Είναι παράτολμο πλάσμα ο Νικολός, πώς να το κάνουμε; Αφού το βλέπει δεν το βλέπει ότι έχουν περιχαρακώσει την ακτή με νήματα χρωματιστά και υφασμάτινα σημαιάκια με τις άκρες τους δεμένες σε πελώριες σημαδούρες; Γιατί τα έβαλαν λες; Για διακόσμηση όπως κάνουν στους δρόμους του χωριού επί εποχής πανηγύρεων; Μη και αυτός δεν το ξέρει καλύτερα από τον καθένα ότι τα νήματα αυτά είναι κάτι σαν stop; Σαν να λένε στους λουόμενους: «μέχρι εδώ, μην πας πιο πέρα.»
Κάτω από τα σημαιάκια και για δεκάδες μέτρα μήκους απλώνεται ένα πυκνό δίκτυ που εμποδίζει την διέλευση κήτους. Βέβαια, δεν μας είπαν οι όποιοι αρμόδιοι, οι όποιοι υπεύθυνοι τέλος πάντων, τι γίνεται στην περίπτωση που ο καρχαρίας έχει στοιχειώδη νοημοσύνη και πάει να περάσει κάπου από τα πλάγια. Ας βάλουν λοιπόν και νήματα ΚΑΘΈΤΩΣ. Αν και αυτά είναι ημίμετρα. Φράζεται, μωρέ, ολόκληρη παραλία σαν οικόπεδο; Γίνεται; Αμ τσου!
Ήξερε λοιπόν ο Νικολός ότι τόσο το νήμα όσο και το δίκτυ είναι θέμα περισσότερο ψυχολογικό, για να αισθάνονται οι κολυμβητές μια κάποια ασφάλεια, να έρθουν στο νησί και αυτό να πάρει μιαν ανάσα από την χειμέρια νάρκη που είχε περιπέσει έναν σκληρό χειμώνα και μιαν άτσαλη Άνοιξη που θαρρείς και είχε ξεχάσει ότι είναι Εποχή αναγέννησης. Ξεκολλημό δεν είχε από το Χειμώνα. Μα πια πλησίαζε το Καλοκαίρι έστω με θερμοκρασίες κάτω του συνήθους και οι ειδικοί ερασιτέχνες μετεωρολόγοι δεν ήταν καθόλου μα καθόλου αισιόδοξοι για την συνέχεια.
Ο Δήμαρχος πάντως, ως όφειλε, προετοίμαζε την κεντρική παραλία του νησιού του, αυτήν που τραβούσε περισσότερο τους τουρίστες και μεταξύ των άλλων έργων, έκανε και τούτο δω που είπαμε, την περιχάραξη δηλαδή της ακτής από επιδρομή επικίνδυνων επισκεπτών για να ‘χει το κεφάλι του «ήσυχο». Άγνωστο γιατί, είχαν κάνει την εμφάνισή τους κοπάδια καρχαριοειδών και όχι μόνον στο συγκεκριμένο νησί αλλά και σε πολλά άλλα γειτονικά.
Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο. Άλλοι έλεγαν ότι οφείλονταν στον άστατο καιρό που επηρέαζε την θερμοκρασία του νερού και το έκανε αρεστό στα κήτη να γεννήσουν τα μικρά τους στις γύρω ακτές και οι άρρενες γονείς να βγαίνουν προς άγραν τροφής που σημαίνει, Δήμαρχε, ο κίνδυνος Μέγας και οφείλεις να αναρτήσεις παντού πινακίδες που να προειδοποιούν τον κόσμο. Αν δεν το κάνεις και συμβεί το απευκταίο, πάρε το πρώτο φουσκωτό που θ’ απαντήσεις και φύγε για άλλη γη άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέεεεεερει!
Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα, μα και ο Νικολός είχε γυναίκα και παιδί να θρέψει. Έπρεπε να δουλέψει και η ειδικότητά του θα λέγαμε ότι ήταν … «χταποδάς.» Είχε μία τεχνική αλίευσής τους παρμένη κληρονομικώ δικαίω από τον πατέρα του, εκείνος από τον δικό του και το χάρισμα χανόταν μέσα στις γενιές του απώτερου παρελθόντος.
