Ατίθαση και άμυαλη. Στο άγριο το φθινόπωρο πήγε και γεννήθηκε. Έριξε ρίζες, τέλη του Σεπτέμβρη, στο βορινό μπαλκόνι και φούντωνε σιγά σιγά, πρασίνιζε κι ανέβαινε.
Σαν μοναχικό κυπαρισσάκι ίσιωνε το κορμί της. Ποιος σπόρος την εβάτεψε κι από πού κράταγε η σκούφια του, ποτέ της δεν μας αποκάλυψε. Λουλούδιαζε απτόητα η ασυμβίβαστη μέσα στα φθινοπωρινά της χούγια. Κίτρινα και ζωηρά λουλούδια σαν να ‘ταν του καλοκαιριού. Μα κάθε τρεις και λίγο, ερχόταν ένας άνεμος αγύρτης και της τα σβάρνιζε με λύσσα.
Είδε κι απόειδε η ντοματιά και είπε να κατοικήσει απόμερα κι από μέσα από το τζάμι. Της το κάναμε το χατίρι. Ζεστάθηκε, μας ζέστανε και ξαναφούντωσε λουλούδια. Έστρωσε και ο καιρός και πήρε θάρρος και βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Μα από κοντά την είχαμε, μην τύχει και ξαναγριέψει ο καιρός, ξανά την αποπάρει και της κλαδέψει τα κλαδιά της. Καμάρωνε η μάνα ντοματιά, εγκυμονούσα πολλά «μικρά» που έδεναν τα ανθάκια της. Κι όταν ζητούσε τη θαλπωρή και το νεράκι της, απλόχερα τα είχε. Μέρα πικρή τη βρήκε, που φόρτωνε πολλά μποφόρια ο νοτιάς και τα ‘στελνε από τη θάλασσα κοντά της. Σάστισε σαν βρέθηκε μονάχη. Και πάλεψε με το αερικό που την τραβολογούσε συθέμελα, το έτριβε, το στροβίλιζε τ’ αδύναμο κορμάκι της πάνω του για να κρατήσει τα «παιδιά» της. Μάνα του χιονιά η ανέμυαλη, μα ήταν μάνα.
Ένα μικρό μονάχα απόσωσε, το έθρεψε στο καταχείμωνο, το φάσκιωσε στα κόκκινα και μας το χάρισε ολόδροσο για βρώση.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