Πριν αρχινίσω την σημερινή μας εξιστόρηση, οφείλω να ενημερώσω το πλατύ αναγνωστικό κοινό ότι η αρχική μου πρόθεση ήταν η συγγραφή μιας άλλης ιστορίας. Λόγω οικονομικής στενότητας, γιατί κι εμείς οι συγγραφείς είμαστε άνθρωποι με υλικές ανάγκες, αναγκάζομαι εκ των περιστάσεων να σας αφηγηθώ την μοναδική ιστορία για την oποία κατάφερα να βρω χορηγό.
Πρόκειται για μια ιστορία με πολλά πηγαινέλα, μεταξύ Θεσ/νικης – Θάσου (με το ΚΤΕΛ Καβάλας), την οποία επιχορήγησε το ΚΤΕΛ Καβάλας, ενώ οι δυο ακτοπλοϊκές εταιρίες για Θάσο επέδειξαν δυστυχώς μεγάλη αναλγησία, κοινώς γαϊδουριά, και δεν μου έδωσαν φράγκο τσακιστό. Κανονικά θα όφειλα να περιορίσω την ιστορία μου στα όρια ”Θεσ/νικη – Καβάλα”, αλλά λόγω του ότι στην Καβάλα δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να συμβεί κάτι ενδιαφέρον, θα επεκταθώ ιδίοις πόροις μέχρι την Θάσο, κοινώς θα πληρώσω τα έξοδα από την τσέπη μου, περικόπτοντας τις οικονομίες μου, με συνέπεια τη δραματική μείωση της διάρκειας των καλοκαιρινών μου διακοπών κατά μια ημέρα. Κι όλα αυτά για να μη λέτε ότι ασκώ το επάγγελμα της αφήγησης πλημμελώς, ότι δεν κάνω θυσίες για το αναγνωστικό μου κοινό ή ότι ενδιαφέρομαι μόνο για τη βολή μου.
Η Πετρούλα έκλεισε εγκαίρως δωμάτιο σε ξενοδοχείο στο Λιμένα της Θάσου μέσω διαδικτύου. Από καιρό σχεδίαζε αυτές τις διακοπές, τις οποίες θα πραγματοποιούσε παρόλο και σε πείσμα των φίλων της που θα πήγαιναν για ακόμα μια χρονιά στην Ιερισσό της Λέσβου. Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση έστειλε μήνυμα στο εν λόγω ξενοδοχείο για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη κλιματιστικού και τηλεόρασης. Η απάντηση που έλαβε την διαβεβαίωνε ευγενικά ότι την μετακίνησαν σε άλλο δωμάτιο που διαθέτει τα απαιτούμενα, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.
Αποβιβάστηκε στον Λιμένα την 12η πρωινήν, της 2ας του Ιούνη. Για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω αν φτάνει πλοίο στο Λιμένα εκείνη την ώρα, αλλά δεν σκοπεύω να κάνω έρευνα στα ακτοπλοϊκά δρομολόγια εταιριών που αδιαφορούν για το συγγραφικό μου έργο. Έτσι κι αλλιώς, και 1μμ να έφτανε, και 2μμ να έφτανε, η ιστορία μας, δεν θα το έπαιρνε καν χαμπάρι.
Η Πετρούλα ήταν ένα ψηλό και εντυπωσιακό κορίτσι, απόφοιτη της Σχολής Καλών Τεχνών, με αντρικό γκόθικ κούρεμα, τατουάζ στα μπράτσα και στο σώμα και πίρσινγκ στ’ αυτιά, στη μύτη, στα χείλη και σε άλλα μέρη – προτείνω να μην σκαλώσουμε σε λεπτομέρειες που θα εξασθένιζαν την πλοκή. Φορούσε ένα εφαρμοστό σχισμένο τζιν και αθλητικά παπούτσια All Star.