Βγήκε λοιπόν το παλικάρι για το συνηθισμένο του ψάρεμα οπλισμένος με κοφτερά μαχαίρια μέσα σε ατσάλινες θήκες και με ένα όπλο πυροβόλο στην περίπτωση κακού συναπαντήματος. Ντυμένος με στολή δύτη δεν ένιωθε καθόλου το κρύο νερό, καθώς κανένα μέρος του σώματός του δεν ερχόταν σε επαφή άμεση μαζί του.
Τα χταπόδια εντωμεταξύ, θαρρείς και είχαν συλλαλητήριο. Άφθονα. Τα ‘χασε το παλικάρι. Ενθουσιασμένο για την ψαριά που προμηνύονταν λαμπρή, δόξαζε το Θεό και άρχισε το μάζεμα, να το πούμε. Γρήγορα, πολύ γρήγορα τα δύο του ειδικά σακίδια, ένα για κάθε του ώμο, γέμισαν και από το χοροπηδητό τους τα χταπόδια καθώς ήταν κλεισμένα σε αφιλόξενο ασφυκτικό περιβάλλον έκανε τα σακίδια να γλιστρούν και να φεύγουν από τους ώμους του.
Ετοιμαζόταν να φύγει με σκοπό να επιστρέψει πάραυτα να συνεχίσει. Τέτοια εύνοια της τύχης δεν είχε ματαδεί. Σημάδεψε νοερά τον χώρο και είπε να ρίξει και μια ματιά στην «Σπηλιά του τρόμου» μια και ήταν κάπου κοντά στην είσοδό της σχεδόν. Δεν είχε κανέναν λόγο να το κάνει αυτό, γιατί η σπηλιά δεν ήταν και κάτι το ευχάριστο βέβαια, αλλά μια περίεργη παρόρμηση τον οδήγησε προς τα κει. Να πούμε εδώ, ότι την ονομασία της την όφειλε στο έρεβος που επικρατούσε στο εσωτερικό της που δεν το έβλεπε ακτίνα φωτός. Ακόμη και οι τολμηρότεροι ψαράδες την απέφευγαν. Το σκοτάδι δεν ελκύει τον άνθρωπο. Με τον δυνατό του προβολέα φώτισε το εσωτερικό της. Αντίκρισε ένα τεράστιο καλαμάρι και έμεινε κατάπληκτος. ΌΧΙ από το τεράστιο μαλάκιο, αλλά γιατί ακριβώς δίπλα του βρισκόταν μια πελώρια σιδερένια μπάλα που δεν χρειαζόταν να είναι κανείς ειδικός για να αναγνωρίσει σ’ αυτήν μία… νάρκη.
Αστραπιαία σκέφτηκε ότι ΑΝ ήταν ενεργή, με τα τόσα μαλάκια να την έχουν ακουμπήσει, να έχουν αναρριχηθεί πάνω της, θα έπρεπε λογικά να είχε εκραγεί, να είχε ανατινάξει όχι μόνον τη σπηλιά μα και τη μισή παραλία… Αλλά και πάλι ποιος ξέρει. Μπορεί οι νάρκες του… νερού να είναι διαφορετικές απ’ αυτές της ξηράς που μόνον ένα άγγιγμα ήταν αρκετό για το blow up τους.
Με την ψυχή του στο στόμα μαζί με το μαχαίρι που συγκρατούσε με τα γερά του δόντια κάνει να φύγει, έντρομος. Σαν σε εφιάλτη βλέπει το καλαμάρι να ανεβαίνει και να καλύπτει ηδονικά την μπάλα (από πού στο διάβολο αντλούσε την ευχαρίστηση;) χωρίς όμως αυτή να κινείται ούτε χιλιοστό από τη θέση της και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος της μη έκρηξής της. Κολυμπώντας αργά με την όπισθεν, κάνει να δυναμώσει τις απλωτές του μα θαρρείς και κάτι τον είχε μαγνητίσει και μόνον σημειωτόν κινιόταν. Όσο γενναίος και αν είσαι υπάρχουν και στιγμές που δεν μπορείς να δώσεις μιαν εξήγηση και είναι τούτο το ανεξήγητο που σε παραλύει.
«Να δεις που εκκρίνει κανένα τοξικό υγρό το καλαμάρι και επηρεάζει το κορμί μου», σκέφτηκε έντρομος.
Ευτυχώς δεν συνέβαινε τίποτα από αυτά τα τρομερά, απλά ήταν αυτό που λέμε «παρέλυσα από το φόβο μου.» Το συνειδητοποίησε αυτό ο Νικολός και σιγά σιγά μεθοδικά μη ταράξει ακόμα και το νερό, απομακρύνθηκε από την επικίνδυνη ζώνη όσο ήταν αυτό εφικτό βέβαια, με τα σακίδια στους ώμους του να έχουν στήσει τρελό χορό. Κάποτε βγαίνει και σπεύδει στο Λιμενικό και τις λοιπές αρχές του νησιού (αρχές, καλά τώρα!). Άφησε προηγουμένως την πραμάτεια του στον γιο του, ένα ξύπνιο νησιωτόπουλο και χωρίς καν να βγάλει τη στολή του, έφτασε στο Λιμεναρχείο.
«Σιγά, ρε Νικόλα, σιγά. Έτσι που μιλάς χωρίς να παίρνεις ανάσα δεν σταυρώνω λέξη από τα λεγόμενά σου. Τι τρέχει, ρε; Τι έγινε; Τι φορεσιά είν’ τούτη; Έτσι τριγυρνούν οι γκόμενοι τώρα στο νησί; Ποιαν πας να ρίξεις, ρε συ; Οι κοπελιές το ξέρουμε, τρελαίνονται για τις στολές γενικώς, πόσο μάλλον με την δική σου που αναδεικνύει όσο να ‘ναι όλες τις ομορφάδες σου».
«Τι λες τώρα, όργανο; Τα χωρατά μού λείπανε. Άκου με και θα δούμε μετά αν θα ‘χεις το κέφι σου ακόμα».
«Καλοκαίρι έρχεται, χταποδά, το νησί μας θα ζωντανέψει, θα πάψει αυτό το πήγαινε έλα γραφείο- καφενές για πρέφα και κανένα τίλιο και θα δούμε Θεού πρόσωπο. Που σημαίνει ό, τι μα Ό, ΤΙ και να μου πεις, δεν θα μού χαλάσεις τη διάθεση. Τι έγινε, ορέ ψαρά; Καρχαρία είδες λευκό ή μαυριδερό, ή καμιά γοργόνα σ’ αντάμωσε και έκανε τη λαλιά σου ακαταλαβίστικη;»
«Το λοιπόν, το τι κέφι θα κάνω σε λίγο σε λίγο που θα σε βλέπω να χέ… πάνω σου δεν λέγεται. Τι θα ‘λεγες αφεντικό για καμιά ξεγυρισμένη, μια τεραστίων διαστάσεων νάρκη που στέκει στον βυθό της ‘Σπηλιάς του Τρόμου’ και περιμένει, δεν ξέρω ποια στιγμή, για να μας κάνει κιμά;»
«Τι λες, ρε τσόγλανε; Σού έστριψε; Αυτά δεν είναι αστεία. Αν δεν σού έστριψε, τότε θα σε κλείσω μέσα, ακούς ρε;»
«Κύριε Λιμενάρχα, δεν είμαι εντελώς σίγουρος ότι τα έχω τετρακόσια, αλλά σίγουρα τριακόσια ενενήντα εννιά τα έχω». Και άρχισε να του εξιστορεί το συναπάντημά του.
«Καλά και από πότε να είναι εκεί που λες; Και πώς δεν την είδε ποτέ κανείς; Ρε, μπας και έχεις φαντασιώσεις; Ακούσαμε για κάτι τέτοιες νάρκες τώρα τελευταία στην T.V.;»
«Άκου, μάστορα με όλο το σεβασμό, εγώ ούτε τα πίνω, ούτε χάπια παίρνω, ούτε ναρκωτικά, ούτε σκατά. Μη μού κολλάς λοιπόν. Θέλεις να με πιστέψεις; Κάντο. Δεν θέλεις; Δική σου η ευθύνη. Χλόμιασες ε; Γουστάρωωωω. Σε προειδοποίησα, όχι; Και τώρα πες μου, ποιος θα τολμήσει ξανά να πάει στη σπηλιά με το Δράκο; Εγώ πάντως ΟΧΙ. Έχω οικογένεια, δεν θα την αφήσω χωρίς προστάτη, το παιδί μου ορφανό και τη Μαριγώ μου να κάνει θελήματα στους τουρίστες για να ζήσουν. Κανόνισε λοιπόν πριν μας βρει συμφορά. Ειδοποίησε την αντιτρομοκρατική θες; Τους πυροτεχνουργούς θες; Τον καντηλανάφτη θες; Εγώ θα σού πω τι να κάνεις; Τα ‘ παιξες κυρ Λιμενάρχα μου ε; Δεν σε κατηγορώ. Μεγάλη η ευθύνη σου και σε καταλαβαίνω. Δεν θα ‘ θελα να ήμουν στη θέση σου ούτε για όλα τα γαλόνια του Σώματος».
