Πάτησε το πόδι της στο βορειοελλαδίτικο έδαφος. Ελαφριές οι αποσκευές- για αρχή τουλάχιστον. Μια μικρή βαλίτσα, ο φορητός υπολογιστής και η προσωπική της τσάντα. Ήταν αρκετά. Δεν θα την παντρευόταν και την πόλη. Μόνο για όσο κρατούσε ο προσωρινός διορισμός της στο σχολείο για την φετινή χρονιά. Στεφανία Ρηγοπούλου. Καθηγήτρια αγγλικών. Ετών 33. Ανύπαντρη. Μετά θα επέστρεφε πάλι από εκεί που ήρθε. Στην πρωτεύουσα.
Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, κατευθύνθηκε προς την πιάτσα με τα ταξί. Ήταν φορτωμένη για να πάρει λεωφορείο μέχρι το καινούργιο της σπίτι.
“Πού πάει η κοπελιά;” την ρώτησε ο ταξιτζής.
“Άνω Τούμπα” απάντησε.
Δεν είχε όρεξη για κουβέντες με αγνώστους. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες γενικώς. Ήταν και κάπως ζαλισμένη από το ταξίδι. Χάζευε έξω από το παράθυρο τα τοπία που περνούσαν από δίπλα. Κοίταζε, αλλά στην πραγματικότητα δεν έβλεπε. Δεν πρόσεχε. Ήθελε μόνο να φτάσει στη νέα γειτονιά. Αναρωτιόταν πώς να ήταν. Θα της άρεσε; Θα εγκλιματιζόταν γρήγορα; Σωρός τα ερωτήματα βομβάρδιζαν το μυαλό της. Είχε ανάγκη όμως για ένα νέο ξεκίνημα. Με ό,τι μπορούσε αυτό να σημαίνει.
Ήδη της έλειπε η ζωή της στην Αθήνα. Γέννημα θρέμμα παιδί της μεγαλούπολης- είχε μάθει ν’ αναπνέει καυσαέριο, να τρέχει για να μπει στο μετρό και για να προλάβει τις υποχρεώσεις στην ώρα τους, να κυκλοφορεί στο κέντρο της αχανής πόλης, άγνωστη μεταξύ αγνώστων και κανείς να μην την αναγνωρίζει. Αυτή την πραγματικότητα ήξερε, αυτή της ήταν οικεία και αυτή εμπιστευόταν.
“Φτάσαμε” την ξύπνησε ο ταξιτζής από τις σκέψεις της.
“Εδώ είμαστε; Τι σας οφείλω; Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε με τα πράγματα;” τον άρχισε στις ερωτήσεις.
Πρόθυμος σε όλα ο οδηγός. Ναι σε όλα.
Εκείνη απλώς ξεφύσησε. Εκείνος της χαμογέλασε, της έκλεισε το μάτι και είπε: “Όλα θα πάνε καλά.”
***
Ήταν Παρασκευή όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Είχε ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο μπροστά της για να τακτοποιηθεί και να προετοιμαστεί για το μάθημα της Δευτέρας στο νέο σχολείο.
Είχε άπλετο χρόνο. Τράβηξε την κουρτίνα που είχε το γούστο της σπιτονοικοκυράς, σήκωσε το παραθυρόφυλλο, άνοιξε το τζάμι -όλο και όλο ένα παράθυρο στο σπίτι των 30 τ.μ. που είχε νοικιάσει στον πέμπτο όροφο- και βγήκε στο μπαλκόνι. Αν και δεν έβλεπε θάλασσα, κοιτούσε σ’ ένα φουντωτό λοφάκι με έλατα. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που έβλεπε απέναντι αλλά τουλάχιστον δεν της έκρυβε καμία πολυκατοικία τη θέα. Ήταν και αυτό μια ανακούφιση. Της έδινε μια ανάσα για μια πιο ομαλή προσαρμογή.
Στεκόταν ακόμα σχεδόν ακίνητη στο μπαλκόνι. Της ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Το βλέμμα της έκανε στροφή 180 μοιρών στον ορίζοντα- δεν σταμάτησε σε κάτι ιδιαίτερο.
Άκουσε το κινητό της να χτυπά. Το είχε ξεχασμένο μέσα στην τσάντα της. Βιάστηκε να μπει μέσα για να το προλάβει. ΣΠΙΤΙ αναβόσβηνε στην οθόνη.
“Ναι, μαμά, έφτασα. Όλα καλά. Όχι δεν βρέχει εδώ. Όλα καλά. Φιλιά στον μπαμπά και στην γιαγιά. Ναι θα ξαναμιλήσουμε και αργότερα.”
