Τη νύχτα ήρθε και με βρήκε ένα φριχτό όνειρο. Εγκλωβισμένοι άνθρωποι, λέει, στοιβάζονταν στα σύνορα στο κυνήγι της ζωής τους. Κατατρεγμένοι άνθρωποι, λέει, θαλασσοπνίγονταν σε αυτοσχέδιες βαρκούλες μαζί με τα παιδιά τους. Φτωχοί άνθρωποι, λέει, κοιμούνταν στους δρόμους και αναζητούσαν στα σκουπίδια το μεσημεριανό τους. Μανάδες, λέει, έκλαιγαν τους γιους τους που φύγανε από φανατικό μαχαίρι. Παιδιά, λέει, μικρά παιδιά που νόημα κανένα δεν έβρισκαν στη ζωή τους. Και μεγάλοι, λέει, μικροί-μεγάλοι που ανάσαιναν ειδήσεις από κανάλια ασπρόμαυρα, τόσο ασπρόμαυρα που άρχισαν να κιτρινίζουν, λέει. Το όνειρο ήταν ασπρόμαυρο σαν ταινία εποχής. Άνοιξα τα μάτια ελπίζοντας σε λίγο χρώμα. Κίτρινη σκόνη στα βλέφαρά μου. Την τρίβω να φύγει. Γεμίζουν τα χέρια μου. Το πρόσωπο. Γίνομαι κίτρινη. Ξάφνου όλα τριγύρω μου κιτρινίζουν το ένα μετά το άλλο. Ασπρόμαυρους ανθρώπους βλέπω με κίτρινες γλώσσες που τώρα φοβούνται μήπως πεθάνουν, που τώρα νοιάζονται για το κοινό καλό. Είναι και αυτός ο ιός, λέει. Έτσι είναι οι ασπρόμαυροι άνθρωποι, κίτρινοι. Γι’ αυτό κι εγώ θα προτιμήσω τις ταινίες… εποχής.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ
Τέλειο