Once upon a time…
Ο χρόνος βρίσκεται στον πυρήνα κάθε παραμυθιού τελικά. Δεν αποτελεί τόσο επιλογή, όσο ανάγκη∙ αναγκαία συνθήκη όχι για το ίδιο το παραμύθι ως αφήγηση και το απόμακρο περιεχόμενό του απ’ το εκάστοτε παρόν, που η παράδοση το θέλει να ξεμακραίνει από τα όσα γνώριμα και οικεία∙ αλλά για τη μαγεία του παραμυθιού, αυτή που το κάνει να υπάρχει πέρα και έξω από τον χρόνο και τις σκιές που αυτός ρίχνει χωρίς έλεος στ’ ανθρώπινα.
Παρά την αναμφισβήτητη παιδαγωγική αξία του παραμυθιού, παρά το αίσιο τέλος που τόσο απλόχερα και πλουσιοπάροχα συνήθως προσφέρει σε μικρούς και μεγαλύτερους αναγνώστες, ο άνθρωπος της μικρής αυτής ιστορίας φοβόταν τα παραμύθια. Στο άκουσμά τους ρίγη κατέκλυζαν το σώμα του κι ένας ανομολόγητος θυμός διαπερνούσε κάθε του σκέψη.
Πάντοτε πίστευε πως τα παραμύθια αποπροσανατολίζουν μέσω αυτής της πολλά υποσχόμενης κάθαρσης που συναντά κανείς στις τελευταίες αράδες τους. Δεν μπορούσε ποτέ να αντιληφθεί το τέλος ως κάθαρση, παρά μονάχα ως υποχρεωτική άφιξη σε ένα αδιέξοδο στο οποίο παρόν, παρελθόν και μέλλον για μια στιγμή γίνονται ένα. Τι μπορεί να αναζητήσει κανείς σ’ ένα τέλος άχρονο, όπου το σμίξιμο του χρόνου με τα πρόσωπα είναι καθόλα συντριπτικό; Τουλάχιστον για εκείνα!
Αν κάτι τον ξένιζε περισσότερο, ήταν αυτός ο φριχτός τερματισμός∙ εδώ, όσο πιο κοντά είσαι στην πρωτιά, τόσο το χειρότερο. Νικητής δεν μπορεί να υπάρξει!
Γιατί να πρέπει όλα να τελειώνουν; Ας τ’ αφήνουμε μισά!
Έτσι νόμιζε πως ξεγελούσε τον χρόνο, πως τον έκανε να κυλά πιο αργά, πως είχε αποκτήσει μια μοναδική εξουσία πάνω του! Ειρωνικό… Πάντοτε αντιπαθούσε την εξουσία σε όποια μορφή κι αν την έβρισκε. Τη θεωρούσε μια δύναμη αδύναμη, υποχθόνια που ούτε σ’ ανθρώπους ούτε σε θεούς αρμόζει. Μόνο σε πλάσματα υπόγεια, αληθινά υποδεέστερα, καθώς αναγνώριζε το κοινό τους χαρακτηριστικό, πολυπόθητο για εκείνα, την τάξη!
Όλοι τον νόμιζαν αναβλητικό και κακομαθημένο και του προσέδιδαν πλήθος χαρακτηρισμούς διόλου τιμητικούς για το πρόσωπό του∙ το τέλος, όμως, ήθελε, μονάχα ν’ αποφεύγει, γιατί ήξερε καλύτερα απ’ όλους πως κάθε τέλος είναι μόνο τέλος κι όχι μια νέα αρχή, όπως τόσο παρηγορητικά λένε οι άνθρωποι μεταξύ τους σκοτώνοντας τον χρόνο τους εν μέσω ανιαρών και αδιέξοδων διαλόγων σε μια αναλαμπή επιφανειακής αισιοδοξίας!
Έτσι συλλογιζόταν με τον νεαρό της ηλικίας του∙ τα βρόντηξε όλα λοιπόν κι αποφάσισε να πάρει τους δρόμους κι όπου τον βγάλει, παρέα του, δυο αγαπημένοι φίλοι. Τι καλά που υπήρχαν κι αυτοί! Πάντοτε συνοδοιπόροι και συνταξιδιώτες του, πυξίδα στον λαβύρινθο της σκέψης του. Μια σκέψη φωτεινή που τον έκανε να σκορπά το φως του μες στο πυκνό σκοτάδι εκείνης της νύχτας, της τελευταίας νύχτας. Τι ειρωνεία αλήθεια, να έλκεις τόσο παράλογα κοντά σου αυτό που τόσο απεχθάνεσαι και φοβάσαι συνάμα.
Εξάρχεια, παχύ το σκοτάδι. Τυλιγμένο ολόγυρά σου μοιάζει να σε προστατεύει σαν μανδύας που κάποιο πλάσμα πέρα απ’ τα ανθρώπινα έχει υφάνει. Ποτέ δε φοβήθηκα το σκοτάδι. Ως ένα πέρασμα το έβλεπα μέχρι να ξημερώσει. Και το εκτιμούσα βαθιά. Το απολάμβανα! Περισσότερο από το φως που δεν έχει τίποτα να αναμένεις. Τι ωραιότερο να περιμένεις μια ηλιαχτίδα και πώς μπορείς να την εκτιμήσεις, αν δεν έχει προηγηθεί το σκότος; Αυτό το βαθύ και απροσδόκητο συχνά σκοτάδι που το συναντά κανείς εκτός αλλά και εντός του. Μέσα στην απόλυτη νυχτιά, εκτός από τη φωτεινή σκέψη του νεαρού ήρωα τούτης της ιστορίας, έλαμψε κι ένας κρότος βυθίζοντας το σκοτάδι σε μια άβυσσο και συντρίβοντας το παρόν του στο άπειρο, οδηγώντας τον τόσο παράλογα κι απρόσκοπτα σ’ ένα πρώιμο τέλος που δεν του ταίριαζε καθόλου. Κι ύστερα το παρόν, παρελθόν και μέλλον του καθαίρονται μέσω μιας δικαστικής απόφασης. Και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς…
Σωπάσαμε.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