι. Γιατί αυτή τη νύχτα μιλούσαν τα παιδιά, μιλούσε ο ανθός της ζωής κι αυτόν δεν μπορεί κανείς να τον ‘κρατήσει΄, να τον αλυσοδέσει. Τη ζωή του κανείς την ‘κρατάει’, όπως θρηνεί ο ποιητής. Τα νιάτα όμως όχι!
Επιστρέφοντας από τον πρώτο γύρο και με τη σκέψη να κοιτάξει αλλού τώρα, βλέπει στο απέναντι τετράγωνο τη Σοφία! Εκείνη είναι. Η ίδια ‘Σοφία Λόρεν’. Μόνο που τώρα παίζει σε τραγωδία. Διπλή.
Περνάει απέναντι. Την πλησιάζει. Της μιλάει. Καταλαβαίνει πως ο άντρας δίπλα πρέπει να είναι μαζί της. Είναι μάλλον ο Νώντας. Πολύ ανήσυχος, ίσως και κλαμένος, κοιτάζει γύρω του σαν χαμένος. Ψάχνει τον Αλέκο ή κάτι από τον Αλέκο. Αυτός ο άνθρωπος πονάει βαθιά και του ξυπνά τόση ευγνωμοσύνη αυτή η αγάπη του για τον Αλέκο. Πρέπει να τον δει έτσι ο μικρός. Πρέπει. Θα γιατρευτούν πολλά από αυτό το βλέμμα, αυτή την όψη, αυτή την καμουφλαρισμένη τόσον καιρό αγάπη… Ποιός ξέρει, μπορεί να ήταν έτσι τόσα χρόνια γιατί ίσως κάτι να διαισθάνονταν, αυτός ο περίπου άξεστος άνθρωπος…
Ο γιατρός φοβούμενος πως μπορεί παντού να υπάρχουν χαφιέδες, δεν μπορεί να πει την αλήθεια στη Σοφία και τον άντρα της, γι’ αυτό απλά τους καλεί στο ιατρείο, να πιουν ένα νερό να ηρεμήσουν λίγο οι άνθρωποι. Στην αρχή αρνούνται, αλλά σαν από ένστικτο, σα χαμένοι, σαν να τους ‘μίλησε’ το ύφος του γιατρού, τον ακολουθούν.
Τους ανοίγει την πόρτα και μετά αποσύρεται στο διάδρομο της εισόδου. Ήταν δική τους στιγμή.
Πνιγμένοι λυγμοί. Αυτό μονάχα ακούγονταν. Αυτή η νύχτα άλλαξε πολλές ζωές…
Σε λίγη ώρα βγήκε στο διάδρομο η Σοφία, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Εκατέρωθεν αυτής της πόρτας, δύο μεγάλα μυστικά έβγαιναν στο φως. Από τη μια πλευρά ξεδιπλώνονταν απροκάλυπτα η οδυνηρή αγάπη και ο θαυμασμός ενός άντρα για το γιο που μεγάλωσε. Από την άλλη, το άλλο μυστικό επαληθεύονταν στο βλέμμα της Σοφίας. Πήγε κάτι να πει. Κάτι σαν ‘ευχαριστώ’. Ο γιατρός τη σταμάτησε. Με το δικό του βλέμμα της έλεγε: ‘Το παιδί επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι.’
Σήμερα, 17 Νοεμβρίου 1973, ο Αλέκος ήταν γραφτό να βρει και τους δυο του πατεράδες.
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΡΟΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος