Μούσα, θεά της ποίησης και τού ορθού του λόγου
βοήθαμε ν’ αφηγηθώ πράματα περασμένα
για των θεών τα βάσανα και τις μεγάλες πράξεις
που κάποτε βασίλεψαν σ’ τούτον εδώ τον τόπο.
Μάνα και κόρη
Πίσω στους χρόνους τους παλιούς, σε περασμένες μέρες 5
που οι άνθρωποι διδάσκονταν απ’ τους θεούς ακόμα
και πράττανε και σκέφτονταν σε σχέση με τη φύση
εκεί γεννήθηκε αυτή η Πολύκαρπος, Σπερμία
από την ένωση θεών, του Κρόνου και της Ρέας
και με τις τόσες γνώσεις της, τα τόσα μυστικά της 10
τον κόσμο να πάει πιο μπροστά να τον εκπολιτίσει.
Θεϊκή κυρά, η Δήμητρα, με τις ακόλουθές της
γόνιμη κάνοντας τη γη και τους αφράτους σπόρους
στη φύση έδινε δύναμη και στους ανθρώπους θάρρος.
Και γέμιζαν οι κάμποι φως και τα σπαρτά καρπούσαν
και τα δεντριά φορτώνονταν με φρούτα μυρωδάτα.
Κι ήτανε πάντα Άνοιξη στης Δήμητρας τα μέρη
και τα λουλούδια έβγαιναν κι ομόρφαιναν τους τόπους
κι οι άνθρωποι ήταν ευτυχείς, με υγεία και χορτάτοι.
Μα κάποια μέρα του Μαγιού, μιαν όμορφην ημέρα 20
ο Δίας, ο πρώτος των θεών, ο συγνεφοσυνάχτης
που δυνατά στο χέρι του τον κεραυνό κραδαίνει
εκεί που περιδιάβαινε στου Ρίσιου τα λιβάδια
τη Δήμητρα εσυνάντησε κι ευθείς την ερωτεύθη.
Γοργά μεταμορφώθηκε σε ταύρο μανιασμένο
και μετ’ αυτής ενώθηκε με δύναμη και πάθος.
Κι εννιά μήνες αργότερα μια θυγατέραν ήρθε
στο φως κι ομόρφυνε με μιας την πλάση και τον κόσμο.
Περσεφόνη τ’ όνομά της κι από θεϊκή γενιά
του Δία και της Δήμητρας η φωτισμένη η Κόρη. 30
Τα δώρα των θεών
Μ’ αγάπη και με σύνεση μεγάλωνε η Κόρη
κι η Δήμητρα, ανάθρεφε ένα ακριβό βλαστάρι
μες στο ναό της τον τρανό στην ιερή Ελευσίνα.
Όλοι οι θεοί την πρόσεχαν και της χαρίζαν δώρα
της μακρυμάλλας κι ακριβής που ομόρφαινε τον κόσμο
Η Αφροδίτη ομορφιά κι η Άρτεμης το θάρρος
τη σύνεση η Αθηνά κι ο Ήφαιστος στολίδια
της πρόσφεραν χωρίς φειδώ, να ξεχωρίζει απ’ όλες.
Ήταν μια κόρη όμορφη και καλοαναθρεμμένη
καμάρι της μητέρας της, της πολιτείας στολίδι. 40
Η αρπαγή της Κόρης
Κι ένα πρωινό της άνοιξης, λουλουδοστολισμένο
στους κάμπους θέλησε να πάει με δυο θεές αντάμα
την Αθηνά τη συνετή, την ασπιδοκρατούσα
που και Παλλάδα την καλούν κι έχει σοφία περίσσια·
την Άρτεμη τη θαρρετή που ‘ναι κυρά του δάσους
και τόξο πάντα της κρατεί, θηκάρι με σαΐτες
για το κυνήγι αγριμιών και για προφύλαξή της.
Τη συντροφιά ακολούθησαν του Ποσειδώνα οι κόρες
οι Ωκεανίδες, οι γνωστές του κύματος νεράιδες
με τα γαλάζια πέπλα τους και τα μακριά μαλλιά τους. 50
Κι όλος μαζί ο θίασος των κορασίδων φτάνει
σε πεδιάδα ιερή στην πόλη των Μεγάρων
Νύσιο Πεδίο που την καλούν κι είναι τριγυρισμένη
απ’ της γαλάζιας θάλασσας τ’ αφροπλημένο κύμα.
«Εκεί νομίζω υάκινθοι φυτρώνουν κάθε χρόνο
άνθη που συμβολίζουνε το αθάνατο της φύσης.»
είπε η θεά Παλλάδα κι η Αρτέμιδα συμπλήρωσε:
«Κι εκεί φυτρώνουν νάρκισσοι, με άρωμα ουράνιο
της ομορφιάς τα σύμβολα, του τόπου τα στολίδια.»
Η κόρη ενθουσιάστηκε και με χαρά τούς λέει: 60
«Πολύ θα ήθελα θεές να τα κορφολογήσω
κι ένα μπουκέτο λούλουδα στη μάνα μου να πάω
να τα στολίσει στο ναό και να μοσχομυρίσει
ν’ ανοίξει η καρδούλα της και να χαμογελάσει. »
Κι η Περσεφόνη η συνετή ξέκοψε απ’ την παρέα
και απά στο λόφο τράβηξε τους νάρκισσους να φτάσει.
Μια σκοτεινιά περίχυσε τότε τον τόπο όλο
και σαν να σείστηκεν* η γης από κακό μεγάλο
τα σύννεφα σκοτείνιασαν του Ήλιου τη λαμπράδα
και τα πουλιά σωπάσανε, τα ζώα φοβηθήκαν 70
σίγασε* η φύση στο κακό μπροστά αυτό που ερχόταν.
Η Περσεφόνη τρόμαξε και κοίταξε τριγύρω
και να φωνάξει θέλησε, βοήθεια να ζητήσει
μα η φωνή της κόπηκε σα σ’ εφιάλτη μέσα.
Μία παράξενη βουή στ’ αυτιά της τότε φτάνει
και μια μορφή πιο σκοτεινή κι από τη μαύρη νύχτα
μπροστά της εμφανίστηκε. Τα πόδια της κοπήκαν
στο μαύρο χώμα έπεσε με γόνυ και με χέρια
παρακαλώντας σιωπηλά κάποιος να την εσώσει.
Ο Πλούτωνας ο χθόνιος, του Κάτω Κόσμου ο κύρης 80
σα μια σκιά εμφανίστηκε, σα μελανός* αέρας
πάνω σε άρμα σκοτεινό που το έσερναν με βία
τέσσερα άτια δυνατά, μαύρα σαν το σκοτάδι
κι αυτά εχλιμιντρίζανε μα το χλιμίντρισμά τους
δεν ακουγότανε εδώ, στο φώς του πάνω κόσμου
μα σαν αντίλαλος φριχτός από τον Αδη ερχόταν.
Την Περσεφόνη λύγησε του πανικού το δέμας*
τα μάτια της εσφάλισε* κι αφέθηκε στη μοίρα.
Ο Πλούτωνας εγέλασε και δίχως να καθυστερεί
στον ώμο την απόθεσε* κι έτρεξε προς τα κάτω. 90
Σε μιας σπηλιάς το άνοιγμα μαζί του την επήρε
που λεν πως είν’ η είσοδος του σκοτεινού του Αδη.
Τρύπα βαθιά και σκοτεινή που μέσα της σαν πέσεις
τον Ήλιο πια δεν τον θωρείς* και δεν τον ξαναβλέπεις.
Τα θλιβερά μαντάτα
Μετά από ώρα οι θεές κι αφού εκουραστήκαν
να τρέχουν και να παίζουνε στον λουλουδάτο κάμπο
την Περσεφόνη θέλησαν να παν να συναντήσουν
σαν καταλάβαν πως πολύ ώρα η κόρη λείπει.
Στου λόφου πάνω την κορφή ανεβήκαν και φωνάζαν
με τ’ όνομα τη φίλη τους, μ’ απόκριση* δεν παίρναν. 100
Κι ο Ήλιος σαν βασίλεψε κι αρχίνισε να πέφτει
στης θάλασσας το αλμυρό και ψαροθρόφο* κύμα
οι κόρες εμαζώχτηκαν και οι θεές τραβήξαν
με ένα βάρος στην ψυχή και δάκρυα στα μάτια
να παν να πουν στη Δήμητρα τα θλιβερά μαντάτα*.
Η Δήμητρα σαν τ’ άκουσε χλόμιασε κι εζαλίστη
γιατί την Περσεφόνη της τόσο πολύ αγαπούσε
κι ούτε το φανταζότανε πως θα ’ρθει κάποια μέρα
που δεν θα την ξανάβλεπε και θα της χωριζόταν. 110
Τα δάκρυά της έτρεχαν σαν το γοργό ποτάμι
κι οι δυο θεές τη χάιδευαν κι οι Ωκεανίδες πάλι
στην αγκαλιά την παίρνανε και την παρηγορούσαν.
Και σαν το δάκρυ εσώθηκε κι έπαψε αυτή να κλαίει
με θάρρος εσηκώθηκε κι αυτά τα λόγια είπε:
«Την κόρη μου θα την εβρώ όπου κι αν έχει πάει
τη γης θα ψάξω ολόκληρη και στ’ ουρανού τα πλάτη
στης θάλασσας τα πέρατα* και στων βουνών τις άκρες
μέχρι να μάθω τι έγινε, να γιάνει* η ψυχή μου
και τιμωρία δίκαιη να ρίξω σ’ όποιον φταίει.» 120
Αυτά είπε και έφυγε τρεχάτη από το χώρο
λες και τα πόδια της φτερά βγάλαν στους αστραγάλους
και πίσω της δεν κοίταξε και άρχισε να ψάχνει.
Η αναζήτηση
Και δίχως να καθυστερεί και δίχως να λογιάσει*
τροφή νεράκι και ψωμί χωρίς να τα πειράξει
αρχίνισε να περπατά και να ρωτά ανθρώπους
αγρίμια, ζώα και πτηνά μήπως την Κόρην είδαν.
Κανείς όμως δεν ήξερε τι να της απαντήσει
κι όλα τα μάτια έπεφταν κάτω στο μαύρο χώμα 130
και λύπη τους ετύλιγε που βλέπαν τη θεά τους
να πικροκλαίει και να θρηνεί και σαν τρελή να τρέχει
την κόρη της ν’ αναζητά χωρίς να την εβρίσκει.
Η Δήμητρα δε νοιάζονταν για τίποτ’ άλλο πλέον
παρά μονάχα στο μυαλό είχε αυτόν της Κόρης
τον ανεξήγητο χαμό κι έτσι όλα μαραθήκαν
φυτά και δέντρα και σπαρτά ξεράθηκαν και πάνε
κι οι άνθρωποι θρηνούσανε κι άρχισαν να πεινάνε
και έμοιαζε σαν πόλεμος να πέρασε μεγάλος
να ξέσπασε έτσι ξαφνικά στ’ ανθρώπου το κεφάλι. 140
Ήλιος και Εκάτη
Εννιά μέρες περάσανε; μπορεί κι εννέα χρόνια
κι η Δήμητρα βολόδερνε* εδώ κι εκεί η καημένη
και πήγαινε έτσι στα τυφλά στο ’να και στ’ άλλο μέρος.
Τα μάτια της μαυρίσανε και το κορμί λυγούσε
και δεν μπορούσε η δύστυχη την κόρη της να έβρει.
Να ξαποστάσει εστάθηκε σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
που Φρέαρ Καλλίχωρον το λεν οι ντόπιοι από αιώνες.
Σαν έκλεισε τα μάτια της για να τα ξεκουράσει
δύο θεοί φάνηκανε βοηθοί στα βάσανά της.
Η Εκάτη ήτανε η μια, η κόρη των Τιτάνων 150
κι ο Ήλιος ,ο άλλος, ο θεός που όλα τα επιβλέπει.
Κι ο Ήλιος της εμίλησε κι αυτά τα λόγια είπε:
«Παρόν σε όλα βρίσκομαι και όλα τα φωτίζω
έτσι εφώτισα κι αυτό που εσένα σε πονάει
την αρπαγή της κόρης σου από τον χθόνιο Αδη.»
Κι η θεά του σκοταδιού της είπε αυτά τα λόγια:
«Την είδε πέρσι στις γιορτές που κάνουν προς τιμήν του
και την ψυχή του τάραξε η λευκότατη θωριά* της
και ταίρι του την θέλησε για να ομορφαίνει λέει
του Κάτω Κόσμου τις σκιές, του άδυτου τα βάθη.» 160
Κι ο ζωοδότης ο λαμπρός συμπλήρωσε και είπε:
«Κι έτσι εκεί που μάζευε νάρκισσους κι υακίνθους
την άρπαξε και στην σπηλιά τη θολωτή τη μπάζει
που είναι είσοδος κρυφή για το βασίλειό του.
Τώρα μαζί του βρίσκεται και κάθεται σιμά* του
κι έγινε πια η βασίλισσα του Άδη η παινεμένη
χωρίς να χάσει ούτε σταλιά από την ομορφιά της.»
Η Δήμητρα σαν τ’ άκουσε αλάφρωσε η καρδιά της
γιατί πια τώρα ήξερε, την κόρη της που θα ’βρει
και σχέδιο άρχισε πυκνό να φτιάνει το μυαλό της. 170
Σχέδιο που θα έκανε την κόρη να γυρίσει
στο φως και πάλι για να ‘ρθεί και να καλοζωήσει
κι όχι στον Άδη να θαφτεί μ’ όλους τους πεθαμένους.
Από τον Δία σκέφτηκε στήριξη να ζητήσει
γιατί κι αυτού του ήτανε κόρη η Περσεφόνη
και να συνδράμει έπρεπε και να την βοηθήσει
οπού ‘χε χρέος σαν γονιός και σαν καλός πατέρας.
Όλυμπος
Στου Ολύμπου ανέβηκε λοιπόν το ιερό το όρος
όπου ‘ναι πάντα των θεών τ’ ασάλευτο λημέρι
που δεν το δέρνουν άνεμοι, βροχές δεν το μουσκεύουν 180
μήτε τα χιόνια το πατούν, μον’ έχει μια απλωμένη
καλοκαιριά ασυγνέφιαστη κι ασπροβολά και λάμπει.
Εκεί οι μακαριστοί θεοί στέκονται απάνω αιώνια.
Εκεί πήγε κι η Δήμητρα για να τους συναντήσει
και να απαιτήσει επιστροφή της κόρης απ’ τον Αδη.
Ο Δίας τη συμπόνεσε κι ευθύς της υποσχέθη
πως θα μηνύσει του σκληρού και χθόνιου αδερφού του
την κόρη τους να λυπηθεί, στο φως να την γυρίσει.
Τον φτεροπόδαρο Ερμή στέλνει λοιπόν αμέσως
τον Πλούτωνα τον σκοτεινό να πάει να συνετίσει 190
κι αυτός με μιας εχύθηκε απ’ του Όλυμπου τα γκρέμια
τη διαταγή του αφέντη του να πάει να ξετελέψει*.
Και σαν τον άνεμο πετά με τα χρυσά φτερά του
κι απ’ του Ολύμπου τις κορφές έφυγε προς τα κάτω
ο αγγελιοφόρος των θεών, ο Ερμής ο φτεροφόρος.
Ο Ερμής στον Άδη
Σαν στο σκοτάδι βρέθηκε απ’ της σπηλιάς την τρύπα
τον Άδη αναζήτησε πά στον ψηλό του θρόνο
κι όταν μπροστά του εβρέθηκε αυτά τα λόγια του ‘πε:
«Πλούτωνα, χθόνιε θεέ, του Κάτω Κόσμου κύρη,
την Περσεφόνη έκλεψες, την όμορφη την κόρη 200
κι η Δήμητρα η μάνα της θρηνολογεί και κλαίει
και δεν καρπίζουν τα φυτά, λούλουδα δεν ανθίζουν
οι άνθρωποι πεινάσανε κι αρχίσαν να πεθαίνουν
και στους θεούς προσεύχονται λύτρωση αυτοί να δώσουν
να σταματήσει το κακό, να πάψει αυτή η τρέλα
που όλα τα μαράζωσε και τά ‘χει όλα ρημάξει.
Έτσι λοιπόν του Κρόνου ο γιός μ’ έστειλε εδώ σε σένα
για να σου πώ πως πρέπει ευθείς την κόρη ν’ απολέσεις
πίσω στη μάνα της να πάει κι έτσι να ξετελέψει
η σύγχυση που έχει προκληθεί κι έχει πολλούς πληγώσει. 210
Κι ο Πλούτωνας θωρώντας τον αφ’ υψηλού, του είπε:
«Ερμή, χρυσόραβδε θεέ, του ανέμου καβαλάρη
πώς το τολμάς κι έρχεσαι εδώ μες το βασίλειό μου
και με αυθάδεια μου μιλάς λέγοντας τι να κάμω.
Νομίζεις πως φοβάμαι εγώ τον Δία τον γονιό σου
και πως θα τρέξω να κρυφτώ μην και τυχόν με δείρει;
Τα πράγματα είναι καθαρά και λόγια δε χωρούνε.
Η Περσεφόνη τώρα πια είναι με μένα ταίρι.
Με γάμο ενωθήκαμε πού ’χε πολλούς μαρτύρους
κι έτσι κανένας δεν μπορεί εμένα να διατάξει 220
το ταίρι μου να στερηθώ το πολυαγαπημένο.»
Η Δήμητρα στον Άδη
Και τον διάλογο αυτόν όλοι οι θεοί ακούγαν
απ’ του Ολύμπου τις κορφές περίσσια αγωνιώντας
γιατί όλοι αγαπούσανε την όμορφη την κόρη
αλλά και όλοι έτρεμαν τον σκοτεινό τον Άδη.
Σαν τ’ άκουσε η Δήμητρα σαν τον αητό πετάχθη
κι εκεί στον Άδη βρέθηκε με όλη τη θωριά της
να φοβηθεί ο Πλούτωνας και να την υπακούσει.
Κι όλοι οι θεοί συνάχτηκαν, στο πλάι της σταθήκαν
θάρρος να δώσουνε σ’ αυτή την πικραμένη μάνα. 230
Με τέτοια λόγια η θεά κίνησε* και του είπε:
«Άρχοντα εσύ του σκοταδιού, κύρη του Κάτω κόσμου,
από θνητούς κι αθάνατους στον κόσμο παινεμένος
κι έχεις το θρόνο τον ψηλό εδώ στον χθόνιο Άδη
άκου κι εμένα μια στιγμή και όπως κρίνεις πράξε.
Δεν πρόκειται να ξαναβγεί λουλούδι εκεί στους κάμπους
μήτε βλαστός να σηκωθεί απ’ τα ροζάτα αμπέλια
μα ούτε και φρούτα και καρπούς εγώ δεν ξαναδίνω
και των ανθρώπων η γενιά που όλους μας λατρεύει
δε θα υπάρξει άλλο πια κι εδώ θέ να τελειώσει.» 240
Και μια βοή ακούστηκε, ένα σούσουρο μεγάλο
απ’ των θεών τα στόματα με τόση ανησυχία
που οι ανάσες κόπηκαν, τα πόδια τους λυγίσαν.
Κι η Δήμητρα συνέχισε με πάθος να του λέει:
«Τη γνώμη δεν αλλάζω αυτή και δε θα κάνω πίσω.
Μόνο αν την Περσεφόνη μου στον οίκο επιστρέψει
μόνο άμα στην αγκάλη μου πάλι βαθιά την κλείσω
θα ειδούν οι άνθρωποι καλό και θα προκόψει η φύση.»
Κι ο Πλούτωνας εγέλασε κι αυτά τα λόγια είπε:
«Αυτό δεν γίνεται όπως λες και όπως το ορίζεις 250
γιατί η κόρη έφαγε και ήπιε εδώ στον Άδη
κι όλοι το ξέρουνε, θνητοί, θεοί και δούλοι, όλοι
πως αν στον Άδη κατεβείς κι εκεί καταναλώσεις
τροφή ή πιοτό, δεν έχεις πια ελπίδα να γυρίσεις
στο πάνω κόσμο για πολύ, μα πρέπει να επιστρέψεις.
Νόμοι είναι αυτοί πανάρχαιοι όπως καλά γνωρίζεις
που ούτε εσύ μα ούτε κι εγώ να σβήσουμε μπορούμε.
Μόνο να το μοιράσουμε, αν θες κι εσύ, το πράμα
και έξι μήνες να’ ναι εδώ η λυγερή η κόρη
και άλλους έξι να’ ν στο φως να χαίρεται τη μέρα. 260
Κάτι καλήτερο εγώ δεν έχω στο μυαλό μου
Σε σένα μένει το λοιπόν να κάνεις συμφωνία
οι όλου τους λαμπρούς θεούς στα Τάρταρα να ρίξεις.»
Κι η Περσεφόνη βγαίνοντας απ’ το βαθύ σκοτάδι
τη μάνα της αντίκρισε κι αυτά τα λόγια είπε:
«Μανούλα να με συγχωρείς , δεν γνώριζα η καημένη
τον νόμο αυτόν που λέει πως δεν πρέπει να αγγίξεις
φαΐ ή πιοτό σαν θα βρεθείς στου Άδη το σκοτάδι.
Κι εγώ απ’ τη δίψα την πολλή, έξι ρόγες από ρόδι
έβαλα στα χειλάκια μου, να δροσιστούν που καίγαν 270
από του τρόμου τη φωτιά, της αγωνίας το πάθος
σαν ζωντανή εβρέθηκα μες των νεκρών τον τόπο.
Συγχώραμε μανούλα μου μα δεν μπορώ να πάρω
πίσω την πράξη πού ’καμα, τη μοίρα να διορθώσω.»
Η Δήμητρα δαγκάθηκε και έσκυψε στο χώμα
γιατί δεν ελογάριαζε τα πράματα έτσι να ‘ρθουν
κι άλλη ελπίδα τώρα πια αυτή δεν εθωρούσε
παρά μονάχα να δεχτεί να μοιραστεί την Κόρη
και έξι μήνες να μπορεί στο πλάι της να την έχει
και άλλους έξι να θρηνεί κι αλίμονο να λέει. 280
Κύκλοι αέναοι
Αυτό λοιπόν εγίνηκε και γίνεται ακόμα.
Χειμώνας πέφτει και βαρύ σκότος καταπλακώνει
όταν η Κόρη χάνεται και πάει στον Κάτω Κόσμο
γιατί η Δήμητρα θρηνεί κι είναι βαριά η καρδιά της
κι ούτε μυαλό, ούτε δύναμη έχει για να χαρίσει
τον πλούτο που μονάχα αυτή κατέχει από αιώνες.
Μα όταν η Κόρη η λαμπερή ανεβαίνει απ’ το σκοτάδι
η Άνοιξη έρχεται στη Γη κι όλα τα ξανανιώνει*.
Τα δέντρα βγάζουνε καρπούς και οι κάμποι από σιτάρι
γεμίζουνε και χαίρονται οι άνθρωποι οι καημένοι 290
και ευωδιάζουν τα βουνά, καρπίζουν τα χωράφια.
Και σαν χορτάσουν τους καρπούς και τα ψωμιά τ’ αφράτα
πιάνουν και στήνουνε χορούς και τους θεούς δοξάζουν
και όλοι έτσι ευφραίνουν την καρδιά, θεοί, θνητοί αντάμα*
μες τους αιώνες που περνούν, στο αλώνι αυτό του χρόνου
που κύκλους κάνει αέναους*, ποτέ του δεν τελειώνει…
…στα ανίψια μου, Στέλλα και Ελευθέριο.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Μάιος 2016
Αθήνα
Λεξικό
αέναους: ατέλειωτους, συνεχείς
αντάμα: μαζί, παρέα
απόθεσε: έβαλε, τοποθέτησε
απόκριση: απάντηση
ασπιδοκρατούσα: αυτή που κρατά ασπίδα
βολόδερνε: τριγυρνούσε άδικα, περιφερόταν
γιάνει: γιατρευτεί
δέμας: φορτίο
δεντριά: μικρά δέντρα
εσφάλισε: έκλεισε
θηκάρι: φαρέτρα, θήκη για βέλη
θωρείς: βλέπεις, κοιτάς
θωριά: παρουσιαστικό
κίνησε: ξεκίνησε, άρχισε
κορασίδες: κορίτσια, κοπέλες, νεαρές
κορφολογώ: μαζεύω καρπούς ή άνθη
κραδαίνει: κρατάει δυνατά
λογιάσει: λογαριάσει, λάβει υπόψη
λούλουδα: λουλούδια
μαντάτα: ειδήσεις, νέα
μελανός: μαύρος, σκούρος
ξανανιώνω: επανέρχομαι σε υγιή μορφή, ανασταίνομαι
ξετελεύω: τελειώνω, ολοκληρώνω
πέρατα: τα τελευταία σημεία, οι εσχατιές
σείστηκεν: κουνήθηκε έντονα
σίγασε: σιώπησε
σιμά: δίπλα, στο πλάι
σπαρτά: φυτά
συγνεφοσυνάχτης: αυτός που μαζεύει σύννεφα
ψαροθρόφο: αυτό που τρέφει τα ψάρια
Βιβλιογραφία
Ομηρικοί Ύμνοι
Ησίοδος – Θεογονία
Παυσανίας – Antony J. S. Spawforth “Pausanias the Periegete”
Frazer, J. G. –Pausanias’ Description of Greece: Translated with a commentary
Απολλόδωρου – Βιβλιοθήκη
Martin Nilsson – «The Greek popular religion»
Paul Foucart – «Τα Ελευσίνια Μυστήρια»
Αφροδίτη Αβαγιανού – «Ιερός Γάμος» και σεξουαλικοί ρόλοι: Άδης και Περσεφόνη
Walter Burkert– Homo necans. Ανθρωπολογική προσέγγιση στη θυσιαστήρια, στην τελετουργία και τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας, μτφρ. Βάιος Λιαπής
Wiliam Hansen – Classical mythology