Είκοσι λεπτά μετά είχε ήδη εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο, όπου διαπίστωσε ότι ο πονηρός ξενοδόχος τής πούλησε τζάμπα εκδούλευση, μια και όλα τα δωμάτια διέθεταν κλιματισμό και τηλεόραση. Δεν το έκανε όμως θέμα, αν εξαιρέσουμε τη γόπα του τσιγάρου που έσβησε στην ολοκαίνουρια μοκέτα του διαδρόμου. Στη συνέχεια νοίκιασε ένα βεσπάκι και ρίχτηκε στην αναζήτηση μιας παραλίας όπου θα επανασυνδεόταν επιτέλους με το υγρό στοιχείο.
Μερικά χιλιόμετρα έξω από τον Λιμένα, εντόπισε ένα στενό κατηφορικό χωματόδρομο που την οδήγησε σ’ έναν ειδυλλιακό όρμο, μ’ ένα μικρό καφέ – μπαρ στην δεξιά του άκρη, πάντα όπως κοιτάζουμε τη θάλασσα.
Οι λουόμενοι ήταν ελάχιστοι. Τα νερά κρύα και διάφανα. Η άμμος δεν κολλούσε στο σώμα και η μουσική του καφέ- μπαρ ευχάριστη. Αφού έκανε το μπάνιο της – λίγο πεταλούδα για να ξεμουδιάσει και μετά σπριντ κρόουλ για ν’ ανεβάσει την αδρεναλίνη της, ξάπλωσε στην άμμο κι άφησε τον ήλιο να την ξεροψήσει. Κάποτε μάζεψε τα πράγματα της κι άραξε στο καφέ.
Ο Θοδωρής -τον φώναζαν και Δώρο- ήταν ο κάτοχος του καφέ – μπαρ κι ενός μαύρου γκέκα, με κανελή μουσούδα και πατούσες, που τον φώναζε Γύλο, γιατί όπως κι ο Αυλωνίτης στη γνωστή ταινία ”Σοφερίνα”, το ένα μάτι του ήταν ”όρτσα”.
Την πλησίασε για να πάρει παραγγελία. Ήταν γύρω στα τριάντα, αθλητικός, ελαφρώς αξύριστος και μαυρισμένος σαν ναυαγός.
Η Πετρούλα -που δεν ήθελε να την φωνάζουν Τούλα- τον ρώτησε αν υπάρχει κάτι φαγώσιμο κι αυτός της είπε ότι: ”Έχει μόνο τοστ και κρέπες, εκτός αν θες ένα πλήρες πρωινό ”. Η Πετρούλα διάλεξε το τελευταίο -μεταξύ μας έκανε την πιο καλή επιλογή- που περιελάμβανε δυο αυγά μάτια με μπέικον, ένα φεσκοστυμμένο χυμό πορτοκαλιού, ένα μπολ με στραγγιστό αγελαδινό γιαούρτι, ένα μπολ με χωριάτικο βούτυρο, έξι φρυγανισμένες φέτες λευκού ψωμιού και 5-6 μπολάκια με διαφορετικές μαρμελάδες.
Η Πετρούλα αφού απήλαυσε για λίγο τη γενική εικόνα του εντυπωσιακού πρωινού πάνω στο καρό τραπεζομάντιλο, βάλθηκε στη συνέχεια να κατασπαράζει με βουλιμία ένα – ένα τα εδέσματα όπως ένα αρπαχτικό τα θηράματά του, αφήνοντας τις μαρμελάδες για το τέλος. Σύκο, φράουλα, πορτοκάλι, δαμάσκηνο, βατόμουρο και κάστανο. Με κάθε δοκιμή, εκρήξεις γέμιζαν τον ουρανίσκο της σαν πυροτεχνήματα στον σκοτεινό ουρανό, αφήνοντας πίσω τους λαμπερές χρωματιστές λάμψεις γεύσης που στροβιλίζονταν στον οισοφάγο της στέλνοντας ζεστά κύματα ευχαρίστησης μέχρι το υπογάστριο.
