18, Αυγούστου 2008
Ακόμα και πεθαμένη ήταν όμορφη η Κατίνα.
Μέσα στην μικρή εκκλησία φάνταζε σαν να είχε βγει από Παλάτι. Ψιλή, ξερακιανή, αδύνατη, άβαφη, τελείως αφτιασίδωτη και για πρώτη φορά χωρίς να ξεχωρίζει το κατακκόκινο μαλλί της. Το μόνο στολίδι εκτός απ’ τα λουλούδια στο φέρετρο, ήταν το στεφάνι, νυφιάτικο, σαν αυτό που δεν αξιώθηκε να βάλει ποτέ της, αν και δεν είναι σίγουρο κατά πόσο το ήθελε. Το σύμβολο της αιώνιας γυναίκας. Ακόμα και πεθαμένη ήθελες να την πηδήξεις. Το φέρετρο λυτό, απέριττο, χωρίς φιοριτούρες. Αυτή κυριαρχούσε στην εικόνα. Επισκίαζε ακόμα και τα ολόλευκα τριαντάφυλλα που την κάλυπταν.
Γύρω στη σορό καμιά εικοσαριά άνθρωποι. Μακρινοί στην πραγματικότητα συγγενείς και κανά δυο φίλοι. Όλοι τους κοράκια στην ουσία, ακόμα και ο παππάς που είχε το θράσος να την προσφωνήσει, ακόμα και αυτός τα λεφτά της είχε στο νου του και τίποτε άλλο.
Πρέπει να αποτελούσα την μόνη εξαίρεση στην κηδεία μιας και ήμουν η μόνη που ποτέ δεν περίμενε τίποτα από την θεία Κατίνα. Ποτέ δεν μου είχε δώσει τίποτα, δεν μου είχε πει καν το φλιτζάνι, όσο και αν την είχα παρακαλέσει όταν ήμουν μικρότερη. Και το ήξερε καλά το φλιτζάνι η Κατίνα, το είχε μάθει όταν ήταν στην Σαλονίκη, σχεδόν όλη της την ζωή, από τις Σμυρνιές, που έκανε παρέα, όταν έμενε στο τολ στην Άνω Τούμπα.
Αυτοί λοιπόν οι λίγοι άνθρωποι βρέθηκαν στην εκκλησία για το τελευταίο κατευόδιο της Κατίνας. Μετρημένοι στα δάχτυλα και με διάφορες σκέψεις να τριβελίζουν το μυαλό τους. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα τους έλειπε. Η Κατίνα ήρθε και έφυγε αγέρωχη, έχοντας ρυθμίσει τα πάντα ακόμα και τον τάφο της.
Νόμισα ότι την είδα να θυμώνει όταν ο παππάς πήγε να της βγάλει το στεφάνι, και να χαμογελάει όταν της το ξαναφορέσαμε, μιας και αυτή ήταν η τελευταία της επιθυμία.
Η τελετή ήταν λυτή όπως άλλωστε και όλη η ζωή της.
Ο παπάς, σε μια άτσαλη προσπάθεια να μπαλώσει τα ποσά που κατά καιρούς είχε φάει από την Κατίνα, άρχισε να την εκθειάζει, να λέει ότι πήγαινε μαζί της στην Τράπεζα όπου του κατέβαλε κάποια ποσά για την αγιογράφηση του τρούλου της Αγίας Άννας, μεγάλη να είναι η χάρη της, και στη συνέχεια έριξε έναν εξάψαλμο σε όλους τους παρευρισκόμενους γιατί δεν την είχαν πάρει στα σπίτια τους και η Κατίνα κατέληξε στο γηροκομείο, παραλείποντας φυσικά να πει πόσα λεφτά και τιμαλφή είχε πάρει ο ίδιος, χωρίς απόδειξη.
Ασυναίσθητα κοίταξα τον τρούλο.
Ήταν καινούργια η αγιογράφηση ή απλώς καθαρισμένη;
Ήταν γραμμένο το όνομά της σε κάποιο σημείο ή τα χρήματα της πήγαν υπέρ πίστεως και πατρίδας;
Ειλικρινά δεν ξέρω, αλλά και δεν έχει σημασία. Η Κατίνα δεν ήταν από τις γυναίκες που θα κορόιδευε κάποιος. Αν έδινε χρήματα κάπου είχε του λόγους της.
Το κορυφαίο ήταν ότι ξαφνικά η Κατίνα άλλαξε καταγωγή. Όλοι ξέραμε την καταγωγή της θείας Κατίνας, όμως ξαφνικά μάθαμε ότι ήταν από την “Πόλη”.
Έγινε χαμός. Τίποτε άλλο δεν πείραξε “τα κοράκια” αλλά η καταγωγή της.
Κάπου στο βάθος ακούστηκε: Διαβάζει Μεϊμαρίδου ο παπάς…
Η πρωτοστατούσα ανιψιά είπε: “Συγγνώμη, Πάτερ, αλλά δεν ήταν από την Πόλη, από του Στρέφη ήταν η Κατίνα!
Έγινε ψιλοσούσουρο, πανζουρλισμός.
Εγώ χωρίς να το καταλάβω είπα φωναχτά “Ποιος ξέρει πόσα της έχει φάει ο τουρλόπαπας!”
Γυρνώντας είδα κάποιους να με κοιτάνε γνέφοντας συγκαταβατικά. Όταν ο παππάς ανέφερε το βιβλιάριο με τις καταθέσεις της Κατίνας, έγινε χαμός. Υπήρχε μια διαφωνία ως προς τα ποσά και αίφνης η βαβούρα και το μουρμουρητό αναζωπυρώθηκε.
Πάω στοίχημα ότι η Κατίνα γελούσε. Είμαι σίγουρη ότι φασκέλωνε και έφτυνε τον κόρφο της μιας και γλύτωσε μια για πάντα απ’ όλους αυτούς τους μασκαράδες.
Είχε φροντίσει για τα πάντα μόνη της. Ακόμα και ο τάφος της ήταν έτοιμος από καιρό, με χαραγμένο το όνομα της. Μόνο η ημερομηνία θανάτου έλειπε και για να’ ναι σίγουρη ότι δεν θα την πατάνε “τα σκυλιά” ή δεν θα την κατουρούσαν οι σκύλοι, όπως έλεγε, έβαλε και ένα ωραίο κάγκελο γύρω- γύρω.
Για να μην την περνάνε ανέραστη έγραψε και το όνομα του αδερφού της του Νίκου, έτσι για να φαίνεται ότι υπάρχει άντρας στον τάφο μαζί της. Κατίνα χωρίς άντρα δεν γίνεται.
Έτσι όλα ήταν έτοιμα, παστρικά και νοικοκυρεμένα. Δεν είχε ανάγκη κανέναν και γελούσε τώρα από εκεί που ήταν, γιατί για άλλη μια φορά τους απέδειξε πόσο μικροί ήταν.
Τα ευτράπελα συνεχίστηκαν και μετά την κηδεία. Τα ανήψια της έκανα δύο “συχώρια”. ¨Άς όψονται τ΄αδερφομοίρια”. Ο ένας κέρναγε καφέ από εδώ και από την άλλη πλευρά – του τοίχους της ντροπής – θα έλεγα, ο άλλος έκανε τραπέζι για το συχώριο. Τσακωμένοι, ως συνήθως δεν το έκαναν μαζί. Δυο τρεις άνθρωποι σαν κι εμένα δεν ήξεραν τι να κάνουν. Πήγαινες για καφέ στον ένα, σε φώναζε πίσω από τον φράχτη ο άλλος. Τελικά εγώ την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια προσποιούμενη ότι θα πήγαινα κάποια από τις θείες στο σπίτι της. Όποιος δεν πιστεύει στον “Από μηχανής Θεό” πλανάται πλάνην οικτρά.
Η Θεία και μάλιστα η αγαπημένη μου βρέθηκε και αυτή στο μάτι του κυκλώνα. Μην μπορώντας να διαχειριστεί την χυδαιότητα του πράγματος μου έκλεισε το μάτι. Μπήκα στο νόημα αμέσως.
“Πρέπει να φύγω” είπε. “Ο Άντρος είναι πιασμένος από την μέση του και δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεββάτι.”
“Μην ανησυχείς θεία θα σε πάω εγώ” είπα δήθεν αθώα.
Τα κατά συνθήκη ψεύδη μας έβγαλαν για άλλη μια φορά από την δύσκολη θέση. Είναι βλέπετε, που η αστική μας καταγωγή μας επιβάλει να είμαστε ευγενείς και να κρατάμε τα προσχήματα.
