ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β΄ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ BONSAISTORIES
Δεν της άρεσε να τη φωτογραφίζουν. Άλλοτε θύμωνε και άλλοτε ντρεπόταν… Σιχαινόταν κάθε τι στημένο και επιτηδευμένο… Έπρεπε όμως, λόγω της δουλειάς της, να το κάνει μερικές φορές, κι όταν αυτό τύχαινε, τότε απλά χαμήλωνε τα μάτια της…
Κι εγώ έπρεπε να τη φωτογραφίζω συνέχεια. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Ήθελα να τη φωτογραφίζω…
Η ελιά πάνω από τα χείλη της. Μαύρη, προκλητική, πρόστυχη, ρομαντική, τελεία στις μισοτελειωμένες προτάσεις μου… Όταν την έγλειφε με την άκρη της γλώσσας της, όταν την έκρυβε ο καπνός από το τσιγάρο της, όταν μετακινούταν λίγο από το χαμόγελό της, όταν έμενε ακίνητη τις ώρες που κοιμόταν… κάθε στιγμή της ήθελα να είμαι εκεί και να τη βλέπω…
Ήμουν μικρός όταν την πρωτοσυνάντησα… ή μάλλον πολύ μικρότερός της… Μας σύστησε ένας φίλος μου και μαθητής της, προκειμένου να δουλέψω κοντά της ως φωτογράφος στα έργα της. Ήταν συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Μόλις είχε τελειώσει μια από τις παραστάσεις της κι ήμουν ενθουσιασμένος με ό,τι είχα δει. Όταν με αντίκρισε καθώς μας σύστηναν, μου χαμογέλασε και τότε για πρώτη φορά πρόσεξα την ελιά της… Κι έμεινα εκεί για λίγο. Μετά το βλέμμα μου πλανήθηκε στα κόκκινα σχηματισμένα χείλη της, στα μάτια της, το έντονο βλέμμα της… Μου χάιδεψε το μάγουλο με τη ζεστή της παλάμη και με καλωσόρισε… Ανατρίχιασα για λίγο ολόκληρος… Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη να μπω στην ομάδα της…
Ξεκίνησα να πηγαίνω στις πρόβες με ενθουσιασμό, λαχτάρα αλλά και λίγη ντροπή καθότι ήμουν νέος στο επάγγελμα. Μα κάθε φορά μού άρεσε και περισσότερο να βρίσκομαι εκεί, στο μικρό της θέατρο, να είμαι κοντά της. Εκείνη, συνήθιζε να με «πειράζει» κατά τη διάρκεια, μέσα από αστεία, στα πλαίσια του να με κάνει να νιώθω όλο και πιο άνετα… Γελούσαμε όλοι με τα αστεία της και γελούσε κι εκείνη κι εγώ αν και δεν ήθελα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της, συνήθως κρυβόμουν πίσω από την κάμερά μου…
Αρχίσαμε να μιλάμε μέσα από μηνύματα. Ήθελε να αναλάβω μια φωτογράφηση. Ήταν πολύ απαιτητική στη δουλειά της, τελειομανής. Ήθελε το κάθε τι να περνά από τα χέρια της. Ένιωθα να με φλερτάρει μέσα από τα μηνύματα, αλλά δεν τολμούσα να το παραδεχτώ. Ήταν ολόκληρη η ύπαρξή της ερωτική. Πάντα άγγιζε τον άνθρωπο με τον οποίο μιλούσε, αλλά πάντα κρατούσε μια απόσταση ασφαλείας απ’ όλους…
Μέχρι που ήρθε σπίτι μου μια Παρασκευή βράδυ, να δούμε τα δείγματα των φωτογραφιών… Ήμουν ανήσυχος. Η καρδιά μου χτυπούσε συνέχεια ακανόνιστα. Δεν μπορούσα να σταθώ λεπτό μέσα στο σπίτι μου. Ένα σπίτι ακατάστατο, αδιάφορο, εργένικο.
Όταν χτύπησε την πόρτα κι άνοιξα δεν ήξερα τι να πω πέρα από μια άτσαλη «καλησπέρα». Εκείνη όμως ήξερε… Πάντα ήταν πολύ καλή στο λόγο…
«Ελπίζω να έχεις παγάκια», μου είπε χαμογελώντας και μου έδειξε ένα μπουκάλι τσίπουρο που κρατούσε… «Θέλω να πιω. Ελπίζω να μη σε πειράζει». Δεν ξέρω πόσο βλάκας πρέπει να φαινόμουν εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Φορούσα τη φόρμα μου κι ένα μπλουζάκι. Εκείνη ήταν τόσο όμορφη, τόσο περιποιημένη. Μύριζε υπέροχα. Θα έβγαινε μετά… Κι εγώ μπροστά της στεκόμουν σαν ένας απεριποίητος βλάκας…
«Να περάσω ή πρέπει να πω και τα κάλαντα πρώτα;» μου είπε ανυπόμονα και με έβγαλε από τις σκέψεις και την απόλυτη αμηχανία που ήταν εμφανής…
«Ναι, περάστε», κατάφερα να ψελλίσω κι εκείνη την ώρα σκέφτηκα πόσο μαλάκας μπορεί να ήμουν που δεν είχα φροντίσει να μαζέψω το αχούρι στο οποίο έμενα! Όσο εκείνη περιεργαζόταν το χώρο μου, εγώ με βιαστικές κινήσεις άνοιξα το ψυγείο, έβγαλα παγάκια και τα έβαλα σε δύο ποτήρια. Αν και δεν έπινα ιδιαίτερα, ήταν επιτακτική ανάγκη να κυλίσει αλκοόλ στις φλέβες μου για να μπορέσω να την «αντιμετωπίσω». Εκείνη κάθισε στη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου μου και οι κινήσεις της -Χριστέ μου- ήταν τόσο άνετες, τόσο αρμονικές, τόσο αισθησιακές…
«Μπορώ να καπνίσω;» με ρώτησε με ύφος που δε σήκωνε άρνηση ενώ ήδη είχε πιει μονορούφι το πρώτο της ποτήρι… «Μπορώ να σου αρνηθώ άραγε;» σκέφτηκα από μέσα μου κι αν και σιχαινόμουν τον καπνό, έγνεψα καταφατικά…
Κάπνιζε, έπινε, μιλούσε και το βλέμμα της ταξίδευε πάνω μου πολύ έντονα. Καθόμουν απέναντί της κι απλά απαντούσα όπου μπορούσα, έπινα χωρίς να μου αρέσει το τσίπουρο, και προσπαθούσα να της δείξω δείγματα της δουλειάς μου. Είχα ανοιχτό το παράθυρο δίπλα μου και η μυρωδιά από το άρωμά της, μυρωδιά από τριαντάφυλλο, έμπαινε με θράσος στα ρουθούνια μου και με μεθούσε χωρίς καν να ευθύνεται το ποτό γι αυτό. Τα μακριά μαύρα της μαλλιά, έλαμπαν κάτω από το φωτιστικό μου κι ένιωθα για κείνη ένα δέος. Εκείνη ήταν σπίτι μου… στο δωμάτιό μου… στην καρέκλα μου…
«Θέλω να σε φιλήσω… πρέπει να σε φιλήσω», μου είπε μισοζαλισμένη με μάτια τόσο υγρά και γεμάτα πόθο… Δεν πρόλαβα να αντιδράσω, δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε πει εκείνη μόλις τη στιγμή… Με άρπαξε από την μπλούζα και με έσπρωξε επάνω της. Κόλλησε τα βαμμένα της χείλη πάνω στα δικά μου κι άρχισε να με φιλά με πάθος… Έχασα τον κόσμο … μπήκα στον δικό της… ζαλίστηκα… μέθυσα… εξανεμίστηκα… έγινα κάποιος άλλος… Το φιλί της ήταν έντονο, διεισδυτικό, έντονο, επώδυνο, Με δάγκωνε με τους κοφτερούς της κυνόδοντες, μου μάτωσε το κάτω χείλος… τη φιλούσα κι εγώ… τα χέρια