Και να θέλεις ν’ αγιάσεις δεν σ’ αφήνουν, ρε παιδάκι μου. Ορίστε, είναι δική μου δουλειά τώρα, να κάθομαι σχεδόν καλοκαιριάτικα και να λύνω μυστήρια κατά παραγγελία, ενώ θα έπρεπε να βρίσκομαι σε καμιά παραλία νησιώτικη και να κολυμπάω στα ρηχά; Λέω «ρηχά», όχι γιατί δεν ξέρω κολύμπι ή γιατί ξέχασα να κολυμπάω. Αυτό και το ποδήλατο, καθώς και κάτι άλλο, δεν ξεχνιούνται με τα χρόνια, σας το υπογράφω. Επιμένω λέγοντας στα «ρηχά», για το φόβο καμιάς ανακοπής λόγω διαφοράς θερμοκρασίας, έξω από το νερό 50ο υπό τον ήλιο και μέσα σ’ αυτό 25 βαθμοί. Όσο να’ ναι, ένα shock η καρδιά σου το υφίσταται, βαραίνουν και τα χρόνια και «φεύγεις» δίχως να το καταλάβεις τόσο εσύ, όσο και οι περί εσού…
Κάνω, λοιπόν, πως δήθεν μαζεύω κοχύλια για το κολιέ της εγγονής και του εγγονού (καιρό τώρα φορούν κολιέ και τα αγόρια) και έτσι σιγά σιγά η θερμοκρασία συνηθίζεται και το shock αποσοβείται. Όχι τίποτα άλλο, αλλά να μην έχουν τα παιδιά μου κηδείες. εν μέσω διακοπών που τις σχεδίαζαν έναν ολόκληρο χειμώνα… Δεν είμαι ατομίστρια εγώ. Εγώ, πρώτα τους άλλους σκέπτομαι και μετά την κυρία Πέρσα. Όχι πως δεν με αγαπάω. Α, όλα και όλα, με αγαπάω και με υπολογίζω κατά πώς μου αξίζει. Αφού λοιπόν τους σκέπτομαι τους άλλους, ας σκεφτούν κι’ εκείνοι λίγο και εμένα και ας με αφήσουν για λίγο χωρίς να μού ζητούν λύσεις μυστηρίων και προβλημάτων παντός είδους. Το δικαιούμαι νομίζω. Δεν τους αποπαίρνω βέβαια όταν μού έρχονται με εκείνο το γνωστό ύφος της ικεσίας, που φωνάζει από μακριά ότι για τουλάχιστον λίγες ημέρες εγώ, θα κοιμάμαι και θα ξυπνώ, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας, λύσεις σε μυστήρια. Νισάφι πια. Πώς το λένε, έλεος…
Το ξέρω ότι αν τα παιδιά μου είχαν χρήματα, θα προσέτρεχαν σε κανέναν του επαγγέλματος, αλλά επειδή δεν περισσεύουν, ο κλήρος πέφτει κατά πάνω μου, μιας και μία άλφα έφεση στο να δίνω λύσεις στηριζόμενη στην απλή λογική μου, την έχω. Και έτσι, όπως έχουν τον προσωπικό τους γιατρό, ή το προσωπικό τους μέντιουμ, ή οποιαδήποτε άλλη ειδικότητα, έχουν και το προσωπικό τους ντετέκτιβ, εμένα δηλαδή και να με χαίρονται! Ψιλοαποδέχομαι και τον χαρακτηρισμό ΕΛΛΗΝΙΔΑ miss Marple, αλλά σταράτα λόγια. Εγώ είμαι η Πέρσα Βουδούρη, σύζυγος Δημητρίου εκ Σαβδίκιοϊ Σμύρνης ορμώμενη.
Έρχεται το λοιπόν η κόρη μου, Αρχαιολόγος και Μουσειολόγος το επάγγελμα, και πιάνει την διπλανή με την δική μου ξαπλώστρα στην παραλία, και με το που κάθεται εγώ καταλαβαίνω ότι πρέπει να αποχαιρετήσω μπάνια και ηλιοθεραπεία, έως ότου λήξει και το μυστήριο το οποίο θα με καλέσει να λύσω. Για καλό πάντως και μόνο, αποκλείεται να έχει έρθει.
«Τι συμβαίνει, παιδάκι μου; Για να έχεις αφήσει εσύ τους φοιτητές σου εν Πανεπιστημίω χωρίς την πολύτιμη παρουσία σου κάτι συμβαίνει, δεν είναι;»
«Μάνα, SOS έχουμε τεράστιο πρόβλημα…»
«Δηλαδή;»
«Εξαφανίζονται κτερίσματα από την ανασκαφή και οι υποψίες πέφτουν ακόμη και σε μας τους υπεράνω υποψίας. Δεν το αντέχω, μάνα. Τόσα χρόνια στη δουλειά τούτη, τέτοιο πράγμα δεν ματάγινε. Το πιάνεις τι σού λέω; Εγώ, ας πούμε, που στο σπίτι μου ό,τι υπάρχει σε αρχαίο είναι αντίγραφο, αγορασμένο και μάλιστα πανάκριβα από το Μουσείο Μπενάκη, να με υποψιαστούν ότι ένα τοσοδούλι κτερισματάκι έστω, έγινε δικό μου γιατί έτσι ξαφνικά μού ήρθε εμένα να το οικειοποιηθώ, να το κλέψω δηλαδή, προδίδοντας την επιστήμη μου, την πολιτιστική μας κληρονομιά και τα όσα ορκίστηκα να διδάξω στα παιδιά, που με αγαπούν και με σέβονται. Φοβάμαι ακόμη και να παραιτηθώ μην εκληφθεί ότι θέλησα να το σκάσω λίγο πριν συλληφθώ, καταλαβαίνεις ΤΙ σού λέω; Τα ίδια με εμένα συναισθήματα διακατέχουν και τους άξιους συναδέλφους καθηγητές και τους φοιτητές μου, μα και το team των εργατών που τους έχω τόσα χρόνια στις ανασκαφές μου σε μια συνεργασία αγαστή και αξιοζήλευτη. Ποιος εξαφανίζει τα ευρήματα και πού τα κρύβει; Τέσσερις εμείς οι δάσκαλοι, πέντε οι φοιτητές και βέβαια το εργατικό προσωπικό και είμαστε όλοι ύποπτοι. Βρίσκουμε κάτι, πλένεται καθαρίζεται και αμέσως μετά εξαφανίζεται, άγνωστον το πώς και από ποιον, με τέτοιον ταχυδακτυλουργικό τρόπο. Ασύλληπτο το συναίσθημα όλων μας, ούτε μπρος μπορούμε πια να κάνουμε, μα ούτε και πίσω βέβαια».
«Μπορώ να έρθω κι’ εγώ για λίγο στην ανασκαφή σας;»
«Και το ρωτάς; Αυτό μόλις θα σού ζητούσα και δεν ήξερα το πώς. Νιώθοντας ενοχές που θα σού στερήσω τα μπανάκια σου, που άρχισες με τούτον τον Καλοκαιρινό Μάη. Μάνα ειλικρινά βοήθεια… Ξέρεις ε; Τι θα πει και ο κόσμος ακόμη και αν βγούμε άσπιλοι και αμόλυντοι από τούτον τον εφιάλτη; ‘Ε, σκάβουν σκάβουν, και ανακαλύπτουν κομμάτια της Ιστορίας μας μέσα στο λιοπύρι και το χώμα, να μην οικονομήσουν και το κάτι τις τους από τα δώρα της γης;’ Αυτό είναι που με κάνει έξαλλη. Να κλέβεις δηλαδή την ίδια την Ελλάδα σου, τον εαυτό σου στην ουσία, ναι; ΚΑΙ ΆΝΤΕ ΚΑΙ ΠΕΣ ΌΤΙ ΣΑΝ ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΈΠΕΣΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΝΑ ΚΛΕΨΕΙΣ. Το κλοπιμαίο σου τι θα το κάνεις; Θα το κρύψεις να μην στο βρουν φαντάζομαι. Οπότε, ΆΝΤΕ και φτου και από την αρχή το κρύψιμο όπως και προτού ανακαλυφτεί. Γιατί δεν θέλω να πιστεύω ότι η κλοπή έγινε μόνο και μόνο για να πωληθεί στους ανά τω κόσμω μεγαλοσχήμονες και τους αρχαιοκαπήλους που καραδοκούν στις ανασκαφές σαν τα κοράκια, να φάνε τις σάρκες της Ιστορίας μας».
«Ησύχασε, παιδάκι μου, ησύχασε. Θα βοηθήσω όσο μπορώ. Πότε αρχίζουμε;»
«Χθες μάνα, χθες».
Και με πήρε και φύγαμε. Τα μπάνια μπορούσαν να περιμένουν. Το Καλοκαίρι κρατάει άλλωστε μισό χρόνο στην ευλογημένη τούτη Χώρα. Συναρπαστική η δουλειά του Αρχαιολόγου και των εξειδικευμένων εργατών, που υπό την καθοδήγηση των καθηγητών, με την σκαπάνη και το σκουπάκι, σαν καλές νοικοκυρές, ξετυλίγουν τα πέπλα της Ιστορίας αυτού του πανάρχαιου Τόπου. Ερωτευμένοι όλοι τους με αυτό που κάνουν. Κακά τα ψέματα. Ανασκαφή χωρίς έρωτα και μεράκι δεν λογιέται.
Προστατευμένη η ανασκαφή με ειδικά έργα για την περίπτωση κατακλυσμιαίας βροχής και με τέντες ειδικές, θαρρείς και με περίμενε να της δώσω την βοήθειά μου. Κάθισα σε έναν βράχο και άφησα την σκέψη μου να ταξιδέψει ανά τις χιλιετίες έτσι καθώς παρακολουθούσα το σκάψιμο…
Ο αρχιεργάτης ο κυρ Μηνάς γρήγορα έγινε φίλος μου και τον έκανα γούστο έτσι που μιλούσε στον εξημερωμένο παπαγάλο του, που τον συντρόφευε στο λιοπύρι θρονιασμένος στον ώμο του, σαν φυσική του προέκταση ένα πράμα.
Πετούμενο και άνθρωπος ένα αχτύπητο δίδυμο. Και καλά ο Μηνάς, μα το πουλί πώς άντεχε με αυτόν τον ανελέητο ήλιο;
Άλλη μία απόδειξη του τι εστί αγάπη. Χάρμα ιδέσθαι ο Κοκός, πολύχρωμος και πολυλογάς, μιλούσε, σφύριζε, τραγουδούσε και έκανε την ώρα του Μηνά να περνά ως φαίνεται ευχάριστα.
Τα ίδια και με την μαϊμουδίτσα του κυρ Γιώργη που όλη την ώρα χοροπηδούσε και πείραζε τον Κοκό που νευρίαζε και της έβαζε κάτι στριγκλιές που την έκαναν να τρέμει.
Το τι χαρούλες έκανε αυτό το ανθρωποειδές οσάκις εύρισκε η σκαπάνη κάτι, δεν λέγεται. Θαρρείς και χαιρόταν πιότερο από τους ανθρώπους. Είχε πολύ μεγάλο γούστο. Και αναρωτιόταν κανείς. Καλά οι άνθρωποι είχαν λόγους να ζητωκραυγάζουν με το εύρημα, το ζωάκι όμως τι λόγο να είχε; Ποιος ξέρει…
Και οι μέρες περνούσαν, μα καμία εξαφάνιση, κανένα πρόβλημα με την ανασκαφή από την ημέρα που πάτησα το πόδι μου εκεί. Ετοιμάστηκα να τα μαζεύω και να φεύγω. Η κόρη μου και εγώ, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο κλέφτης είχε πάρει είδηση ότι τα πάντα ήταν υπό παρακολούθηση και λούφαρε.
Χαιρέτησα έναν έναν τους αρχαιολόγους, τους νεαρούς φοιτητές και το εργατικό δυναμικό, μη παραλείποντας να κεράσω τον Κοκό με μια χούφτα από τα αγαπημένα του σπόρια και την μαϊμουδίτσα, με μία τεράστια λαχταριστή μπανάνα. Όλοι έσκασαν στα γέλια όταν το ζωάκι άπλωσε το μακρύ του χέρι να με χαιρετήσει όπως είδε να κάνουν οι άλλοι της συντροφιάς. Μα η χειραψία αυτή, ήταν καταλυτική. Η μαϊμουδίτσα, σε ένα από τα δάκτυλά της, φορούσε ένα περίεργο δακτυλίδι, κοκάλινο, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πώς και δεν το είχε δει κανείς μέχρι τώρα;
Μια υποψία άστραψε με μιας στο μυαλό μου. Λες η δεσποινίς να ήταν ο κλέφτης που έκανε την ανασκαφή να γίνει ο εφιάλτης τόσων ανθρώπων; Ενημέρωσα την κόρη μου και εκείνη βέβαια κατέληξε στην ίδια με μένα υποψία, αναγνωρίζοντας στο «κόσμημα» ένα εύρημα της ανασκαφής. Πρότεινα την εξής πονηράδα, γιατί βέβαια δεν μπορούσαμε και να την ρωτήσουμε πού είχε κρυμμένα τα κλοπιμαία.
Παραχώσαμε σε ένα σημείο σύγχρονα κοσμήματα, (κομματάκι δύσκολο αυτό να το καταλάβει η μικρή) και αφήσαμε την σκαπάνη να τα «ανακαλύψει». Όπως και το περίμενα, η δεσποινίς τρελή από χαρά, χωρίς ως φαίνεται να αναρωτηθεί πώς και αυτά τα ευρήματα δεν χρειάζονταν επιμέλεια, τα βούτηξε και έσπευσε να τα κρύψει μαζί με την ως τώρα συλλογή της. Ήταν άρτια τοποθετημένη σε ένα σίγουρο και ασφαλές σημείο. Πράγμα που απέδειξε αν μη τι άλλο, ότι η νοημοσύνη της μαϊμούς πλησίαζε αυτήν του ανθρώπου, πρωτίστως στον τρόπο του κλέπτειν και δευτερευόντως στο φυλάττειν τα κλοπιμαία!
ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