Σήμερα νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να σας μιλήσω για τη θεια μου την Τζένη από το Σικάγο, ή Τζέιν, όπως την αποκαλεί ακόμα ο παππούς μου.
Αμφότεροι έχουν περάσει τα εβδομήντα, μόνο που όταν κάνουμε υπαινιγμούς για την ηλικία τους, ο παππούς λέει ότι δεν θυμάται ακριβώς γιατί ξέχασε πότε γεννήθηκε, σε αντίθεση με τη θεια που ισχυρίζεται ότι θυμάται με ακρίβεια την ηλικία της -τα τελευταία 15 με 20 χρόνια είναι μόνο πενήντα πέντε χρονών. Αυτός είναι κι ο κυριότερος λόγος που επιμένει να τη φωνάζουμε ακόμα θεία, ενώ υπήρξε η δεύτερη γυναίκα του παππού, μέχρι που αυτός γύρισε μόνιμα στην Ελλάδα, πριν δυο χρόνια, και μας ανακοίνωσε ότι χώρισαν γιατί τα μελλοντικά τους σχέδια ήταν ασύμπτωτα… ασύμβατα… ανακόλουθα… εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο –θυμάμαι ότι χρησιμοποίησε μια δύσκολη λέξη. για να μας εξηγήσει. Φυσικά, ούτε κουβέντα γι’ ασυμφωνία χαρακτήρων.
Η θεια κι ο παππούς, έζησαν μαζί σχεδόν σαράντα χρόνια, σε ένα ανακαινισμένο, βικτωριανού τύπου διώροφο σπίτι, στο Σικάγο, στη Λεωφόρο North Oakley, γεμάτο από παλιά έπιπλα αξίας. Ο παππούς διατηρούσε ενα μεγάλο παλαιοπωλείο στη γειτονιά Schaumburg, κοντά στo γνωστό πολυκατάστημα Dainese, και έκανε χρυσές δουλειές, κυρίως από τις εξαγωγές στην Ευρώπη.
Όταν παντρεύτηκαν, ο παππούς έκανε δώρο στη θεια ένα μεγαλόπρεπο, ολόσωμο πορτραίτο, που ζωγράφισε ένας φίλος του ζωγράφος, αντιγράφοντας μια φωτογραφία της. Τότε η θεία μου ήταν 35 χρονών. Το πορτραίτο ήταν αρκετά μεγάλο, 2μ.x1,40μ., λάδι σε καμβά, κι έδειχνε τη θεία μου όρθια με μια εντυπωσιακή ξώπλατη μακριά τουαλέτα, το σώμα τρία τέταρτα γυρισμένο δεξιά, το δεξί χέρι της να ακουμπά σε κάτι ακαθόριστα υπερυψωμένο, τα μαλλιά μαζεμένα σε ένα είδος κότσου ώστε να αναδεικνύεται ο λευκός λαιμός, το πρόσωπο γυρισμένο ανφάς και το βλέμμα να κοιτάζει εμπρός, σαν να συνομιλεί με τον θεατή. Δεν ξέρω από πού εμπνεύστηκε ο ζωγράφος αυτή τη σύνθεση. Η απεικόνιση ήταν πολύ ρεαλιστική και καθαρή. Θα έλεγε κάνεις ότι είναι έργο του Νικηφόρου Λύτρα, αν το φόρεμα δεν ήταν τόσο σύγχρονο. Ο παππούς ήταν ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα κι επέμεινε να το κρεμάσουν στο πιο περίοπτο σημείο του υπερυψωμένου κι ευρύχωρου ισογείου, που ήταν και το λίβινγκ-ρουμ., στον τοίχο πολύ κοντά στην είσοδο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις η να βγεις από το σπίτι και να μην προσέξεις το πορτραίτο. Ήταν για όλους τους επισκέπτες η πρώτη κι η τελευταία εντύπωση.
Δυστυχώς η θεια δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Για λίγο δεν είπε τίποτα από τη μια για να μην φανεί αγνώμων και στενοχωρήσει τον παππού κι από την άλλη γιατί παρ’ όλα αυτά ένιωσε κολακευμένη, δεδομένων και των ευνοϊκών έως ενθουσιωδών σχολίων των φίλων και γειτόνων του ζευγαριού. Μετά όμως από λίγο καιρό άρχισε διακριτικά να παραπονιέται ότι το πορτραίτο την έδειχνε μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν και κάποια στιγμή έπεισε τον παππού μου να το ξεκρεμάσουν και για να μη φαίνεται το σημάδι στον τοίχο, το αντικατέστησαν με ένα Βενετσιάνικο καθρέφτη εποχής του 1900, από το παλαιοπωλείο φυσικά, αναλόγων διαστάσεων.
Ήτανε όμορφη η θεια και φυσικά πολύ κοκέτα. Ντυνόταν στην τρίχα ακόμα κι όταν έβγαινε για ψώνια στη γειτονιά. Αν δεν είχε να κάνει ψώνια, ντυνόταν επίσης καλά κι πήγαινε βόλτα για να τη δουν και να την κολακέψουν. Και πάντοτε πριν ξεμυτίσει κοιταζόταν στον μεγάλο καθρέπτη και διόρθωνε τις τυχόν ατέλειες στο ντύσιμο, στο μακιγιάζ ή στο χτένισμα.
Πέρασαν καλές μέρες ο παππούς με τη θεία, μέχρι που μια μέρα, σχεδόν 25 χρόνια μετά, όταν αυτός γύρισε το μεσημέρι από τη δουλειά, ανακάλυψε ότι το παλιό πορτραίτο ξαναπήρε τη θέση του στον τοίχο δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού. Όταν ρώτησε σχετικά τη θεια μου, αυτή του απάντησε ότι ο καθρέφτης την έδειχνε μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.
Τις επόμενες μέρες αποκαθηλώθηκαν όλοι οι καθρέφτες απ’ το σπίτι, μ’ αποτέλεσμα ο παππούς να ξυρίζεται στο παλαιοπωλείο. Μάταια την ικέτεψε να του αφήσει τουλάχιστον τον καθρέφτη στο μπάνιο.
Τα χρόνια περνούσαν απαράλλακτα με τα προηγούμενα. Η θεια είχε σταθερές συνήθειες και η κοκεταρία της παρέμενε αναλλοίωτη. Το πώς ντυνόταν, μακιγιαριζόταν και χτενιζόταν χωρίς καθρέφτη, έκτοτε, είναι ένα μεγάλο μυστήριο.
Πάντοτε όμως, πριν βγει από το σπίτι κοιτάζεται στο πορτραίτο της και το πρόσωπό της φωτίζεται από ένα εσωτερικό φως μιας αναβλύζουσας ευτυχίας, καθώς πια βλέπει τον εαυτό της νεώτερο, αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου, που σαν ιός μάς μολύνει με την ασθένεια των γηρατειών.
Η θεία είναι πολύ περήφανη για τη μνήμη της. Αν ρωτήσετε την ηλικία της, θα σας πει χωρίς αιδώ ότι είναι μόνο πενήντα πέντε χρονών. Η θεια Τζένη απ’ το Σικάγο εξακολουθεί να θυμάται ακριβώς την ηλικία της σε αντίθεση με τον παππού που δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του, αλλά κοιτάζει άφοβα το χρόνο στον καθρέφτη, κάθε πρωί που ξυρίζεται, πριν συναντήσει τους φίλους του στο καφενείο του χωριού.
Νίκος Γιαννόπουλος
Μπράβο! Υπέροχο!