Στις μέρες μας, οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην ποίηση και γενικά σε καθετί λιτό και ωραίο, ενώ αναλώνονται, ή καλύτερα «καταναλώνονται», στων διαδικτυακών συναναστροφών την καθημερινή ανοησία· θα τολμούσαμε να πούμε παραφράζοντας τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή. Η ζωή τους, δίχως καν να το συνειδητοποιήσουν, έχει γίνει ένα κενό υπέρβαρο φορτίο που ξεκινά και σταματά στα pixels της οθόνης ενός smartphone. Μιας «έξυπνης» συσκευής που εν τέλει μας καθιστά πιο βραδύνοες.
Ο υπαρξιακός, υπαινικτικός ποιητής Ηλίας Δ. Στόφυλας, με την πρώτη του ποιητική συλλογή μας χαρίζει 41 μοναδικά ποιητικά πονήματα, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ανακαλύψουμε το αναδυόμενο εσωτερικό ψυχικό του βάθος. Τελικά οι «διώκτες» έκαναν σωστά τη δουλειά τους, τα «λύτρα ως βιώματα καταβλήθηκαν» και το «μεγάλο σχέδιο της Ποιήσεως» εξυπηρετήθηκε πλήρως.
Ξεχωριστή θέση σε κάθε ποιητική συλλογή ενέχει ο τίτλος, από τον οποίο και ξεκινάει η ανάγνωσή της. Πρέπει να λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των ετεροτήτων που περιέχει η συλλογή, να προβάλει ή να υπονοεί τους καίριους εννοιολογικούς πυλώνες και τέλος να αναπαριστά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ψυχισμό του ποιητή. Στη «Μεταθανασία» ο ποιητής καταγίνεται με τον «ακραίο ενεστώτα». Με την πένα του τον διαστέλλει, τον συστέλλει, με μοναδικό όνειρο να τον φτάσει στο άπειρο, και τελικά τα καταφέρνει. Στο ποίημά του «Μετάγγιση ύψους» συγκεκριμένα διερωτάται: «Τι να είναι άραγε πιο άγνωστο, πιο μακρινό από το μέλλον; Μα ο ακραίος ενεστώτας· το άπιαστο “εδώ και τώρα”». Στη συνέχεια αυτό διαβεβαιώνεται: «Δε μετανιώνω για τον θάνατο που περιφρόνησα· μπορεί κάποτε να μου αποδοθεί στον παράδεισο», ενώ στην «Αποδελτίωση» νιώθει προδομένος: «Θεέ μου, πόσο προδοτικοί οι ενεστώτες! Αδίστακτα με επιστρέφουν στις οθόνες. Στην αναγκαία τη σκουριά του σίγουρου».
Ο Ηλίας Δ. Στόφυλας μάς προσφέρει μία ποίηση η οποία πηγάζει από τον αυθεντικό αρχέγονο λόγο και τιθασεύει το αχαλίνωτο άπειρο. Τι υπάρχει μετά την αθανασία; Μία νέα ενδελεχής μονότονη αθανασία ή ένας νέος δημιουργικός θάνατος επί των θανάτων; Ένα ερώτημα διαρκώς αναβαλλόμενο και διαφεύγον σαν την επίγεια αναστάσιμη ζωή.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους «άλλους» που έφυγαν ανεπιστρεπτί «σημαντικούς, αόρατους, κρυφούς, δικούς του». Ξέρει ότι δεν πρόκειται να τους ανταμώσει ποτέ ξανά, ότι ο δρόμος προς τον θάνατο είναι πλέον ανοιχτός, μα όχι ακύμαντος και γαλήνιος. Είναι γεμάτος δονήσεις, κλυδωνισμούς, ταραχές και πάθη. Συγκλονίζει η εξοικείωση του ποιητή με την ιδέα του αναπότρεπτου θανάτου, αφού σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή η λέξη αυτή αναφέρεται αυτούσια τριάντα τέσσερις φορές.
Εντυπωσιακή είναι η κομψότητα του λόγου του Ηλία Δ. Στόφυλα, η οποία φανερώνεται από τη συνεχή χρήση σχημάτων λόγου. Οι αντιθέσεις είναι τόσο στεντόρειες εντυπώνονται στη μνήμη του αναγνώστη. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις κάτωθι: «Πρέπει να ζήσω αγέννητος» (Μεταθανασία), «γερασμένα βρέφη» & «αυτός που λυγίζει ολόισια» (Πρόξενος ζωής), «Ίσως τρέχουν με την ταχύτητα του ακίνητου που δεν έμαθε να επιστρέφει» (Το ενέργημα της αδράνειας), «Να εξαφανίζομαι μέσα στο έξω» (Άυπνα όνειρα), «Συσπείρωση στο άπειρο» (Παρανάλωμα του εμπρός).