Όση ώρα έτρωγε, ο Θοδωρής, δήθεν αδιάφορα, προσποιούμενος ότι κάνει δουλειές, την κατασκόπευε εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι αυτή δεν μπορούσε να δει τα μάτια του που τα κάλυπτε μ’ ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά ηλίου. Τρία πράγματα του έκαναν μεγάλη εντύπωση. Το πρώτο αφορούσε στο Γύλο, που όχι μόνο δεν γαύγισε στην Πετρούλα, άλλα αφού τη μύρισε, πήγε και ξάπλωσε στα πόδια της σαν να την ήξερε από πάντα. Το δεύτερο ήταν αυτό το τατού – φύλλωμα που κύκλωνε σαν αναρριχώμενο φυτό τον γυμνό ωμό της και το τρίτο τα ευκίνητα, σαν άγριου ζώου, μαύρα μάτια της.
Η Πετρούλα, με την σειρά της, όση ώρα έτρωγε έριχνε κλεφτές ματιές στον Θοδωρή. Την γοήτευε η φαινομενική αδιαφορία του. Η νωθρότητα και η ελαφρότητα με την οποία κινούνταν.
Όταν τέλειωσε το φαγητό της, πλήρωσε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.
Καθώς κατευθυνόταν προς τη βέσπα της με την όποια θα επέστρεφε στο ξενοδοχείο, ο Θοδωρής ανακάλυψε κι ένα τέταρτο εντυπωσιακό στοιχείο. Στο λίκνισμα του μυλόσχημου κώλου της, είδε, δυο μήνες πριν την ώρα του, ν’ ανατέλλουν ταυτόχρονα, τα δυο φεγγάρια του Αύγουστου.
Η αναχώρησή της, αν και διακριτική, έγινε αισθητή γιατί ο Γύλος την κυνήγησε αλυχτώντας. Άφησε πίσω της ένα λερωμένο μακό μπλουζάκι και τον Θοδωρή με συμπτώματα στέρησης.
Την επόμενη μέρα η Πετρούλα, αφού έσβησε ακόμα μια γόπα στη μοκέτα του ξενοδοχείου, ξεκίνησε πρωί – πρωί για την γνωστή παραλία, όπου μεγαλύτερη εντύπωση κι από τη θάλασσα, κι από τον Θοδωρή, της έκαναν οι φοβερές μαρμελάδες του πρωινού. Όταν έφτασε, ο Γύλος την υποδέχτηκε με χαρούμενα πηδηματάκια και γαβγίσματα, κάτι που θα επιθυμούσε να κάνει κι ο Θοδωρής αν δεν τον εμπόδιζε η ανθρώπινη φύση του.
Σ’ ένα σχοινί είδε το μακό της καθαρό να στεγνώνει και το εκτίμησε ιδιαιτέρως. Υποθέτω.
Ο Θοδωρής τής ετοίμασε ένα δεύτερο πρωινό -κερασμένο εκ του καταστήματος- κι αυτή τον άφησε να μοιραστεί μαζί της το ακόρεστο πάθος του για τις μαρμελάδες που τις έφτιαχνε μόνος του, με βάση μια οικογενειακή συνταγή που για πολλές γενιές πήγαινε από μάνα σε κόρη, μέχρι που η μητέρα του την έδωσε σ’ αυτόν, αφού η αδελφή του μετακόμισε Αθήνα κι έγινε οδοντογιατρός.
Η επικοινωνία τους, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο Θοδωρής ήταν υποχρεωμένος να εξυπηρετεί κι άλλους πελάτες, αναβαθμίστηκε με καφέδες και τσίπουρα, μέχρι τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας, όπου την βοήθησε να πάρει τα πράγματά της από το ξενοδοχείο και να εγκατασταθεί στο σπίτι του, που ήταν ουσιαστικά το πατάρι του καφέ μπαρ.
Ένας μήνας πέρασε έτσι, με χορταστικά πρωινά, καφέδες, αλκοόλ, βουτιές και πολύ έρωτα.