μου έπιασαν την πλάτη της, το λαιμό της, τα υπέροχα μαλλιά της… Μύριζε τριαντάφυλλο… και η ίδια ήταν σαν ένα τριαντάφυλλο με αγκάθια… Τη σήκωσα με δύναμη από την καρέκλα μου και την κόλλησα στην ντουλάπα μου. Τα ρούχα μου μέσα σε αυτή ανακατεμένα… όπως και τα συναισθήματά μου… Τα σώματά μας ήρθαν τόσο κοντά και ήταν τόσο υπέροχη η αίσθηση… `Έβαλε τα χέρια της μέσα από την μπλούζα μου και με γρατζούνισε στην πλάτη με τα μακριά βαμμένα κόκκινα νύχια της… Πόνεσα… αλλά αν ήταν έτσι κάθε πόνος, θα ήθελα να πονώ συνέχεια… Και ξαφνικά … με έσπρωξε απαλά μακριά της…
«Θα πέθαινα αν δε σε φιλούσα… Συγνώμη γι’ αυτό… Πρέπει να φύγω… Έχω αργήσει…» μου είπε με τη βραχνή της φωνή… Τα χείλη της δεν είχαν ίχνος κραγιόν… Ήταν όμως κατακόκκινα και πρησμένα από το έντονο φιλί μας. Και η ελιά της… αυτή η ελιά της… έμοιαζε τόσο όμορφη… φιλημένη από τα δικά μου χείλη πια … Αυτή η ελιά πάνω από τα χείλη της, είχε γίνει για λίγο δική μου… κι είχε τόσο ωραία γεύση… Ήταν η πρώτη φορά που τη φωτογράφησα με το νου μου…
Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει, το βλέμμα της ήταν χαμηλωμένο. Έμοιαζε να ντρεπόταν πια … Κι εγώ το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να της κάνω έρωτα… να μου κάνει έρωτα… να είμαι μαζί της… μόνο μαζί της…
Πήρε γρήγορα τα πράγματά της και κατευθύνθηκε στην εξώπορτα… Μουδιασμένος, μαγεμένος, ναρκωμένος σχεδόν, την ακολούθησα. Δεν ήθελα να φύγει… ήθελε όμως εκείνη…
«Δεν ξέρω τι θα κάνω με σένα», μου είπε χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια… παρέμενα άφωνος… «Δεν ξέρω όμως και τι θα κάνω χωρίς εσένα…» Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε… Κι εγώ δεν κατάφερα να πω ούτε «καληνύχτα»…
Πέρασαν μέρες… δεν μπορούσα να ησυχάσω… Δεν μπορούσα να με βρω πουθενά… Ένιωθα χαμένος, πεθαμένος, γεννημένος από την αρχή… Εκείνη… εκείνη ήταν μέσα μου κάθε λεπτό, κάθε στιγμή… εκείνη, που με μεταμόρφωσε σε άντρα μέσα σε δυο γουλιές από τσίπουρο… Δεν τόλμησα να της γράψω κάτι… Ήθελα… μα δεν τόλμησα… Κι εκείνη, εκείνη δεν έστειλε τίποτα…
Η επόμενη πρόβα πλησίαζε και δεν ήξερα πώς να είμαι, πώς να φερθώ, αν θα την κοιτάξω στα μάτια, αν απλά θα φαντάζω σα μαλάκας απέναντί της… Πέθαινα να τη δω όμως… να τη μυρίσω… να κλέψω εικόνες, φωτογραφίες με το νου μου… να δω την ελιά της…
Πρέπει να μετάνιωσε, συλλογιζόμουν… Γιατί δε με βρήκε τόσες μέρες; Δεν ήθελα καν να το μοιραστώ με τους φίλους μου, δεν μπορούσα… Θα χαλούσα τη μαγεία…
Η πρόβα κύλησε ομαλά… Κρυμμένος πίσω από το φακό κατάφερα απλά να μην χάσω τον έλεγχό μου… Εκείνη ήταν η γνωστή δασκάλα, που έκανε καλά τη δουλειάς της… Με τα αστεία της, τις ασκήσεις της, τα πειράγματά της. Απέφευγε σε όλη τη διάρκεια να με κοιτάζει… Μόνο θύμωνε όταν έκανα κάποιες απόπειρες να τη βάζω στο πλάνο της φωτογράφισης… Δεν ήταν σε κανένα… Έδειχνε να ντρέπεται κάποιες στιγμές… Έπινε στο μάθημα… Έπινε τσίπουρο… Και το άρωμά της πάλι τρυπούσε τα σωθικά μου…
Έπρεπε να της μιλήσω… να την αγγίξω… να τη μυρίσω… να βρεθώ μόνος μαζί της… Ήταν το μοναδικό πράγμα που ήθελα πια στη ζωή μου. Τίποτε άλλο δεν με ενδιέφερε… Τίποτε… Μόνο εκείνη…
Σχολάσαμε κι όλοι μεταξύ τους κανόνιζαν να βγούμε μετά… Και μόνο η ιδέα με θύμωνε… Μου φαίνονταν όλοι αδιάφοροι… μικροί… ασήμαντοι… Ένιωθα σαν το αγρίμι σε κλουβί, μα δεν μπορούσα να αντιδράσω…… Το μυαλό μου κουβάρι μπερδεμένο…
«Μπορείς να καθίσεις λίγο να δούμε τις φωτογραφίες που τράβηξες μήπως φτιάξω απόψε το trailer;» με ρώτησε μπροστά σε όλους. Ήταν η πρώτη φορά μετά από μέρες, που άκουσα τη φωνή της να μιλά σε μένα… Ανατρίχιασα… Πάγωσα… Οι μαθητές της δεν έδωσαν φυσικά καμία σημασία… Έφυγαν σχεδόν αδιάφοροι… Κάποιος είπε ότι θα μου στείλουν μήνυμα για το πού θα πήγαιναν ώστε να τους βρω μετά… τα λόγια τους πέρασαν από τα αυτιά μου σαν αγέρας… Δεν πήγα ποτέ…
Έκλεισε την πόρτα… είχαν όλοι φύγει… ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο… Στεκόμουν απέναντί της, άπραγος, ακίνητος. Καιγόμουν… δεν ήξερα τι να πω… τι να κάνω… τι πρέπει να κάνω… τι πρέπει να πω…
«Έλα κοντά μου», σχεδόν με διέταξε… Το έκανα… Έβαλε τα χέρια της στα ιδρωμένα μου μαλλιά. Τα χάιδεψε. Το βλέμμα της ακολουθούσε τις κινήσεις της. Έσκυψε και μύρισε το λαιμό μου… Πέθαινα καθώς γεννιόμουν στα χέρια της… Έφερε τα χείλη της στα δικά μου χωρίς να τα ακουμπήσει… Μου ψιθύρισε…
«Είσαι το λάθος που πρέπει να κάνω… Μου έλειψες… πολύ…»
Έκλεισα τα μάτια και τη φίλησα. Έντονα, με λαχτάρα, με πείνα, με ορμή, με ό,τι είχα μέσα μου για εκείνη…
Κάναμε έρωτα εκείνο το βράδυ… Σε έναν κόκκινο καναπέ, μέρος του σκηνικού της επόμενης παράστασής της… Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου… Δεν ήθελα να τελειώσει εκείνο το βράδυ… Όμως εκείνη έπρεπε να γυρίσει στα δικά της…
Ήταν στην αγκαλιά μου… Αισθανόμουν σπουδαίος, μεγάλος, άντρας, πλήρης, ευτυχισμένος… φοβισμένος…
«Είστε ευλογία», της είπα ενώ της χάιδευα τα μαλλιά της… Της μιλούσα ακόμη στον πληθυντικό…
«Και κάποια στιγμή θα γίνω κατάρα…»
Δεν έγινε ποτέ…
«Αφήστε με να σας φωτογραφίσω», την παρακάλεσα σχεδόν… Ήταν ημίγυμνη, ερωτεύσιμη, βγαλμένη μέσα από ποίημα άλλης εποχής, με την ελιά πάνω από τα πρόστυχα χείλη της να με ερεθίζει …
«Αυτό δε γίνεται», είπε απότομα… «Σιχαίνομαι τις φωτογραφίες και το ξέρεις», μου απάντησε και σηκώθηκε απότομα να ντυθεί… «Πρέπει να φύγεις… είναι αργά».
«Πρέπει να μείνω… Δε μπορώ χωρίς εσάς», κατάφερα να πω, εκεί στον κόκκινο καναπέ της καθισμένος…
«Σκάσε με τον πληθυντικό… μας χωρίζουν πολλά… αλλά ίσως να μας ενώνουν άλλα τόσα…» Είχε ήδη ντυθεί κι άναψε τσιγάρο. Έβγαλε από την τσάντα δίπλα της, το κόκκινο κραγιόν της κι έβαψε τα χείλη της με χέρια που έτρεμαν και με το βλέμμα σκυμμένο. Πήρε ένα τριαντάφυλλο από το βάζο που ήταν μπροστά από τον καναπέ κι άρχισε να παίζει νευρικά με αυτό… Ήθελε να φύγω… μου το έδειχνε… Ήθελα να μείνω… της το έκρυβα… Έπρεπε να κάνω ό,τι εκείνη επιθυμούσε όμως…
Δε μιλήσαμε άλλο… Ντύθηκα αμήχανα και ένιωθα να με πνίγει ένα βάρος στο στήθος… Ήμουν έτοιμος για να εξαφανιστώ… Πήρα την κάμερα στα χέρια μου. Εκείνη είχε τελειώσει το τσιγάρο της και κρατούσε ακόμη το τριαντάφυλλο στα χέρια της… Είχε ακόμη το βλέμμα της σκυμμένο… Θα έδινα τα πάντα για να μάθω τι σκεφτόταν… Χωρίς να το σκεφτώ, έφερα την κάμερα στα μάτια μου, την άνοιξα γρήγορα και την έβγαλα μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία από την ελιά της μέχρι το τριαντάφυλλο στα όμορφα κομψά χέρια της… Μια μαύρη ελιά στην απόλυτη αντίθεση των κόκκινων χειλιών της…
Άκουσε το θόρυβο. Σήκωσε το βλέμμα της ξαφνιασμένη, θυμωμένη…
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Άνοιξα γρήγορα την πόρτα, κοντοστάθηκα μια στάλα…
«Άφησέ με να σε κερδίζω μέχρι να σε χάσω», της είπα κι εξαφανίστηκα από μπροστά της…
Έτρεχα στο δρόμο… δεν ήξερα γιατί…
Εκείνη άναψε τσιγάρο… στον κόκκινο καναπέ της…
Μαρία Ν. Κίτρα
πολυ καλο
Απιστευτα ρομαντικό! !
Σαρωτικό, θεατρικό, γεμάτο ζωντάνια και παραστατικότητα… Γίνεσαι ένα με τους πρωταγωνιστές, χάνεσαι μέσα στις αισθήσεις τους… Μια ιστορία που αποτυπώνεται μέσα σου, δεν ξεχνιέται, όπως η ελιά πάνω απ’ τα χείλη της.
Πολύ καλό!Παραστατική γραφή ρομαντισμός και έρωτας μέσα από τα μάτια ενός άντρα αλλά με γυναικεία πένα!