Σε όλη τη διαδρομή προς την παραγκούπολη, που είχαν φτιάξει στα Δουνέικα με τριβέλιζαν σκέψεις τρελές. Η Κατίνα είχε κατορθώσει να μου ξυπνήσει μνήμες αλλά ταυτόχρονα χιλιάδες ερωτηματικά να με ταλανίζουν.
Ποια ήταν στ’ αλήθεια;
Θυμάμαι φράσεις σαν αυτή που έλεγε ο πατέρας μου:
“Όπα της κουτσής να γιάνει το πόδι της” ή “Με τις υγείες σου, ταληράκι και καλός πολίτης”.
Τι ήταν άραγε όλα αυτά; Γιατί πάντα απέφευγαν να μιλούν για την Κατίνα; Τι έκρυβε άραγε;
Φτάσαμε είπε η θεία.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο στην άκρη και κατέβηκα μαζί της. Περπατήσαμε μέχρι την ακρογιαλιά συζητώντας. Μιλάγαμε για την Κατίνα και προσπαθούσαμε να ενώσουμε τα κομμάτια του παζλ της ζωής της.
Για μια ακόμη φορά διαπίστωσα ότι τελικά δεν ξέρει κανείς σχεδόν τίποτα για τον άλλο.
Πώς να ξέρεις;
Μήπως μπορείς να μπεις στο μυαλό ή στην ψυχή του άλλου;
Μήπως μπορείς να αισθανθείς ότι αισθάνεται κάποιος άλλος;
Δεν νομίζω ότι μπορείς. Το μόνο που μπορείς είναι να έχεις την ψευδαίσθηση της γνώσης. Μιας περιορισμένης γνώσης που αντικατοπτρίζει την δική σου και μόνο αλήθεια. Την δική σου άποψη επηρεασμένη από τα δικά σου θέλω, τα δικά σου απωθημένα, τις δικές σου εμπειρίες.
Σιγά σιγά πλησιάσαμε το εξοχικό της θείας.
Η θεία έφτιαξε καφέ και έτσι αποχαιρετήσαμε μόνες μας την Κατίνα αηδιασμένες από τους Ιησουίτες συγγενείς που αντί να κλαίνε ή ακόμα και να χαίρονται γιατί η Κατίνα συγχωρέθηκε αυτοί κοίταζαν πως να μοιράσουν τα υπάρχοντά της όπως τα άγρια θηρία μοιράζουν το θήραμα πριν το κατασπαράξουν.
Ήταν η δεύτερη φορά που βίωνα κάτι τέτοιο και δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Η ανοησία των ανθρώπων με τρελαίνει. Ακόμα και την ώρα που το σύμπαν τους δείχνει ότι τίποτα δεν παίρνεις μαζί σου παρά την υστεροφημία σου αυτοί εκεί διαμοιράζουν τα υπάρχοντά σου λες και θα τα πάρουν αυτοί μαζί τους αργότερα, λες και για αυτούς το σύμπαν θα κάνει εξαίρεση.
Καθώς ο ήλιος ταξίδευε προς τα “ευτυχισμένα νησιά” τα πορφυρά χρώματα κυριαρχούσαν στην φύση, μια πανδαισία χρωμάτων κάλυπτε ουρανό και θάλασσα ενώ ένας λαμπερός κατακόκκινος ήλιος βρισκόταν βουτηγμένος στο νερό απολαμβάνοντας και αυτός την γαλήνη της απέραντης και αέναα κινούμενης θάλασσας σηκώθηκα με βαριά καρδιά να φύγω, Η θάλασσα πάντα με μαγεύει. Την λατρεύω αλλά ταυτόχρονα την φοβάμαι και την σέβομαι. Όμως είναι αυτή που με γαληνεύει, είναι το καθαρτήριο μου.
Περπάτησα για λίγο μόνη στην παραλία που τώρα είχε πλέον αδειάσει από κόσμο και καθώς ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου μου φάνηκε ότι είδα μια γνώριμη φιγούρα με μια ελαφριά δυσκολία στο περπάτημα να με χαιρετά και να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.
Α ρε θεία. Καλό κατευόδιο…
ΕΦΗ ΜΑΚΡΗ