Ο Θοδωρής της έδειξε όλα τα μυστικά για μια καλή μαρμελάδα. Πόσο ώριμα πρέπει να ’ναι τα φρούτα, τους εναλλακτικούς τρόπους που τα κόβουμε ή τα αλέθουμε, την ακριβή ποσότητα ζάχαρης ώστε να σε γλυκαίνει χωρίς να σε λιγώνει, τη σωστή θερμοκρασία και χρόνο βρασμού, την τεχνική του ανακατέματος κατά το βράσιμο και το πιο σημαντικό: τη μικροποσότητα σπιτικού αλκοόλ που με την κατάλληλη πρόσμιξη η μαρμελάδα αποκτά τη μοναδική κι αναντικατάστατη γεύση της.
Όσο για τον Γύλο, αυτός έγινε η σκιά της. Τη συνόδευε παντού. Κολυμπούσε μαζί της, αποζητούσε σε κάθε ευκαιρία τα χάδια της, έτρεχε γύρω της και μελαγχολούσε κάθε φορά που τον αφήναν έξω από τα ερωτικά τους παιχνίδια. Τις νύχτες, αγρυπνούσε ξαπλωμένος μπρούμυτα στην αυλή με το ένα μάτι καρφωμένο όλο παράπονο την πόρτα, ενώ το άλλο, ένας θεός ξέρει πού. Μοναδικό μελανό σημείο στη σχέση τους ήταν η μια φορά που ο Θοδωρής σε μια κρίση τρυφερότητας την αποκάλεσε Τούλα. ”Είσαι ελεεινός”, του είπε μεταξύ άλλων η Πετρούλα. ”Εγώ ποτέ δεν σε αποκάλεσα Δώρο” και προς μεγάλη ευχαρίστηση του Γύλου, κοιμήθηκε στο κρεβάτι αγκαλιά μαζί του, ενώ ο Θοδωρής επάνω σε δυο τραπέζια, ελλείψει καναπέ.
Μια μέρα η Πετρούλα, εντελώς ξαφνικά και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, ετοίμασε τη βαλίτσα της και γύρισε στη Θεσσαλονίκη (με το ΚΤΕΛ Καβάλας). Όταν ο Θοδωρής ζήτησε εξηγήσεις, η απάντηση ήταν αποστομωτική. ”Όλα είναι πολύ καλά, ρε γαμώτο, για να είναι αληθινά”.
Δεν μπορούσε να καταλάβει ο φουκαράς ότι η Πετρούλα, σ’ όλη της τη ζωή, έτρεφε μεγάλη δυσπιστία γι’ αυτό που αποκαλούμε ”Ευτυχία” και κατέστρεφε κάθε συγκυρία που φαινόταν να την οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Για την Πετρούλα η ”Ευτυχία” ήταν συνώνυμο του ”κατοικίδιου” και δεν ήθελε να εξημερωθεί.
Μπορεί η Πετρούλα να έφυγε από τη Θάσο, αλλά ο Θοδωρής δεν έφυγε από το μυαλό της. Έτσι, αρχές του Αυγούστου -είχαν τελειώσει κι οι μαρμελάδες που της έστειλε ο Θοδωρής λίγες μέρες μετά την αναχώρησή της για να την δελεάσει- αποφάσισε να γυρίσει στη Θάσο (με το ΚΤΕΛ Καβάλας) και να του κάνει έκπληξη.
Ίσα που πρόλαβε το πούλμαν (στο ΚΤΕΛ Καβάλας), αν και δεν ήταν η μόνη. Ακολουθούσε μια νόστιμη και καμπυλόγραμμη ξανθούλα με μια θηριώδη βαλίτσα.
Έφτασαν στην Καβάλα και μοιράστηκαν το ταξί για να προλάβουν το φέρυ για Θάσο. Όταν επιβιβάστηκαν, έκατσαν μαζί στο μπαρ του καταστρώματος να καπνίσουν και να δροσιστούν πίνοντας κάτι κρύο. Η ξανθούλα -που την έλεγαν Ανθούλα- ήταν εξαιρετικά ομιλητική κι εκμυστηρεύτηκε στην Πετρούλα ότι ήταν καλεσμένη από ένα φίλο της στο facebook.
” Όχι, δεν τον είχε ξανασυναντήσει. Θα τον συναντούσε για πρώτη φορά.”
” Όχι, δεν ήταν για απλή επίσκεψη, αλλά πρόσκληση για διακοπές.”
” Όχι, δεν θα έμενε σε ξενοδοχείο, αλλά στο σπίτι του που ήταν παραθαλάσσιο.”
” Όχι, δεν το είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο στο παρελθόν, αλλά το ένστικτό της λέει ότι αξίζει τον κόπο.”
” Όχι, δεν ξέρει πόσο χρονών είναι, αλλά τον λένε Δώρο κι αυτό κάτι σημαίνει.”
Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Πετρούλα άκουγε με ενδιαφέρον χωρίς να αντιλαμβάνεται την επικείμενη συμφορά. Όταν όμως η Ανθούλα είπε: ” Όχι, δεν έχει παιδιά. Μένει μόνος του, αλλά έχει έναν πολύ ωραίο σκύλο. Μου ’στειλε φωτογραφία. Θες να δεις;” και της έτεινε το κινητό της με τη φωτογραφία του Γύλου. Η Πετρούλα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε όταν έφτασαν στο Λιμένα και ο Θοδωρής, που περίμενε να παραλάβει την Ανθούλα, άρχισε να αλλάζει χρώματα σαν δειγματολόγιο ελαιοχρωματιστή, είπε τίποτα. Το ’παιξε κυρία. Τους χαιρέτησε ψυχρά και κάθισε στο πρώτο καφέ που βρήκε μπροστά της στο λιμάνι. ”Μερικές φόρες,” σκέφτηκε, ”η έκπληξη είναι αυτή που διαλέγει πότε θα σου κάνει έκπληξη.”
Συντροφιά με μια μαύρη μπύρα -ο πικρός καφές είναι παλιομοδίτικη συνήθεια- αποφάσισε να μην αφήσει τα δυσάρεστα να της καταστρέψουν τις διακοπές της. Βρήκε άλλο ξενοδοχείο, γιατί στο προηγούμενο την απείλησαν με μήνυση, ξανανοίκιασε βεσπάκι και αναχώρησε εκ νέου προς ανεύρεση παραλίας που να αξίζει τον κόπο. Αυτή τη φορά τα πράγματα εξελίχτηκαν πιο ήπια. Γνώρισε τον Σταύρο, που ήταν πωλητής τουριστικών ειδών σε κατάστημα στον Λιμένα και πέρασε μαζί του τις επόμενες μέρες μέχρι το δεκαπενταύγουστο, χωρίς μετακομίσεις κι άλλες τέτοιες αυθόρμητες μαλακίες. Κάνα δυο φόρες είδε από το παράθυρο του ξενοδοχείου της τον Θοδωρή να κόβει απ’ έξω βόλτες σαν να ήθελε να τη δει και να της πει κάτι, αλλά μέχρις εκεί. Την 17η Αυγούστου ξαναγύρισε στην Θεσ/νικη (με το ΚΤΕΛ Καβάλας) αφήνοντας πίσω της έναν απαρηγόρητο Σταύρο, για τον οποίο όμως δεν έτρεφε ανάλογα συναισθήματα, κοινώς τον είχε στο ”μας τέλειωσε”.