O ποιητής μάς προτρέπει «να μετατρέψουμε το ποιητικό συμβάν σε κοινωνικό». Αυτό καθίσταται εφικτό, λόγω της εκρηκτικής του προσωπικότητας και του γεγονότος ότι η συλλογή μπορεί να γίνει αντικείμενο πολλών διαφορετικών ερμηνειών. Μέσω της «Μεταθανασίας» ο ποιητής «πετά όλο το περιττό φορτίο της ύπαρξής του» και αναδύεται ο «αναγραμματισμός της συντριβής του»· μας κοινοποιεί τον «οριακό εσωτερικό του άλλο» και μας προτρέπει να αναζητήσουμε κι εμείς τη δική μας «χαμένη» ύπαρξη. Μας παροτρύνει να αντικαταστήσουμε το «θέλω να περνάω καλά», που σημαίνει ότι επιδίδομαι απλώς σε μια καθημερινή διευθέτηση του ασήμαντου, με το «θέλω να περνάω βαθιά». Έτσι γίνεται ο ίδιος ένας φάρος, που με τη διαπεραστική πνευματική ριπή του παρόντος έργου του, καταφέρνει να μας οδηγήσει στην ανυπέρβλητη ατομική, και γιατί όχι κοινωνική, κάθαρση.
Ο έντονα φορτισμένος ψυχισμός του Ηλία Δ. Στόφυλα και οι ατέρμονες «ωδίνες της ποιήσεως» αντικατοπτρίζονται σε όλο το πνεύμα και γράμμα του έργου. Το αίσθημα της οδύνης κορυφώνεται στους εξής στίχους: «Με ταρίχευσαν στο μαυσωλείο των συμβάσεων», «Έγκλειστος στο ακινητοποιημένο άπειρο», «Εκείνος που ζει για το αντιφέγγισμα του σπάνιου», «να ανακτήσω όσους εαυτούς σπατάλησα», «να διεκδικήσω το μονοπώλιο της ύπαρξης, «Να αποκαταστήσω τον θάνατο σε μία δεύτερη ζωή», «Ίδρυσα τη δυναστεία των αδάμαστων», «έσπρωξα το σώμα στην ψυχή», «κάποιος που είχε μέσα του την αστραπή». Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος «Εφεδρική πνοή», «Η γκρίζα εξοχότητα των ηλιοζωγραφισμένων», παραπέμπει στον Έλληνα φιλόσοφο Δημήτριο Λιαντίνη και συγκεκριμένα στη λέξη «φωτονερόπετρα». Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται από τον μεγάλο στοχαστή για να χαρακτηρίσει το φως, το νερό και την πέτρα, που σμίλεψαν την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων, και αναφέρεται στο πέμπτο κεφάλαιο «Ο Νεοαρχαίος» του έργου του «Ο Νηφομανής».
Ο ποιητής βάζοντας «το αφτί του στο πίσω μέρος της καρδιάς» κατάφερε και «άκουσε όλα της τα μυστικά», ξεγελώντας «το βέλος του χρόνου». «Το παρελθόν δεν μπορεί να περιμένει»… Γι’ αυτό στον «Ετεροθαλή εαυτό» φωνάζει: «Πώς να πείσεις τη σκιά να μην ακολουθεί το σώμα» και «Μία ήταν πάντοτε η έγνοια μου: να μη γίνω ποτέ η μοίρα μου». Δεν έγινε τελικά η μοίρα του, καθώς όπως αναφέρει στο ποίημα «Τα λύτρα»: «Τους εκδικήθηκα με το να γίνω ήρωας». Εξάλλου, στο ποίημά του «Ψίθυροι αγνοούμενοι» ζητωκραυγάζει με την κρυστάλλινη φωνή του: «Σε ό,τι πίστεψα περισσότερο ήταν σε ό,τι ποτέ δεν είπα». Σαν σύγχρονος Οδυσσέας εφηύρε το δικό του εσωτερικό, πνευματικό τέχνασμα. Κατάφερε να δραπετεύσει από τις σειρήνες της εφήμερης καταναλωτικής ποίησης, περνώντας τις συμπληγάδες της με απόλυτη επιτυχία. Έφτασε στην πλήρη ιστορική μεταθανασία που του αξίζει. Κέρδισε όχι απλώς την «μετά θάνατον», αλλά την «μετά αθάνατον» ζωή, στην καβαφική «των ιδεών την πόλι».
ΟΡΕΣΤΗΣ Λ. ΘΑΝΟΣ