ΝΟΤΑ ΚΥΜΟΘΟΗ-ΕΡΩ
«Από τα βάθη των Ουρανών»
του ΗΛΙΑ ΣΤΟΦΥΛΑ
«Είσαι μέσα μου συντριβή» (σ. 25) αναφωνεί η ποιήτρια στην πρώτη ενότητα με τίτλο «ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ» της ποιητικής της συλλογής ΕΡΩ και αισθάνομαι αμέσως την ανάγκη να εντάξω τον Έρωτα της συγγραφέως ανάμεσα στους πάσχοντες, διεσπασμένους και αναστάντες Θεούς του κόσμου όλου· ανάμεσα στον Χριστό και στον Διόνυσο της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Χριστός στη Ρώμη: «η Άμπελος που πλατιά ’ναι και μεγάλη δεν μπορεί κι αυτή να είναι άλλη παρά ο Χριστός». Το δάγκωμα του έρωτα τρέφει (σ. 22) τη συγκλονισμένη ποιήτρια, την «τρυπά και τη δαγκώνει», για να θυμηθώ τον Κάφκα και όσα πίστευε για την ακατάλυτη δύναμη της λογοτεχνίας. Ελλιπής περιφέρεται η Κυμοθόη στον χώρο και στον χρόνο (σ. 23)· ζητώντας την πλήρωση, την αυτοπραγμάτωση, μέσω της σύνδεσής της με το Απόλυτο: «Όλο πληθαίνεις μέσα μου με μνήμη ωραία που μ’ αρέσει» (σ. 35)», παραδέχεται η πυρακτωμένη γυναίκα, ενώ στη δεύτερη ενότητα της ποιητικής της συλλογής με τίτλο «Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΟΥ», παραδέχεται: «Στο σώμα μου ωριμάζουν οι χυμοί σου […] σε μνήμη ωραία ή σε ποτάμια δάκρυα» (σ. 37). Φτάνει η Κυμοθόη «σε τοπία ταξιδιών εξωτικά» (σ. 30) και μέσα της αντηχεί ο αντίλαλος του Αλεξανδρινού, που την προστάζει: «σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους». Το «αμέτρητο χρυσάφι» (σ. 53) των γαλάζιων τοπίων την αναγνωρίζει, εκείνη όμως δεν θαμπώνεται. Πιστεύει στην πορεία της, στην πορεία της αβύσσου. Πόσοι και πόσοι δεν πέθαναν βουτηγμένοι στο χρυσάφι τους; Όπως ο Καλίφης Αλ Μονστανσίρ Μπιλλάχ, που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του περιηγητή Μάρκο Πόλο, όντας αιχμάλωτος, κλείστηκε νηστικός στο θησαυροφυλάκιό του από τον Μογγόλο αντιβασιλέα της Περσίας Χουλάγκου και «έσβησε».