Μα ο Λιμενάρχης δεν τον άκουγε πια. Τηλεφωνούσε κάπου και αυτό το «κάπου» φαίνεται θα ήταν κάποιος πολύ υψηλά ιστάμενος, γιατί ενώ μιλούσε, ασυναίσθητα στεκόταν σε θέση προσοχής και το χέρι του το δεξί κάθε τόσο στο γείσο του πηλίκιου του που το φόρεσε για την περίσταση σε στάση χαιρετισμού. Αν το θέμα δεν ήταν τόσο μα τόσο σοβαρό, ό Νικολός θα είχε ξεραθεί στο γέλιο από την γραφικότητα της σκηνής.
Όταν με τα πολλά τελείωσε το τηλεφώνημα, ο άνθρωπος ήταν κάτασπρος σαν το πανί. Και ο Νικολός είχε την αίσθηση ότι το αίμα του Λιμενικού θα είχε «κοπεί» κατά πώς λένε.
Επειδή και οι δύο αυτοί νησιώτες, ο ένστολός και ο ψαράς, γνώριζαν πόντο πόντο το βυθό, ο Νικολός χαρτογράφησε το περί ού ο λόγος επίμαχο τμήμα. Γιατί, για να ξαναπάει εκεί, κανείς δεν τον υποχρέωνε ούτε τον απειλούσε άλλωστε.
Σε λίγες ημέρες άρχιζε η τουριστική περίοδος και ένα από τα αξιοθέατα ήταν και η σπηλιά του τρόμου την οποία αντίκριζαν οι τουρίστες από απόσταση ασφαλείας έστω. Οι μύθοι πολλοί, μα και ο φόβος πολύ μεγαλύτερος από την περιέργεια.
Και τι θα έλεγαν στον κόσμο αυτόν τώρα; ότι ο βυθός κοντά εκεί, εκτός από μύδια και αστακοχτάποδα είχε και νάρκες; Θα ήταν μια καταστροφή του νησιού μεγαλύτερη από σεισμό. Μα και αν πάλι ΔΕΝ το έλεγαν και είχαν καμιά τραγωδία, τίνος επιζώντα η ευθύνη;
Την επομένη κατέφθασαν στο νησί όποιες ειδικότητες σκεφτεί ο νους σου:
Αντιτρομοκρατικοί.
Πυροτεχνουργοί.
Μηχανικοί.
Δύτες.
Βατραχάνθρωποι.
Ανώτεροι και κατώτεροι Αξιωματικοί του Ναυτικού.
Και το νησί γέμισε ξαφνικά με κόσμο, μηδεμία σχέση έχοντος με τουρισμό και διακοπές.
Οι ντόπιοι ανησύχησαν, αλλά από στόμα σε στόμα και από ποια πηγή έγινε αυτό, κανείς δεν ήταν σε θέση να πει, η φήμη ξεγλίστρησε, ξέφυγε και όπως πάντα συμβαίνει με τη φήμη, η νάρκη έγινε νάρκες, η παραλία παραλίες και τα πάντα πια στον πληθυντικό της υπερβολής και του υπερθετικού.