Μπορεί η Πετρούλα να έφυγε από τη Θάσο, αλλά δεν έφυγε από το μυαλό του Σταύρου, ο όποιος αποφάσισε, περί τα τέλη του Σεπτέμβρη, να μεταβεί Θεσσαλονίκη, (με το ΚΤΕΛ Καβάλας), να την αναζητήσει. Κάπως, όμως, το έφερε η μοίρα -αλλιώς τίποτα από όλα αυτά δεν εξηγείται- και στο μπουγατσατζίδικο ”Τα καρντάσια”, έπεσε πάνω στην ξανθούλα – που την έλεγαν Ανθούλα. Μεταξύ τυρού και κρέμας ο Σταύρος ξεδίπλωσε τον αφρώδη έρωτά του για την Πετρούλα, με τόσες λεπτομέρειες που μέχρι να τελειώσει αυτός ξεθύμανε σαν παλιοκαιρισμένη κόκα κόλα. Η Ανθούλα, όλη αυτή την ώρα, τον άκουγε συγκινημένη χωρίς να τον διακόπτει και του χάιδευε, αρχικά, το χέρι. Αναχώρησαν από το μπουγατσατζιδικο αγκαλιά, προς άγνωστη, σε μας, κατεύθυνση.
Δυο μέρες αργότερα, ο Θοδωρής ακολούθησε το ίδιο δρομολόγιο, (με το ΚΤΕΛ Καβάλας), για Θεσσαλονίκη, ταυτόχρονα με την Πετρούλα, που ακολουθούσε το αντίστροφο δρομολόγιο, (με το ΚΤΕΛ Καβάλας), για Θάσο.
Ο Θοδωρής όταν έφτασε Θεσσαλονίκη, χωρίς καθυστέρηση κατευθύνθηκε στο σπίτι της Πετρούλας, αλλά η Πετρούλα δεν ήταν εκεί. Ήταν στη Θάσο. Βρήκε το καφέ μπαρ κλειστό, αλλά είχε τα κλειδιά του σπιτιού.
Ο Θοδωρής αφού χτύπησε αρκετές φόρες το κουδούνι και την πόρτα και δεν έλαβε απάντηση, άφησε ένα σημείωμα στην πόρτα και εγκαταστάθηκε στο απέναντι καφέ με το βλέμμα καρφωμένο στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Η Πετρούλα άφησε τα πράγματά της και πήγε για μπάνιο. Η θάλασσα ήταν κρύα κι αναζωογονητική. Μετά τσίμπησε κάτι και έριξε έναν απογευματινό ύπνο.
Ο Θοδωρής ήπιε αρκετούς καφέδες και συμπλήρωσε ένα τζόκερ στο πρακτορείο της γειτονιάς. Ξαναπήγε στο σπίτι της Πετρούλας και χτύπησε αρκετές φόρες ακόμα το κουδούνι. Όταν είδε κι αποείδε, ξαναγύρισε στο απέναντι καφέ και άρχισε να καταγράφει τον έρωτά του και τη συγγνώμη του στο χαρτί.
Η Πετρούλα ξύπνησε κατά τις 6μμ. Έριξε μια δεύτερη βουτιά και πήγε με τα πόδια μια βόλτα μέχρι τον Λιμένα. Πέρασε από το μαγαζί του Σταύρου, αλλά δεν τον βρήκε. Της είπαν ότι απουσιάζει σε ταξίδι στη Θεσ/νικη.
Ο Θοδωρής έγραφε μέχρι τις τρεις το πρωί που έκλεισε το καφέ. Μετά δίπλωσε τις 11 σελίδες και τις έριξε κάτω από την πόρτα του διαμερίσματος της Πετρούλας κι έκατσε στα σκαλοπάτια να την περιμένει.
Η Πετρούλα ξαναγύρισε στο καφέ – μπαρ, έβαλε δυνατά τη μουσική, πήρε κι ένα μπουκάλι βότκα και το έριξε στο χορό και στο πιοτό.
Ο Θοδωρής ξύπνησε κατά τις 7π.μ. πιασμένος από τα σκαλοπάτια και σίγουρος ότι θα επικοινωνήσει μαζί του όταν διαβάσει το μελιστάλαχτο γράμμα του ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στη Θάσο (με το ΚΤΕΛ Καβάλας).