***
Πρώτη μέρα στο σχολείο. Πρώτη μέρα στην νέα σχολική αίθουσα. Πέμπτη και έκτη δημοτικού οι φετινές τάξεις. Οι υπόλοιπες ώρες του ωραρίου της θα συμπληρωθούν με ενισχυτική διδασκαλία στο μάθημα των αγγλικών για όσα παιδιά επιθυμούν ή δυσκολεύονται και με διάφορες δουλειές γραφείου.
Ο διευθυντής την σύστησε στους υπόλοιπους συναδέλφους. Κάποιοι ήταν πιο κοντά στην ηλικία της- αυτοί ήταν οι αναπληρωτές, ενώ οι μόνιμα διορισμένοι απείχαν αρκετά ηλικιακά από αυτήν. Δεν είχε παράπονο. Την καλωσόρισαν φιλικά και με χαμόγελο.
Η πρώτη βδομάδα της προσαρμογής στο σχολείο και στο σπίτι ήταν ολίγον δύσκολη. Προσπαθούσε να βρει τους ρυθμούς της και τις ισορροπίες ανάμεσα στις δυο πόλεις που διέφεραν τόσο πολύ η μια από την άλλη.
Και οι άνθρωποι ήταν αλλιώτικοι στο Βορρά. Πιο εξωστρεφείς, πιο πρόσχαροι, πιο ανέφελοι. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης ήταν πιο καθαρό, δεν έβλεπες την παρακμή της Αθήνας. Όσο και αν αγαπούσε την πόλη της η Στεφανία, παραδεχόταν ότι η Θεσσαλονίκη είχε μια απλωσιά, έναν ανοιχτό υδάτινο ορίζοντα.
***
Οι βδομάδες περνούσαν. Οι ώρες των μαθημάτων κυλούσαν βάσει του προγράμματος. Γνώριζε ότι το μάθημα των αγγλικών ήταν αυτό που συχνά λέμε “η ώρα του παιδιού” και μετά από 8 χρόνια διδακτικής προϋπηρεσίας δεν το έπαιρνε πια προσωπικά. Προσπαθούσε να κάνει το μάθημα όσο πιο ευχάριστο γινόταν. Επιστράτευε ποικίλα δημιουργικά τερτίπια, ομαδικές εργασίες, θέματα που κέντριζαν το ενδιαφέρον των μαθητών για να τους παρακινήσει να συμμετέχουν ενεργά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Κουβαλούσε βιβλία λογοτεχνικά, πότε πεζά πότε ποιητικά, για να τους μυήσει στην αγάπη της για το διάβασμα. Οργάνωνε προβολές ταινιών, κυρίως εκπαιδευτικού περιεχομένου. Χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο για εύκολη πρόσβαση σε ιστότοπους. Έκανε μουσικά διαλείμματα βάζοντας να ακούσουν τα παιδιά τραγούδια στ’ αγγλικά. Παρατηρούσε τις αντιδράσεις τους και διαπίστωνε πως όλα αυτά τους ευχαριστούσαν ιδιαιτέρως και έκαναν την μάθηση διασκεδαστική.
Είχε αρχίσει να κάνει και πιο στενή παρέα με την καθηγήτρια των καλλιτεχνικών, την Μυρτώ. Ήταν κοντά στα 40 αλλά μια χαρά τα έβρισκαν οι δυο τους. Μια βαμμένη κοκκινομάλλα, καπάτσα με βλέμμα χαμογελαστό γεμάτο ζωντάνια.
Ήθελαν μάλιστα οι δυο τους να αναλάβουν πρωτοβουλία και να συντονίσουν μια θεατρική ομάδα και στο τέλος του χρόνου να ανεβάσουν μια θεατρική παράσταση- πιθανότατα το Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ. Μια ρομαντική κωμωδία που αγαπούσε ιδιαιτέρως η Στεφανία. Εκείνη θα αναλάμβανε το κομμάτι της γλώσσας-μετάφρασης και των ρόλων του έργου και η Μυρτώ το εικαστικό-σκηνογραφικό μέρος της παράστασης. Και από κοινού θα την σκηνοθετούσαν. Ήταν μια ιδέα που άρεσε και στα παιδιά όταν τους το πρότειναν.
***
Κάπως έτσι πέρασαν 3 μήνες περίπου με σκαμπανεβάσματα στη διάθεση. Δεν ήξερε ακόμα αν είχε ενσωματωθεί στην πόλη, αν πραγματικά αυτή η νέα γειτονιά την είχε κερδίσει. Ήθελε πολύ να γυρίσει στην Αθήνα και περίμενε τις διακοπές των Χριστουγέννων. Το σχολείο θα έκλεινε και εκείνη θα επέστρεφε στα πάτρια εδάφη που τόσο είχε νοσταλγήσει. Της είχαν λείψει όλοι και όλα.