Μα πράγμα παράξενο, το μυστικό παρέμεινε μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού. Ήταν βλέπετε θέμα ύπαρξής τους. Γνώριζαν πολύ καλά ποιο ήταν το συμφέρον τους και δεν τους έπαιρνες λέξη. Μέχρι και καναδυό δημοσιογράφοι απ’ αυτούς που τρυπώνουν παντού για την είδηση, που κατέφθασαν ειδοποιημένοι άγνωστο από ποιον ή από ποιους αναγκάστηκαν να τα μαζέψουν και να φύγουν άπρακτοι. Κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό!!! Κάποιος πονηρός δε νησιώτης διέδωσε την ψευδή βέβαια είδηση ότι «επρόκειτο για θέμα Εθνικής Ασφάλειας και ότι ό,τι γινόταν στο νησί, γινόταν και στα γύρω νησιά, κάτι σαν άσκηση δηλαδή, εν όψη της τουριστικής περιόδου που θα άρχιζε οσονούπω και για την ασφάλεια αυτής.»
Με την εξής ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση με τις προηγούμενες ημέρες. Τα χρωματιστά νήματα με τις σημαιούλες, τώρα θα άρχιζαν από την αμμουδιά που σημαίνει ότι δεν θα βουτούσε κανείς μήτε τα ακροδάκτυλά του στο νερό της παραλίας τούτης. Και το απαγορευτικό ίσχυε από ΤΩΡΑ και μέχρι νεωτέρας διαταγής επί ποινή φυλακίσεως για τον παραβάτη από τον ένα μήνα και μέχρι… ανάλογα με τον συντελεστή βαρύτητας της παράβασης.
Το πράγμα σοβάρευε λοιπόν; Και ενώ οι νησιώτες γνώριζαν ότι καμιά τέτοια επίσημη διαταγή δεν είχε δοθεί ήταν και η μόνη είδηση που γινόταν πιστευτή. Πώς όταν λέμε ένα ψέμα που το υποστηρίζουμε με θέρμη και στο τέλος το πιστεύουμε και οι ίδιοι; Κάτι τέτοιο λοιπόν. Και εδώ που τα λέμε δεν επρόκειτο τάχα για πραγματικό θέμα ασφάλειας; Μια νάρκη τεραστίων διαστάσεων όπως την περιέγραψε ο Νικολός σαν τι ήταν; Παιχνίδι; Δεν απειλείτο η ασφάλεια; Αλλά εμείς όταν λέμε ΑΣΦΑΛΕΙΑ ο νους μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην γείτονα χώρα και μόνον…
Ετοιμάστηκε λοιπόν μία ειδική ομάδα εξουδετέρωσης ναρκών και το πρωί με το χάραμα ένα φουσκωτό κατευθύνθηκε στη Σπηλιά του τρόμου που σήμερα παρά ποτέ δικαιολογούσε και το όνομά της. Μια σπηλιά, που αντί για δράκους και στοιχειά να προστατεύουν και να απαγορεύουν την εξερεύνησή της, είχε πολεμικό υλικό. Καλά, αυτό το εμπεδώσαμε. Ποιος όμως και ΠΟΤΕ το έβαλε εκεί ;;;; Όποιος απαντήσει στο δύσκολο τούτο ερώτημα αμειφθήσεται με ένα κουτί τσίχλες της αρεσκείας του, δώρο του Λιμενάρχη. Ε, μα ερώτηση είναι αυτή; Δεν θα ήταν κάποιος εχθρός σίγουρα; Είτε παλαιός είτε καινούριος;
-Σαν πόσο παλιός δηλαδή;
-Σαν πολύ παλιός από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μήπως;
-Και μέχρι τώρα γιατί δεν την βλέπαμε;
-Γιατί αφ’ ενός κανείς δεν έμπαινε στην σπηλιά και αφ’ ετέρου όποιος ποτέ μπήκε ασχολήθηκε με τα τοιχώματα αυτής και όχι με τον βυθό της . Γι’ αυτό. Ή πάλι και γιατί ήταν παραχωμένη στον λασπώδη βυθό και επομένως αόρατη.
-Και τώρα γιατί φάνηκε;
-Για να αναπνεύσει! Βρε πού να ξέρουμε το γιατί; Αυτό θα ερευνήσουμε τα αμέσως επόμενα λεπτά…
Οι πυροτεχνουργοί, άνθρωποι ειδικευμένοι στη εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών, φορώντας τις γνωστές λευκές ολόσωμες φόρμες που τους έκανε να μοιάζουν με εξερευνητές του διαστήματος, δεν επέτρεψαν σε κανέναν να τους συνοδεύσει… Κινδύνευαν όχι μόνον οι ίδιοι αλλά και το νησί από την όποια απειρία τους. Μια λάθος κίνηση και το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου στην ενάλια εκδοχή του. Και όλο αυτό στο τετράγωνο!
