Ποιος να ήταν άραγε τέτοια ώρα; Το κουδούνι χτύπησε επίμονα άλλες τρεις φορές μέχρι να προφτάσει να ανοίξει. Βλέπετε ήταν ηλικιωμένος και τα πόδια του δεν μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα όπως άλλοτε.
Ένα δεκάχρονο αγοράκι κρατούσε στα χέρια του ένα γράμμα.
«Είναι για σας», του είπε.
«Για μένα… αδύνατον», μουρμούρισε.
Ήταν σίγουρος πως είχε γίνει κάποιο λάθος, γιατί δεν του είχε μείνει κανείς για να του στείλει και γράμμα. Μα όχι! Λάθος. Υπήρχε κάποιος γι’ αυτόν, ο ένας και μοναδικός, ο γιος του. Μα κι από αυτόν είχε να πάρει γράμμα εδώ και δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυγε.
«Είναι για σας παππούλη, να εδώ γράφει στον Μιχάλη Γεωργίου, Κέρκης 29 Λεμεσός», είπε το παιδί.
Πήρε το γράμμα, ευχαρίστησε το παιδί δίνοντάς του κάτι για τον κόπο του, και έκλεισε την πόρτα. Το γράμμα ήταν πράγματι από το μονάκριβό του γιο, τον Παύλο.
Κάθεται τώρα μόνος και σκέφτεται την καταραμένη εκείνη μέρα που έβλεπε το παιδί του για τελευταία φορά. Τη μέρα που συγκλόνισε τη ζωή του και άφησε βαθιά σημάδια στην καρδιά και στη θύμησή του.
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μάρτη. Ο Παύλος αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό μετά την τουρκική εισβολή, αφού έχασε όλη του την περιουσία. Είχε βασανιστεί πολύ μέχρι να πάρει την απόφαση αυτή, μα τελικά την πήρε με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Θυμάται τα τελευταία εκείνα λόγια του γιου του και τα μάτια του βουρκώνουν.
«Θα επιστρέψω, να είσαι σίγουρος, θα επιστρέψω έστω και για λίγο. Φεύγω με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Αν όλα πάνε καλά, θα σε φέρω κοντά μου».
«Να έχεις την ευχή μου, γιε μου, αλλά εγώ δεν φεύγω απ’ τον τόπο μου ό,τι κι αν έγινε ό,τι κι αν συνέβηκε. Φτάνει εσύ να είσαι καλά. Αυτό μου φτάνει».
Τον βλέπει σαν ένα όραμα, σαν οπτασία μπροστά του, όπως τον έβλεπε και τότε, να τον φιλά για τελευταία φορά, να μπαίνει στο πλοίο και να απομακρύνεται. Να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ.
Ο γέρο-Μιχάλης άνοιξε με συγκίνηση το γράμμα και με χέρια που τρέμανε άρχισε να διαβάζει.
Αγαπημένε πατέρα,
Ξέρω πως ήταν λάθος μου να μην σου γράψω τόσο καιρό. Ξέρω πόσες νύχτες είχες μείνει άγρυπνος για μένα. Συγχώρεσέ με όμως. Δεν ήθελα να σου γράψω ψεύτικα λόγια. Όχι δεν ήθελα. Κουράστηκα πολύ για να φτάσω εδώ που έφτασα σήμερα. Έχω στρώσει μια θαυμάσια δουλειά. Για να φτάσω εδώ όμως που έφτασα απελπίστηκα πολλές φορές, φθάνοντας στο σημείο να θέλω να τα εγκαταλείψω όλα και να γυρίσω κοντά σου στην πατρίδα. Τώρα όμως πέρασαν όλα αυτά. Η δουλειά μου είναι πολύ καλή και μου αποδίδει πολλά. Είμαι αυτό που ήθελα να γίνω. Επιχειρηματίας.
Πατέρα, πιστεύω πως αυτό που θα γράψω πιο κάτω θα σου δώσει μεγάλη χαρά. Έχω παντρευτεί μια θαυμάσια κοπέλα και έχουμε αποκτήσει δυο θαυμάσια παιδιά. Το Μιχάλη και την Κατερίνα. Ο Μιχάλης σήμερα είναι τριών ετών και σου μοιάζει αφάνταστα. Η Κατερινούλα είναι ενός έτους και νομίζω πως μοιάζει λιγάκι της συγχωρεμένης της μητέρας μου. Τα παιδιά θέλουν να σε γνωρίσουν, το ίδιο και η γυναίκα μου. Της έχω πει τόσα πολλά για σένα. Νοστάλγησα την Κύπρο. Θέλω να γυρίσω πίσω άσχετα αν δε δω το σπίτι μας.
Σ’ ένα χρόνο πατέρα θα είμαι κοντά σου. Κάνε ακόμη λίγη υπομονή. Τα παιδιά και η γυναίκα μου σου φιλούν το χέρι.
Με πολλή αγάπη,
ο Παύλος σου
Γέμισαν τα μάτια του κυρ Μιχάλη και πάλι. Ήταν ανάμεικτα τα αισθήματά του. Χαρά για τα νέα του παιδιού του αλλά και λύπη, γιατί μπορεί να μη ζούσε για να δει τα εγγόνια του. Έχει ο Θεός όμως. Τόσα χρόνια ζούσε με την αγωνία τι γίνεται το παιδί του. Τώρα θα ζει με την χαρά ότι θα τον ξαναδεί. Θα ζει για να δει τα εγγόνια του, τη νύφη του.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τυλίχτηκε την παλιά τριμμένη κουβέρτα. Τα όνειρά του απόψε δεν θα είναι εφιάλτης όπως άλλοτε. Θα είναι ωραία, θα είναι γλυκά.
Η ζωή του άλλαξε σε μια μόνο μέρα.
ΠΑΥΛΙΝΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