Όχι, παράπονο από την Θεσσαλονίκη δεν είχε. Αυτή η πόλη τής είχε δείξει το χαμογελαστό της πρόσωπο. Την είχε αγκαλιάσει με αγάπη. Η ζωή της εδώ είχε αναδείξει την φωτεινή πλευρά του εαυτού της, την χαρούμενη και την δημιουργική.
Όμως, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, έτσι και η Στεφανία είχε και την σκοτεινή της πλευρά, την πιο εσωστρεφή και μελαγχολική.
Τον τελευταίο καιρό αντιμετώπιζε προβλήματα γαστρεντερικής φύσεως. Ήταν το ευαίσθητό της σημείο. Την ταλαιπωρούσαν πόνοι στο στομάχι και στην κοιλιά. Όλα αυτά την οδήγησαν στο κατώφλι ενός γιατρού που τις επιβεβαίωσε δυστυχώς αυτό που η ίδια υποψιαζόταν.
“Έχετε έντονο στρες προσαρμογής. Τα συμπτώματα που μου περιγράφετε είναι ψυχοσωματικά”, αποφάνθηκε ο γιατρός αφού είχε διαπιστώσει πως δεν υπήρχε τίποτα παθολογικό.
Δεν το συνειδητοποιούσε, αλλά έτσι ήταν. Έπρεπε να δώσει χρόνο στον εαυτό της, να χαλαρώσει, να χαρεί την διαμονή της. Δεν το ήθελε που αγχωνόταν.
Τελευταία άκουγε και την μάνα της περίεργα από το τηλέφωνο. Και την γιαγιά της. Ο παππούς της είχε συγχωρεθεί εδώ και λίγους μήνες και η γιαγιά ένιωθε τόσο μόνη. Όπως και η μάνα της, παρόλο που ο πατέρας της ζούσε. Όπως και η ίδια, ξένη σε μια πόλη που δεν ήταν η δική της.
Και έτσι το συναίσθημα της επιβεβαιωνόταν. Τις περισσότερες φορές έβγαινε βόλτες μόνη της. Είτε για να πιει ένα τσάι στο κέντρο και να διαβάσει ένα βιβλίο. Είτε για να δει κάποιο θεατρικό έργο ή κάποια ταινία στον κινηματογράφο. Σούρτα- φέρτα στο σπίτι δεν είχε. Ήταν σχεδόν αθόρυβη και μάλλον μεγάλωνε και το μέσο όρο ηλικίας της πολυκατοικίας στην οποία έμενε. Οι περισσότεροι ή σχεδόν όλοι, ήταν φοιτητές σε διάφορες σχολές της Θεσσαλονίκης.
Η Στεφανία δεν είχε ξαναφύγει ποτέ από το πατρικό της για να μείνει μόνη της. Ήταν η πρώτη της φορά. Και όλο αυτό της ήταν τόσο πρωτόγνωρο και καθόλου οικείο. Της καθόταν κάπως βαρύ στο στομάχι. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όπως τα βλέμματα εκείνων που την κοιτούσαν να γευματίζει μόνη της. Ένιωθε πως την ακτινογραφούσαν κάπως παράξενα. Στην Αθήνα, είναι πολύ συνηθισμένη η εικόνα μιας νεαρής γυναίκας να βγαίνει μόνη της, χωρίς παρέα. Εδώ, όμως, μάλλον οι άνθρωποι έφεραν μια άλλη νοοτροπία, την οποία δυσκολευόταν να κατανοήσει.
***
Όλες αυτές οι σκέψεις την βάραιναν. Την φόρτωναν με κάτι περισσότερο απ’ όσο μπορούσε ν’ αντέξει το μέσα της. Η μοναξιά και η απογοήτευση δεν ήταν καθόλου καλοί σύμμαχοι. Τους κουβαλούσε πάνω της χρόνια τώρα. Έκανε συχνά την σκέψη πως ήταν μια γριά γυναίκα στην ψυχή φορώντας το σώμα μιας νέας γυναίκας.
Η γιαγιά της συνήθιζε να της λέει, όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο “Άφησε, πουλάκι μου, πάνω μου όλες σου τις στεναχώριες. Φτάνει μόνο εσύ να είσαι χαρούμενη.” Αλλά δεν βοηθούσε πάντα.
Πολλές φορές, κοιταζόταν στον καθρέφτη και παρατηρούσε το πρόσωπό της. Κάποιες μικρές ρυτίδες είχαν δώσει τα πρώτα δείγματα- σημάδι πως δεν ήταν στην πρώτη της νιότη. Οι άσπρες τρίχες στα μαλλιά της πλήθαιναν όλο και περισσότερο. Επέμενε όμως και από άποψη δεν ήθελε να τα βάψει. Ήθελε να ασπρίσουν φυσικά, όπως συνήθιζε να λέει σε μια φίλη της κομμώτρια στην Αθήνα.
Άλλες φορές σκεφτόταν πως είχε τα χρόνια του Χριστού, αν και καθόλου θρήσκα, και ότι ήταν στην ηλικία που αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης, ένας από τους αγαπημένους ποιητές της εφηβείας της που παρέμενε αγαπητός ακόμα και έως σήμερα.
Αυτό όμως που την σκοτείνιαζε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν η απώλεια ενός πολύ αγαπημένου της προσώπου, που χάθηκε πρόωρα από τη ζωή πριν από 10 χρόνια ακριβώς. Και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον θάνατό του.
Η Στεφανία ήταν τότε 22 χρονών και εκείνος μόλις 26. Είχαν σχέση για περίπου ένα χρόνο. Σκοτώθηκε ακαριαία σε τροχαίο. Το βράδυ του ατυχήματος θα πήγαινε μαζί του αλλά τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Δεν ήθελε να ξενυχτίσει. Δούλευε την επόμενη μέρα. Την άφησε σπίτι και εκείνος συνέχισε για μια έξοδο με φίλους του. Και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Δεν τον ξαναείδε ποτέ ζωντανό. Για χρόνια κατηγορούσε τον εαυτό της ότι θα είχε αποτρέψει το δυστύχημα αν είχε πάει μαζί του. Ή τουλάχιστον θα είχαν σκοτωθεί μαζί.
Είχε μάθει να ζει με την απουσία του. Ήταν όμως ένα τραύμα που της είχε αφήσει σημάδι ανεξίτηλο, όσα χρόνια και αν είχαν περάσει.
Οι πρώτες αγάπες δεν ξεχνιούνται ποτέ. Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο. Θυμήθηκε το τραγούδι των Πυξ-Λαξ. Πίστευε πως αν έφευγε από την Αθήνα και απ’ ό,τι της θύμιζε εκείνον θα έκανε μια καινούργια αρχή, θα ξεκινούσε από το μηδέν. Είχε ξετρελαθεί με την ιδέα του διορισμού στην Θεσσαλονίκη, του έστω και προσωρινού.
Όμως εδώ, αισθανόταν άπειρη μοναξιά, αν και καταπιανόταν με ένα σωρό πράγματα. Πέραν της διδασκαλίας, είχε ξεκινήσει μαθήματα ζωγραφικής. Δυο φορές την βδομάδα στην Καλαμαριά. Τις υπόλοιπες μέρες πήγαινε γυμναστήριο. Αλλά παρόλα αυτά, κάτι μέσα της, την έτρωγε και δεν μπορούσε να χορτάσει. Ο αρχικός της ενθουσιασμός είχε υποχωρήσει αισθητά. Δεν ένιωθε να έχει ουσιαστικούς δεσμούς με την πόλη. Ίσως να έφταιγε και η ίδια που δεν αφηνόταν. Και ας της έλεγαν όλοι να δώσει χρόνο. Πόσο ακόμα χρόνο και πόση ακόμη υπομονή να κάνει;
Η θλίψη είναι ένα συναίσθημα καθαρό. Ατόφιο. Όσο και να θες να το αποφύγεις, το κουβαλάς μαζί σου. Όσα χιλιόμετρα και αν φεύγεις μακριά, σέρνεται από πίσω σου.
Την προηγούμενη μέρα της προγραμματισμένης αναχώρησής της για την Αθήνα, την κέρδισε το φλερτ με το κενό από το μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου.
Δεν υπήρχε κανείς και τίποτα που να μπορούσε να την σταματήσει. Δεν ένιωθε ότι είχε άλλους δεσμούς με την ζωή. Ούτε και χρωστούμενα.
Έκανε βουτιά στο βυθό της ασφάλτου και ταξίδεψε για πάντα. Πήγε να τον συναντήσει. Όπως τότε, δέκα χρόνια πριν. Έτσι και τώρα.
Εκείνο το βράδυ της 17ης προς 18ης Δεκεμβρίου. Εν τέλει, κατά μια έννοια, την είχε κατακτήσει η νέα πόλη. Για πάντα.
Άφησε στη Θεσσαλονίκη το τελευταίο, ζωντανό σημάδι της πρόσκαιρης ύπαρξής της.
ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΥΜΑΤΙΔΟΥ
Εξαιρετικό Ελένη μπράβο !! Έχοντας σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη δε μπόρεσα να μη συγκινηθώ …