Και αναχωρεί η ομάδα με ένα ειδικό βαρκάκι. Και μένουν οι υπόλοιποι στο έμπα της σπηλιάς κρατώντας και την ανάσα τους ακόμα.
Ο Νικολός με το σχεδιάγραμμά του είχε κάνει άριστη δουλειά. Οι πυροτεχνουργοί ανακάλυψαν την κυρία πολύ πολύ σύντομα, με μια μέγιστη διαφορά. Δεν ήταν μόνη της. Συνοδεύονταν από άλλες δύο κυρίες επί της Τιμής σε κάποια απόσταση από την πρώτη. Σε πολύ απλά ελληνικά χωρίς την βοήθεια του Μπαμπινιώτη μεταφράζουμε ότι η σπηλιά του Διαβόλου ή όπως αλλιώς την ονόμαζαν έφερε επάξια το όνομά της και όλες τις προσωνυμίες μία από τις οποίες μόλις προστέθηκε:
Η «ΝΑΡΚΩΘΕΤΗΜΕΝΗ» ΣΠΗΛΙΆ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ, ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ, ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ, και όλων των στοιχειών του πλανήτη ΓΗ. Τουτέστιν, ένα δείγμα τεχνολογικής αρτιότητας ναρκοπέδιο υψηλών προδιαγραφών. Έτσι και έσκαγε μία από δαύτες, οι υπόλοιπες τι νομίζετε πώς θα έκαναν; Θα έμεναν να παρακολουθούν; Σεισμός 10 Ρίχτερ και λίγα λέμε. Το νησί θα έσβηνε από το χάρτη.
Επόμενο βήμα:
Ειδική ομάδα ηλεκτρολόγων μηχανικών, σε χρόνο ρεκόρ φωταγώγησε την σκοτεινή σπηλιά και έβλεπες εκεί μέσα σαν να ήταν ημέρα. Οι «κάτοικοί» της έντρομοι να έχουν στραβωθεί από την ασυνήθιστη για τα μάτια τους λάμψη. Να τρέχουν με τα πλοκάμια τους απλωμένα να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλό τους.
Αυτά τα δύο βήματα ήταν αρκετά για την πρώτη μέρα. Την επομένη άρχισε η συγκομιδή, η πιο παράξενη αλιεία που είχε ποτέ κάνει ψαράς, είτε στην ΕΛΛΑΔΑ, είτε αλλού. Το συνεργείο τελικά περισυνέλλεξε δέκα κυρίες απαίσιας ομορφιάς. Δεν ξέρουμε πού θα τις μετέφεραν για απενεργοποίηση. Το σίγουρο είναι ότι για λόγους ασφάλειας, απ’ όπου περνούσε το όχημα με το παράξενο φορτίο του, εκκενώνονταν οι περιοχές. Ατομική βόμβα να μετέφεραν, δεν θα μετέρχονταν τέτοιων μέτρων. Στο Σπήλαιο επήλθε πλήρης κάθαρση. Αποκλείεται να είχε ξεμείνει καμιά κυρία. Το εγγυάτο η πείρα των ειδικών και λόγος για να αμφιβάλει κανείς, δεν υπήρχε.
Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει άλλο κεφάλαιο για το ποιος, πότε, πού, και γιατί, είχε ναρκοθετηθεί τούτος εδώ ο χώρος. Πολλή δουλειά ανέμενε τους ερευνητές. Μα είπαμε, Αυτή είναι μια άλλη ιστορία, συνέχεια τούτης και αυτόνομη συνάμα.
ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΈΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑΣ μας πει ότι βρήκε ενδιαφέρουσα την παρούσα ιστορία, τότε και εμείς θα διηγηθούμε και μια δεύτερη. Αλλιώς, βάλτε μόνον την φαντασία σας να δουλέψει και να δώσει απαντήσεις για το ΠΟΙΟΣ, ΠΟΤΕ,
ΠΩΣ και ΓΙΑΤΙ. Σίγουρα δεν θα υπολείπεται του ενδιαφέροντος που δείξατε μέχρι τώρα.
ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