Η Πετρούλα ξύπνησε κατά τις 8π.μ. με ένα κεφάλι τεράστιο. Έριξε μια βουτιά γυμνή για να ξυπνήσει και γύρισε να μαζέψει τα πράγματά της που ήταν σκορπισμένα σχεδόν παντού. Καθώς τα μάζευε βρέθηκε να κρατάει ένα εσώρουχο που δεν ήταν δικό της. Θες το αλκοόλ που δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει, θες η υποβόσκουσα άρνησή της να εξημερωθεί, ξύπνησαν μέσα της το θεό της εκδίκησης. Κατέβηκε στο μπαρ κι ανέβασε στο πατάρι όλες τις μαρμελάδες. Δεν άφησε έπιπλο, ρούχο, τοίχο, τετραγωνικό εκατοστό που να μην το πασαλείψει με μαρμελάδα. Στο τέλος έγραψε, με μαρμελάδα επίσης, ΤΟΥΛΑ στον εξωτερικό τοίχο του καφέ μπαρ και για Υ τοποθέτησε το εσώρουχο που βρήκε.
Είναι βέβαιο ότι διασταυρώθηκαν τα δυο Κτελ, από και προς Καβάλα.
Η Πετρούλα γύρισε στο διαμέρισμά της και βρήκε το γράμμα του Θοδωρή. Το έσκισε και το πέταξε στα σκουπίδια. Την επομένη το μάζεψε, κόλλησε όλα τα κομμάτια, το διάβασε κι έκλαψε πικρά. Μετά το ξαναδιάβασε κι έκλαψε πάλι. Μετά το ξαναδιάβασε κλαίγοντας και το κλάμα κρεσεντάρισε στη φράση ” όταν είμαι μαζί σου πλέω σε απέραντα πελάγη γλυκιάς Ευτυχίας”. Είναι προφανές εδώ ότι για το Θοδωρή η ”Ευτυχία” είναι συνώνυμο της ”μαρμέλαδας”.
Αυτό κράτησε περίπου δυο μέρες. Την δεύτερη μέρα, 1η του Οκτώβρη, του Αγίου Ανανία του Αποστόλου (μεγάλη η χάρη του) ένιωσε φοβερές τύψεις. Πήρε τηλέφωνο στη Θάσο τον Θοδωρή να του ζητήσει συγγνώμη. Το σήκωσε η Ανθούλα, το κορίτσι της παρηγοριάς.
-Δεν μπορεί να σας μιλήσει τώρα.
-Γιατί;
-Καθαρίζουμε το σπίτι του κι έχει τα νεύρα του.
-Τι έγινε;
-Του το πασάλειψε όλο με μαρμελάδες μια Τούλα.
-Ποια Τούλα;
-Ποιος τη χέζει την Τούλα. Οι μαρμελάδες είναι το πρόβλημα.
Ένας χρόνος πέρασε από τότε. Το καλοκαίρι ξανάρθε και η Πετρούλα, αυτή τη φορά, έκλεισε εγκαίρως εισιτήρια και δωμάτιο στη Σεούλ. Θεωρητικά στην Κορέα θα περνούσε καλύτερα.
Το ότι θα ταξίδευε στην ιδία πτήση με τον Σταύρο, αυτό ξεπερνάει την ανθρώπινη φαντασία.
Σημ.: Στην ιστορία αυτή, είναι ολοφάνερο ότι η πραγματικότητα κυριαρχεί και σκιάζει κάθε απόπειρα για μυθοπλασία σε τέτοιο βαθμό που στο μέλλον φοβάμαι ότι θα με μνημονεύουν ως ιστορικό. Αυτό για όσους αναγνώστες τολμήσουν να τη βρουν υπερβολική.
Νίκος Γιαννόπουλος
Αμμουλιανή
Από τα απίστευτα παιχνίδια που παίζει η ζωή.
Ενδιαφέρουσα ιστορία. Μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον.