Απαγορευμένος ήταν ο έρωτάς τους, μα ήταν αποφασισμένοι να τον ζήσουν μέχρι τέλους. Ανάμεσά τους ένα αταίριαστο σύμπαν. Ο Γιάννος ήταν θνητός, η Λεντρίνα ξωτικό… Όλη μέρα ο Γιάννος, το καλύτερο και το πιο ευαίσθητο παλικάρι του χωριού που όλοι είχαν να λένε για την αξιοσύνη του και τα χαρίσματά του, ξόδευτε τον εαυτό του στα χωράφια και στις βαρειές αγροτικές δουλειές, αλλά το μυαλό του ήταν στην ώρα που θα ξέκλεβε δυο μπουκιές στα γρήγορα από το βραδινό οικογενειακό τραπέζι κι ύστερα άλλαζε βιαστικά και ξεμάκραινε γοργά προς τη Λισυμαχία, τη μικρή λίμνη κοντά στα Κλεισορέμματα, το χωριό που ζούσε κι είχε μεγαλώσει από παιδί, όπου ήξερε πως τον περίμενε με την ίδια αγωνία η αγαπημένη του…
Τη Λεντρίνα την είχε γνωρίσει πριν τρία χρόνια, όταν από ποιος ξέρει ποια παραξενιά της τύχης την ώρα που κολυμπούσε στη λίμνη, την έσωσε από τα δίχτυα που είχε μπλεχτεί στ’ ανοιχτά και δεν μπορούσε να ξεμπλέξει τα μακριά της μαλλιά και να κρυφτεί ξανά στο βασίλειο των αερικών και της άλλης πλευράς….
Στην αρχή η Λεντρίνα αρνήθηκε την εξωτική της καταγωγή και προσπάθησε να κρύψει την πραγματική της φύση από το Γιάννο, μα η αγάπη των δυο νέων έγινε γρήγορα τόσο δυνατή που ήταν αδύνατον να κρατήσουν μυστικό ο ένας από τον άλλο… έτσι σύντομα ομολόγησε στο Γιάννο, που το είχε καταλάβει κι αυτός νωρίς πως κάτι έτρεχε μ’ αυτή την παράξενη κοπέλα που είχε βρει παγιδευμένη μέσα στη λίμνη με τα πανέμορφα κόκκινα μαλλιά και τα σκουροπράσινα μάτια που τον μάγεψαν από τη πρώτη στιγμή, πως δεν άνηκε στον κόσμο τούτο των υλικών και φθαρτών πραγμάτων μα στον κόσμο των ξωτικών και της άλλης πλευράς του φεγγαριού… η διαφορά τους αυτή ωστόσο δεν ήταν ικανή να χωρίσει το ταιριαστό ζευγάρι που η μοίρα το έφερε κοντά κι έτσι από ‘κείνη τη μέρα, συχνά πυκνά, κυρίως τα βράδια που η Πανσέληνος δε φώτιζε τα σκοτεινά νερά κι έκρυβε καλά το μυστικό τους, ο Γιάννος ξόδευε κάθε ελεύθερη στιγμή του κολυμπώντας στη ζεστή λίμνη κοντά στη Λεντρίνα…
Από το πρώτο εκείνο βράδυ και μετά, όποτε ξέκλεβε χρόνο από τις υποχρεώσεις του κι από την μέχρι εκείνη τη στιγμή συγχωριανή αρραβωνιαστικά του τη Λενιώ, σα μαγεμένος έτρεχε στην άκρη της λίμνης ο Γιάννος, βουτούσε μέχρι τα μισά της υδάτινης επιφάνειας σε σημείο που ήξερε πως δε θα γινόταν από κανέναν ‘κείνη την ώρα αντιληπτός και περίμενε… μόλις η Λεντρίνα άκουγε το μοναχικό πλαφασμό του Γιάννου, αναδυόταν από το μυστικό της βασίλειο και έμενε μαζί του μέχρι το ξημέρωμα … άλλοτε παιχνιδιάρικα τον τραβούσε μαζί της μέχρι τα μυστικά λιβάδια των ξωτικών κι εκεί χόρευαν μαζί και τραγουδούσαν συναντώντας καμιά φορά κι άλλες νεράιδες ή άλλα μυστηριακά πλάσματα ενός κόσμου αθέατου από το μάτι των κοινών θνητών που μονάχα άνθρωποι ευαίσθητοι και χαρισματικοί σα το Γιάννο ήταν ικανοί να τον δουν και να έχουν πρόσβαση σ’ αυτόν … ύστερα ήξεραν και οι δυο πως θα ‘πρεπε να χωρίσουν για μια ακόμα φορά…
Κάποτε καταλάβαιναν πως τούτο το πέρασμα ανάμεσα στους δύο κόσμους δε θα μπορούσε να κρατήσει αιώνια… κάποιος από τους δύο θα έπρεπε ν’ απαρνηθεί τη φύση του για ν’ ακολουθήσει τον άλλο. Είτε η Λεντρίνα σε μια φυσιολογική και ήσυχη όμοια με την ανθρώπινη ζωή είτε ο Γιάννος να απαρνηθεί για πάντα την ανθρώπινη υπόστασή του για να ζήσει μαζί της στο κόσμο των αλλουστίνων και των νεράιδων…
Ένα βράδυ η Λεντρίνα του είπε… ή έρχεσαι μαζί μου στον κόσμο των νερών και των ξωτικών ή θα χωρίσουμε απόψε για πάντα…
Έλα εσύ μαζί μου στο χωριό, της πρότεινε ο Γιάννος. Θα ζήσεις μια ζωή όχι ιδιαίτερα πλούσια, μα γεμάτη αγάπη και ζεστασιά… εγώ θα φροντίζω να μη σου λείπει τίποτα κι εσύ θα μπορείς να μείνεις στο σπίτι και να μεγαλώσεις τα παιδιά μας… τις Κυριακές θα πηγαίνουμε βόλτες πάνω στο μικρό εκκλησάκι στην κορυφή του χωριού και θα αγναντεύουμε από ’κει την ήσυχη λίμνη που μας γνώρισε…
Δε γίνεται αυτό Γιάννο και το ξέρεις απάντησε θλιμμένα η Λεντρίνα… αν βγω στο κόσμο των θνητών θα μαραζώσω τόσο γρήγορα όσο δε φαντάζεσαι… σα γοργόνα έξω από τα νερά της… θα προσπαθώ να είμαι χαρούμενη που θα είμαι δίπλα σου μα θα με τρώει διαρκώς το σαράκι του υδάτινου κόσμου στον οποίο είμαι μαθημένη και της ελευθερίας που απολαμβάνω σ’ αυτόν … και τότε μέρα με τη μέρα θα πάψω να είμαι η γλυκειά νεράιδα που αγάπησες… θα μεταμορφωθώ σε μια γκρινιάρα μέγαιρα που θα με μισείς σταδιακά όλο και περισσότερο… προτιμώ να χωρίσουμε παρά να καταδικάσω και τους δυο μας σε μια τέτοια δυστυχία…
Τότε τι σκέφτεσαι; τη ρώτησε ο Γιάννος που του φαινόταν αδιανόητο να ζήσει τη ζωή του χωρίς τη Λεντρίνα…
Αυτό που σου πρότεινα πριν, απάντησε η ξωθιά… θα πρέπει εσύ ν’ απαρνηθείς το δικό σου κόσμο και να μυηθείς για πάντα στο δικό μου… διαφορετικά δε θα μπορέσει να συνεχιστεί το ζευγάρωμά μας…
Κι ο Γιάννος δε το σκέφτηκε δεύτερη φορά την άλλη μέρα γύρισε από τα χωράφια έφαγε πιο βιαστικά από ποτέ κι άφησε ένα λιγόλογο γράμμα με μερικές ανούσιες εξηγήσεις στη Λενιώ…
Ύστερα τράβηξε χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του προς τη λίμνη, έβγαλε τα ρούχα του, βούτηξε μέσα στο νερό κι ακολούθησε τη Λεντρίνα στο βασίλειό της κι έγινε και ο ίδιος για πάντα ξωτικό για να μην αποχωριστεί ποτέ του ό,τι αγαπούσε περισσότερο…
30/10/2020
Σημ: Η δράση του διηγήματος τοποθετήθηκε στο πανέμορφο χωριό Κλεισορέμματα, το οποίο με την μικρή εκκλησία στην κορυφή του, δεσπόζει πάνω από την λίμνη Λυσιμαχία, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Αγρίνιο και στο οποίο βρισκόμουν συχνά, ούσα μαθήτρια στο Γυμνάσιο τότε, επισκεπτόμενη την αγάπημένη φίλη και συμμαθήτρια Σοφία που έμενε εκεί.
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ
Πολύ ωραίο Ειρήνη! Με αίσιο τέλος και ερωτηματικά για τη συνέχεια του… μπορείς να γράψεις και το δεύτερο μέρος.
Σ’ ευχαριστώ πολύ Βάσω!! Όταν λες το δεύτερο μέρος; δε το έχω σκεφτεί η αλήθεια είναι μέχρι στιγμής αλλά αν μου δώσεις κάποια ιδέα γιατί όχι; πως εξελίσσεται δηλαδή η συμβίωση του Γιάννου και της Λεντρίνας αφού ο πρώτος έχει πια απαρνηθεί τα εγκόσμια ; κάτι τέτοιο; Προσπαθώ να τελειώσω ένα διήγημα για τον 7ο διαγωνισμό της σελίδας και ασχολούμαι μ’ αυτό αυτές τις μέρες αλλά μόλις το τελειώσω συνεχίζουμε … πες μου εσύ τι σκέφτεσαι και θα δω τι θα κάνω…