Η βασανιστική αναμονή της εκπλήρωσης του μεγάλου στόχου, της οριστικής, δηλαδή, πρόσδεσης της «θήλειας Αρχής» (σ. 27) στο άρμα του Ιδανικού Αρσενικού κατατρώει τα σωθικά της συγγραφέως: «ο χρόνος με τρώει, παλεύοντας με τα δόντια του κι αφήνει τόση αγωνία στις δαγκωματιές του, για να με παιδεύει ως νάρθεις! Πόσο αβόλευτη είναι η καρδιά μου» (σ. 34). Η ποιήτρια προσβλέπει στη θέωση «για να γλιτώνει στον Ουρανό […] ο πόθος» (σ. 32). Πόσους χρόνους, όμως ακόμη, πρέπει να υπερβεί για να κερδίσει την πρώτη θέση στην επερχόμενη αγιοκατάταξη; Γράφει η Κατερίνα-Αγγελάκη Ρουκ στο πεζόμορφο ποίημά της «Ο χρόνος-οι χρόνοι», που περιλαμβάνεται στην ποιητική της συλλογή Μνηστήρες: «Ο χρόνος της κότας, της κατσίκας. Του μίξερ. Του οργασμού. Ο χρόνος της μαθητείας, της εγχείρησης. Όταν το μαχαίρι κόβει το κρέας μου, το σφυρί σπάζει την άρθρωση. Τότε θέλω ν’ αγιάσω. Που θα πει να μη μυρίζει η φαντασία μου σπέρμα, η ζωή μου θεό». Το είπε, το δήλωσε η Κυμοθόη δεν βολεύεται η καρδιά της, τον τίτλο της πρώτης επιλαχούσας στις παγκόσμιες εκλογές του έρωτα, δεν τον αποδέχεται· μόνο αν είναι πρώτη σε σταυρούς αξίζουν όλα, μόνο τότε αξίζει ο ουρανός, μόνο τότε αξίζει η σταυροδοσία: «Ο χρόνος αθώος και κρατά το κλειδί της ζωής που περίσσεψε στη μορφή των πραγμάτων» (σ. 53) εξομολογείται η Νότα Κυμοθόη στην έκτη ενότητα του ποιητικού της βιβλίου που τιτλοφορείται «ΤΟ ΟΡΑΜΑ». Συναντιέται, η ποιήτρια, με τον Αλέκο της Eroica του Κοσμά Πολίτη, που κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με το φάντασμα του θείου Ανδρόνικου διατύπωνε με στεντόρεια φωνή την πεποίθησή του ότι: «η ζωή μας πρέπει να ’χει μια δικαίωση και η δικαίωσή της είναι να εντρυφήσουμε στην αγνή μορφή». Η επιμονή του κεντρικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος του Πολίτη στην «αυταπάρνηση», στην «απουσία», στην «ιδέα», στο «ιδανικό» είναι το αποτέλεσμα της απωθημένης σεξουαλικότητας. Συμβαίνει όμως το ίδιο με την ποιήτριά μας; «Εμπιστεύομαι τα σταφύλια της παρθενίας μου στα πατητήρια των μυημένων», θα αναφωνήσει η Κυμοθόη στην ποιητική ενότητα «ΤΟ ΟΡΑΜΑ», ενώ στο «ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ» παρακαλεί: «Γλυκά κοκκίνησέ μου το στόμα ως να ενδώσει το σώμα!». Είναι άραγε, «φρικτή η μέρα που ενδίδεις» «(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις)», Κυμοθόη; Είναι μιαν άλλη «Σατραπεία» η ζωή σου; Είναι ο σαρκικός έρωτας το υπέρτατο όριο της ανθρώπινης ύπαρξης;
Δεν είναι μόνο ο χρόνος και η μνήμη που «επωάζει» την ποίηση της Νότας Κυμοθόη· είναι και η βαθιά σιωπή, ο μη εκφερόμενος Λόγος, ο μόνος Αληθινός Λόγος: «με μυστήρια σιωπή επωάζω τη ζωή», γράφει η ποιήτρια στην ενότητα «Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΟΥ» και παρακάτω: «Χτίζεις αμίλητα στο σώμα μου το δικό σου». Στο «ΟΙ ΑΛΛΟΙ», παραδέχεται: «Μόνον τα λάθη δραπετεύουν εύκολα, τη γόνιμη σιωπή δεν αντέχουν». Κάποιοι, φαίνεται, πως έχουν βάλει γάντια στα λάθη τους τα έμπειρα, όπως σημειώνει ο υποφαινόμενος στο ποίημά του «Κρυφά Μπαλκόνια». Στο «Οι ΦΟΒΟΙ», η ποιήτρια ναυαγεί με τους βυθισμένους: «Ύστερα κατεβαίνω βαθιά, πολύ βαθιά, στον ωκεανό της σιωπής», ενώ παρακάτω συγκλονίζει λέγοντας: «Η σιωπή σου, όπως των τάφων μοιάζει. Τρώει τη ζωή μου. Κι όσο αδιαφορείς, αναρωτιέμαι: Γιατί;». Στους δύο τελευταίους στίχους του «ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ» η Νότα Κυμοθόη αποκαλύπτει την ευεργετική, ιερή διάσταση της σιωπής: «Εγώ στην ιερή μου σιωπή, μεταμορφώνω την ύλη μας σε πνεύμα» (σ. 36). Πρόκειται, κύριες και κύριοι, φίλες και φίλοι, για τη σιωπή, τη σιγή τη μυστηριακή, μέσα στην οποία ο άνθρωπος αναζητεί και βρίσκει την αυτογνωσία και ο προικισμένος δημιουργεί, γιατί δεν φοβάται τον θάνατο· η ιερή αυτή σιωπή παρέχει όλβο: «όλβιος όστις ιδών κείν’ είσι υπό χθόνα. Οίδε μεν βίου τελευτάν, οίδε δε Διόσδοτον αρχάν», διαβάζουμε στον Πίνδαρο. Η Νότα Κυμοθόη στο «ΟΡΑΜΑ» διαμηνύει: «Ωσαννά σημαίνουν οι σάλπιγγες: Θάνατος δεν υπάρχει» (σ. 56) και παρακάτω, «οι κόρες της Κνωσού […] στον όλεθρο του θανάτου αντιστέκονται άδοντας: Θάνατος δεν υπάρχει» (σ. 56).
Στο ποίημα «Φθινόπωρο 1936» ο Σικελιανός θεωρεί ότι η σιωπή προμηνύει «μεγάλους ερχομούς», οι οποίοι σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία της ανάμνησης, θα υπενθυμίσουν στην ψυχή το πρώτο της κατοικητήριο, δηλαδή την καταγωγή της από τον Θεό, στην αγκαλιά του οποίου η νοσταλγία της την καλεί να επιστρέψει. Για «Κατοικητήριο αθανάτου ουσίας Φωτός» (σ. 62) μιλά η ποιήτριά μας στην ποιητική ενότητα «ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ». Απευθυνόμενος στην ψυχή του, αλλά και στην ψυχή όλων των ανθρώπων, γράφει ο Άγγελος Σικελιανός: «και τα βράδυα, το στερέωμα, ολοένα και πιο μαύρο, σφύζει απ’ τ’ άστρα τεράστια και πλαταίνει το διάστημα βουβό· κι ολόγυρά Σου απλώνεται τρανή σιγή, μηνύτρα μεγάλων ερχομών από τα βάθη των ουρανών, βαριών νεφών, ανέμων ογρών κ’ ευωδερών, απάντεχά Σου στοχασμών που τη μνήμη προβοδώντας γυρνούν στην πρώτη τους πηγή·». Ότι το βάθος του όλβου της σιωπής είναι τελικά ορφικό αποδεικνύεται από τα λόγια του αγνού μύστη Σικελιανού-Ορφέα προς την Μάνα-Μέρα· λόγια που δείχνουν την αγωνία των μεγάλων πνευμάτων μπροστά στο αενάως επαναλαμβανόμενο δράμα της Ζωής: «Κι όμως το ξέρω πως σε τούτη τη βαθιά σιγή, στην απλωσιά του κόσμου, είν’ ακόμα σκόρπια από αιώνες τη γαλήνια μέλη του θεού μου, τα γαλήνια μέλη της μεγάλης ποίησης, τα γαλήνια μέλη της βαθύτερης ενότητας του κόσμου». Η Κυμοθόη στο «ΟΡΑΜΑ» απαντά στον ύψιστο των ποιητών: «περπατώ αγνή πλάι στους αναμάρτητους. Σε χώρα αιθέρων μακρινή με την Ιφιγένεια» (σ. 54) και του σφίγγει ολόθερμα το χέρι στο «Δοξαστικό»: «Χαίρε κτίσις άφθορη ιερών Μυστηρίων. Αιώνιο Δένδρο που τρέφονται Μυημένοι. Προαιώνια Μεγάλη Μητέρα και νυν Παναγία! Χαίρε!» (σ. 62).
Είναι προφανές ότι η Νότα Κυμοθόη είναι επηρεασμένη και από τον Ακάθιστο Ύμνο, τον εθνικό ύμνο της Ρωμιοσύνης, όπως ονομάστηκε, σύμφωνα με την παρατήρηση του βυζαντινολόγου Διονύση Μαμαγκάκη, μετά τη σύνδεσή του με την επική-μεσσιανική εποχή του Ηρακλείου. Κάθε φορά που το Πανρώμαιον βίωνε κρίσιμες στιγμές ακόμη και για την ύπαρξή του, ο «εθνικός ύμνος» ερχόταν στο προσκήνιο. Η προαναφερθείσα παρομοίωση της Παναγίας με «Αιώνιο Δέντρο» (σ. 62) παραπέμπει ευθέως στον Ν’ οίκο του Ακάθιστου Ύμνου, όπου η Παναγία παρομοιάζεται με «δένδρον αγλαόκαρπον»: «Χαίρε γλυκύκαρπο Δέντρο, απ’ όπου τρέφονται οι πιστοί· χαίρε δροσερή της φυλλωσιάς σκιά», διαβάζουμε στη νεοελληνική μεταγραφή του Ύμνου από τη Χρύσα Κοντογεωργοπούλου. Η Νότα Κυμοθόη, η ποιήτρια της «Τόλμης των Ανθών» (σ. 48) εξυμνεί στο έβδομο μέρος της συλλογής της την άμωμο σύλληψη της Θεοτόκου, τη σύλληψη που δεν υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Η Μαρία συνέλαβε, γέννησε και παρέμεινε παρθένος. Συνδύασε την παρθενία με τη μητρότητα: «Χαίρε ανύμφευτε Μήτερ και Απειρόγαμε. Χαίρε των δακρύων της ζωής η λύτρωση (σ. 61) […] Εύοσμο μήλο και αγνείας θησαύρισμα» (σ. 62) διαβάζουμε στο «ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ», ενώ στο «ΟΡΑΜΑ» η ποιήτρια ευγνωμονεί «τη χαρά της μητρότητας» (σ. 53). Δε λείπουν από το βιβλίο της Κυμοθόη και οι ιστορικές αναφορές που ενδυναμώνουν το πατριωτικό φρόνημα. Στο «ΟΡΑΜΑ» αναφέρεται στον ορισμό του έθνους, όπως αυτός συμπυκνώνεται στο όγδοο βιβλίο των ιστοριών του Ηροδότου με τίτλο «Ουρανία»· ως γνωστόν κάθε βιβλίο του Ηροδότου φέρει το όνομα μιας εκ των 9 Μουσών. Ό, τι ένωνε τους Έλληνες, κατά την Κυμοθόη, ό,τι τους ενέπνεε, ό,τι τους εμψύχωνε ενάντια στον κοινό εχθρό, την πολυεθνική δηλαδή αυτοκρατορία της Περσίας, κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, ήταν και είναι: το «Όμαιμον, Ομόγλωσσον, Ομότροπον, Ομόθρησκον» (σ. 58) των αρχαίων Ελλήνων.
