Διαβάζοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του Ηλία Στόφυλα, με τον τίτλο «Μεταθανασία», ο ποιητής με παρέπεμψε, κατευθείαν, στον σύγχρονο φιλόσοφο και δάσκαλό μου, τον αείμνηστο Δημήτρη Λιαντίνη. Μελέτη θανάτου; Ελεγεία; Δηλαδή σπουδή ή θρήνος του θανάτου; Αναρωτήθηκα. Και κατέληξα: Ξεπλένει τις σκουριές του θανάτου στην κρήνη της ζωής ο Ηλίας Στόφυλας. Γιατί ο θάνατος -αφού του πληρώσει τα ακριβά του ναύλα- έχει λευκό χρώμα, τελικά, για τον ποιητή.
Ο Ηλίας Στόφυλας, από την πρώτη ποιητική συλλογή του, έμφορτος από συναισθήματα ψυχής, προσφέρει τη γνήσια ψυχική του κατάθεση προς τον αναγνώστη, χωρίς ευκολίες και εκπτώσεις. Εδρεύει στον χώρο της υπαρξιακής ποίησης, αφού η αναζήτησή του αρχινά και επικεντρώνεται στον εσωτερικό του κόσμο με διαρκείς καταδύσεις στα κατάβαθα του εαυτού του. Κι από εκεί, αφού αφήσει τους πνιγμένους εαυτούς του, επιστρέφει με τους εναπομείναντες, λυτρωμένος και αναγεννημένος.
Ο ποιητής στέκεται επάξια στη λίστα των ποιητών με τη δυναμική φωνή για την ποιητική του θανάτου. Όχι, όμως, την ποιητική θανάτου που οδηγεί σε αδιέξοδο, όπως συμβαίνει στην ποιητική της σύγχρονης ποιήτριας Κικής Δημουλά που έγραψε: «Ω περιττά όλα μην κλαίτε./Στον κόσμο αυτόν μονάχα σεις/ζείτε αιώνια». Η Δημουλά αμφισβητεί το υπαρκτό, αυτό που φαίνεται αληθινό και τονίζει εμφατικά την ακραία ασυνέχεια του θανάτου, επαναλαμβάνοντας τη φράση «Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία».
Ο Ηλίας Στόφυλας επιστρατεύει τη φθορά, τον θρήνο, τη μελαγχολία, την οδυνηρή μνήμη, τον στοχαστικό ρεμβασμό, την επιστροφή στην αφετηρία, την αναπόληση, τον πόθο και τη διάψευσή του. Επιστρατεύει τον ηχηρό έρωτα και την ακύρωσή του, τη νεανική επιθυμία και τις αγκυλώσεις της, πενθώντας, δίχως όμως τον αδιέξοδο θρήνο για τον θάνατο. Πενθεί και σπουδάζει τον θάνατο με διαβατήριο τη ζωή.
Τα ελεγειακά ποιήματα του Ηλία Στόφυλα θαρρώ, πως έχουν απλωμένο το χέρι τους και αγγίζουν τις «Ελεγείες του Ντουίνο», το έργο του Γερμανού ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Αγγίζουν εκείνα τα θρηνητικά άσματα που τελικά η ομορφιά τους καταφάσκει τη ζωή: «Γιατί το Ωραίο δεν είναι τίποτε άλλο,/παρά ή μόλις που αντέχουμε/ Αρχή του Τρομερού/και το θαυμάζουμε τόσο,/γιατί αυτό, ανέμελο, μήτε που νοιάζεται/να μας συντρίψει. Ο κάθε Άγγελος είναι τρομερός».
Τα ποιητικά μύχια του Στόφυλα, μέσα από τις διαρκείς οδύνες τους, σπουδάζουν και καταγράφουν την ολόζωη κατάφαση ζωής στην ελεγεία του Λιαντίνη που μας διεμήνυσε: «Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη».
Ανατρέχουν και στο έργο «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» του Ελύτη. Εκεί, μας καλεί ο λυγμός του Ελύτη να ψηλαφήσουμε τον απορριμμένο λίθο και να ψάλλουμε ελεγεία:
«Κλαίω· που ξανά μου δίνεται/Να πατήσω χώμα υπέροχο/ καστανό τριγυρισμένο θάλασσα…ο θάνατος, ο ήλιος ο χωρίς/ βασιλέματα».
Συστατικό στοιχείο της ποίησης του Στόφυλα είναι και η σύνθεση των αντιθέτων. Η αντίθεση και τα δίπολα: ζωή και θάνατος, φως και σκοτάδι, έρωτας και θάνατος, γέννηση και μηδέν, συνδέονται ζωτικά μεταξύ τους στην ποίηση του Στόφυλα.
Στο ποίημα με τίτλο «Ετών μηδέν» γράφει: «Όταν έγινα ετών μηδέν,/μετακόμισα στον παράδεισο./Διέσχισα σαν σπαθί τον έρωτα/και μπήκα στο νέο μου σπίτι./Σ’ αυτό που κατοικούσαν κάποτε οι ηλιοβαμμένοι,/οι άκοποι απ’ τον θεό».
Μελετώντας, σχολαστικά, όλη την ποιητική συλλογή διέκρινα συνεχώς επιρροές από τον Γερμανό ποιητή Ρίλκε και την επίρρωση της ρήσης του: «Στις Ελεγείες η επικύρωση της ζωής κι η επικύρωση του θανάτου αποκαλύπτονται σαν Ένα».
Η ολότητα των αντιθέτων παρούσα. Η ζεύξη των αντιθετικών πόλων, η αρχή και το τέλος, η ζωή και ο σκοπός της, άρρηκτα δεμένα, σε λειτουργικό αρμό, εικονοποιούνται στη συλλογή και προκύπτει ο ευφυής όρος «Μεταθανασία». Σύμφωνα με τον ποιητή, η νίκη καταπάνω στον θάνατο σπονδυλώνει τη ζωή και καταργείται η τραγικότητα της φθοράς και του χρόνου.
Ο Ηλίας Στόφυλας μας χαρίζει ποιήματα με δυνατές, υπερρεαλιστικές εικόνες, με στοιχεία λυρισμού, με αρχοντιά στη χρήση της γλώσσας που κατέχει άριστα, με λεκτική αρτιότητα και κομψότητα καθώς και με έντονο φιλοσοφικό στοχασμό. Αποτελεί μελέτη για δοκιμιακό-φιλοσοφικό λόγο η συλλογή του.
Τα ποιήματα της συλλογής θα τα χαρακτήριζα μικρές και μεγάλες βουτιές σε προσωπικά ναυάγια, που πάντα, όμως, λειτουργούν συλλογικά. Το ατομικό στην ποίηση του Στόφυλα διαστέλλεται, δέρνεται, ματώνει, μάχεται, δρα και τελικά κοινωνικοποιείται επινίκια στο καμίνι της ήττας και της αισιοδοξίας. Το απρόοπτο και το ακαριαίο καθώς και η βαθιά ενδοσκόπηση με έντονη την παρουσία σχημάτων λόγου, στη συνειδητοποιημένη γραφή του, λειτουργούν παραστατικά.
Η ποίησή του είναι βαθύτατα υπαρξιακή, υπαινικτική, ανθρώπινη, δονούμενη από το μεγαλείο και το δράμα της ζωής. Από τον Έρωτα και τον Θάνατο ή σωστότερα από τον Θάνατο και τον Έρωτα. Πεθαίνει για να ζήσει αυθεντικά ο άνθρωπος.
Γράφει στο ποίημα με τον τίτλο «Η κιμωλία»: «Φόρεσα το στέμμα του απολιτογράφητου/και πήρα τη μεγάλη απόφαση:/να διεκδικήσω το μονοπώλιο της ύπαρξης,/να αποκαταστήσω τον θάνατο σε μία δεύτερη ζωή,/να ξεφύγω από τον έρωτα, για να του υποταχθώ καλύτερα.» Πρώτα αισθάνεται, φθείρεται, θλίβεται, πεθαίνει και μετά «με εφεδρική πνοή» μας δίνει τη συνταγή ζωής. «Με ένα τρίτο χέρι τράβηξα μια ασημένια γραμμή/σε όλα τα θανάσιμα:/στον χρόνο που στέρεψε εντός μου,/στα γύψινα προσωπεία…». Και πιο κάτω γράφει: «Σήκωσα την ψυχή/και είδα το είναι μου να βάφεται στις οπλές της./Να γίνεται η φλόγα μιας μακρόφεγγης λάμψης,/ο απαστράπτων εαυτός,/η γκρίζα εξοχότητα των ηλιοζωγραφισμένων».
Παραφράζοντας τη φιλοσοφική ρήση του Πλάτωνα, σκέφτηκα πως, ίσως, «Ποίησις εστί μελέτη θανάτου». Αυτό πράττει ο ποιητής. Σε ένα κομμάτι ουρανού με μαύρους κύκλους, με ισχυρούς εσωτερικούς ανεμοστρόβιλους, ο υπαινικτικός ποιητής Ηλίας Στόφυλας ροκανίζει τη μνήμη και μας χαρίζει 41 σφριγηλά ποιήματα, χωρίς να λειαίνει τις γωνίες τους. Τα πυρπολεί, αναφλέγονται και συνομιλούν με «τους άρριζους, τους σφαγιασθέντες, τα γερασμένα βρέφη».
Σε κάθε, μα σε κάθε πόνημα της συλλογής του, μού δημιουργείται η αίσθηση, πως, τιθασεύοντας τον χρόνο, βγάζει βόλτα αντάμα τον έρωτα και τον θάνατο ο ποιητής, την ίδια τη ζωή δηλαδή. Ασυμβίβαστος, ρηξικέλευθος, την καίει την πόλη του την ποιητική, όταν εκείνη πατά με μιας όλα τα πλήκτρα της μνήμης και ανοίγει πυρ. Κι όταν ολοκληρωθεί ο μικρός ή ο μεγάλος χαμός, επεμβαίνει ξανά ο ποιητής και προστάζει: «Παύσατε πυρ», γιατί η ζωή μόλις αρχίζει το έργο της.
Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η εκρηκτική και αδάμαστη προσωπικότητα του Ηλία Στόφυλα; Η ίδια η ζωή, λειτουργώντας, άλλοτε ως τραυματική μνήμη κι άλλοτε ως ανάταξη του ανθρώπου, μας θυμίζει διαρκώς την αναπόφευκτη προοπτική του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης. Το δεδομένο του θανάτου μάς οδηγεί στην ανάταξη της ζωής. Μέσα από πολλούς εσωτερικούς θανάτους βγαίνει «στο προαύλιο του απέναντι ουρανού», γιατί ο ίδιος ο ποιητής θέλει «ως ο μόνος πρίγκιπας των ήλιων» να τελειώσει «από Άδη κι από Έρωτα».
Και φαντάζομαι, πως η «τελείωση» για τον ποιητή Στόφυλα, έχει να κάνει με το «τέλος», τον αρχέγονο σκοπό του Ανθρώπου για να ζήσει: «σύμφωνα με την αστρική του φύση. Αβαρής και ανεμπόδιστος, όπως όλοι οι σβησμένοι».
Κι εδώ, επίσης, διακρίνω την φιλοσοφία ζωής του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη, μέσα από τη διαρκή σπουδή του θανάτου. Και συνεχίζει ο ποιητής Στόφυλας: «Και να πεθαίνω μέχρι τέλους./ Μέχρι να βαδίσω,/πάνω στο θαλασσί μου άλογο,/πιο μπροστά κι απ’ την ίδια την ανθρώπινη νίκη».
O ποιητής Ηλίας Στόφυλας θα γράφει ποίηση για να πεθαίνει μέχρι τέλους, γιατί έτσι θα καταφέρνει, να βαδίζει πιο μπροστά κι από την ίδια την ανθρώπινη νίκη.
Θα γράφει ποίηση -όπως έχει δηλώσει- για όλα εκείνα που δεν φωνάξαμε. Και μάλιστα όλα εκείνα που δεν φωνάξαμε στην ώρα τους.
Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, συγγραφέας
Αθήνα, 25/7/2021