Μακροχρόνια είναι η θητεία της Κυμοθόη στη Μοναξιά· μιας μοναξιάς που δικαιώνεται, καθώς περιστοιχίζεται από ένα τίποτα κατάμεστο. «Όλα είναι έρωτας» (σ. 43) αναφωνεί στο «ΟΙ ΑΛΛΟΙ» η ποιήτρια και πιστεύω πως εννοεί ότι «ο έρωτας που τα έχει όλα είναι αυτός που δεν έχει τίποτα» για να παραπέμψω στον Τηλέμαχο Χυτήρη: « […] εγώ μέσα στο νέφος της μοναξιάς μου περιστρέφω όλο τον κόσμο», γράφει η συγγραφέας στο «ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ» και στο «Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΟΥ»: «ελεύθερη ως φως σου δόθηκα δια βίου στη μοναξιά σου» (σ. 38). Στο «Οι ΦΟΒΟΙ» και πάλι αναθέτει την ψυχή της στη Μοναξιά: «Βιάζομαι απόψε ν’ αλλάξω τον κόσμο. Να παραμερίσω τη θλίψη. Ν’ απλώσω παρέα στη μοναξιά» (σ. 46) […] «Τώρα έχω μια μεγάλη μοναξιά που με τρομάζει, σαν εντελβάις μοιάζω μέσα στους πάγους» (σ. 48) […] «Δεν αντέχω τη μοναξιά μου. Η μοναξιά κομματιάζει τη χαρά» (σ. 50). Κάτω από τις ομπρέλες παρατηρεί, η «ηλιόδωρη» (σ. 47) ποιήτρια, τα ζευγάρια που «μόλις πέταξαν σε λασπωμένους δρόμους όλη τη σκληρή μοναξιά τους» (σ. 47). Συνομιλεί μυστικά, μαγικά με το πρώτο ποίημα της Αγγελάκη-Ρουκ· το ποίημα για το οποίο ο νονός της Ρουκ, Νίκος Καζαντζάκης, έλεγε πως δεν έχει διαβάσει ωραιότερο. Γράφει η δεκαφτάχρονη Ρουκ στο ποίημά της «Μοναξιά»: «Αν φωνάξεις την αγάπη σου, θα ’ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή, γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα, όλους τους λασπωμένους δρόμους. Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη, λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ, τα λόγια της μοναξιάς σου».
Πιστεύει και στην ομορφιά η Κυμοθόη· πιστεύει και καταφεύγει σε αυτήν. Σαν αντίδοτο, σαν αντίδωρο της αιώνιας πίστης της στον Έρωτα: «εμείς στη χώρα της ομορφιάς τρυπώνουμε σαν τους δραπέτες» (σ. 41) γράφει στο «ΟΙ ΑΛΛΟΙ», ενώ στο «ΟΙ ΦΟΒΟΙ», καταθέτει την ελπίδα της: «Φυσάει αγαπημένε μου πίκρα ο καιρός, κι εγώ ονειρεύομαι την ομορφιά» (σ. 46). Ο Βάλτερ Πούχνερ, το ποιητικό αντηχείο του οποίου «ενδημεί» στον εσωτερικό ουρανό της Κυμοθόη, αφοπλίζει γράφοντας για την ομορφιά: «Μια αλήθεια, πιο αληθινή από την αλήθεια είναι η ομορφιά. Η ομορφιά έχει πάντα δίκαιο, το ήθος της ομορφιάς, του φωτός ο νόμος. Νόμοι φωτεινοί του ωραίου, τον κόσμο κυβερνούν και τις ψυχές συγκινούν και βάζουν άλλη τάξη στα πράγματα. Αλήθεια ανίκητη, δικαιώνεται δίχως να δικαιολογηθεί, δίχως να δέχεται την αντιλογία, δύναμη φυσική, δεκτή από όλους, όπως το βλέμμα της γυναίκας». Ομορφιά βλέπει η ποιήτρια και στους ανθρώπους του μόχθου: «Άξια είναι η παλάμη του μόχθου […] Δόξα, δόξα στην αγία παλάμη του μόχθου» (σ. 60) ανακράζει στο τελευταίο μέρος του ΕΡΩ. Υμνεί, η Κυμοθόη, τους «Αναθρεμμένους μες στο Αίμα» ανθρώπους, τους Κορυφαίους του Πόνου, για να θυμηθώ την Αιολική Γη του Βενέζη και τις γυναίκες των κοντραμπατζήδων, των εθνικών ηρώων που μετέφεραν πολεμοφόδια από την Ελλάδα στους ορεινούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας. Οι θρυλικές αυτές γυναίκες, περίμεναν τη μεγάλη ώρα του φόνου, το ενδεχόμενο δηλαδή να σκοτωθεί ο άντρας ή ο γιος τους για να υψωθούν μαζί με εκείνους στη σφαίρα της Αθανασίας. Μια ηρωική σφαγή, φίλες και φίλοι, δε συνιστά και η αναμέτρηση με τα δεινά του καθημερινού βίου; «Καλημέρα, λες. Καλημέρα, σου λένε και η σφαγή συνεχίζεται», γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης, ενώ η Κυμοθόη απελπισμένα στο «ΟΙ ΑΛΛΟΙ» αναφωνεί: «Εχθές αλίμονο ήμουν αθώα και τώρα τρέμω στου χρόνου το σφαγείο» (σ. 43).
Η Νότα Κυμοθόη, φίλες και φίλοι, είναι το «Αρχέτυπο Ποίημα!» (σ. 36). Ξέρει ότι οι «λέξεις της Ποίησης πηγαίνουν παντού» (σ. 33). Είναι αποτέλεσμα της «Πρώτης Αρχής του Πρώτου Αιτίου» (σ. 63). Κινείται από «Αίτιον ποιητικόν», όπως η βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών ποιήτρια, Χρύσα Κοντογεωργοπούλου στο ομώνυμο ποίημά της: «Ποιητικόν το αίτιον λοιπόν…μετά τη διάγνωση αγάπησα ακόμη περισσότερο την Ποίηση, και είπα να σπάσω τους καθρέφτες· άφησα τα είδωλα της λίμνης κι αγάπησα το σκότος του να κοιτάς κατάματα το Φως· εγκατέλειψα τις ανακλάσεις κι αφέθηκα στη σωτηρία των πνιγμών». Δεν ξέρω, αν στα εφτά μέρη του Ερώ –εφτά όσες και οι νότες της μουσικής, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Παναγιώτη Μητροπέτρου– η ιστορία γίνεται ηδονή, αυτό που είναι βέβαιο, φίλες και φίλοι, είναι ότι η ποιήτρια των «ηδονοστάλακτων ρόδων» (σ. 48) είναι σώμα, όπως ακριβώς και ο Καβάφης: «έγινα όλη σώμα για σένα» (σ. 42), γράφει η Κυμοθόη στο «ΟΙ ΑΛΛΟΙ». Όχι όμως σώμα βαρύ, για να κρατηθεί ψηλά στους αγέρηδες. Σώμα σύνεργο της ψυχής. Όπως το σώμα στον Σολωμό ή το «πολύαθλον σώμα» της ασκητικής ορθοδοξίας. Την ποίησή της Κυμοθόη εξουσιάζει σε μεγάλο βαθμό ένας αμυντικός λυρισμός. Η επίθεση είναι τ’ όραμα.
Ξέρετε, κυρίες και κύριοι, πού ταυτίζεται η Κυμοθόη με τον Αλεξανδρινό; Στον Χριστό. Στο ποίημα Μύρης Αλέξάνδρεια του 340 μ. Χ ο Μύρης «είχε την τελευταία μέρα που έζησε στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού, στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό», κι ο Κλέων στο «Ιγνατίου Τάφος» πέθανε σαν Ιγνάτιος «μες στη γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού», καθώς κι «ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ Κομνηνός» στο ποίημα «Μανουήλ Κομνηνός» και τελικά και ο ίδιος ο Καβάφης. Είναι γνωστό πως ο Καβάφης λίγο πριν πεθάνει δέχτηκε πρόθυμα να μεταλάβει. Το αναφέρει ο Λεοντής στον Ταχυδρόμο στις 22 Ιουνίου 1933, ενώ το επιβεβαιώνει προφορικά κι ο Γιώργος Παπουτσάκης, στενός φίλος του Καβάφη, που ήταν κοντά του εκείνη τη στιγμή. Κυμοθόη και Καβάφης ανεβαίνουν αντικριστά τον Γολγοθά της Ποιήσεως πιστεύοντας «ΣΤΟΝ ΕΜΨΥΧΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΝ» (σ. 62), όπως γράφει η ποιήτρια στο «ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ»· Προσδοκώντας Ανάσταση νεκρών και Ζωή του Μέλλοντος Αιώνος. Κανείς σας, αλήθεια, δεν τους είδε, μες στο αγριεμένο πλήθος, να φωνάζουν την κρίσιμη στιγμή: «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν;». Κυμοθόη Νότα, ΚΑΛΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ.