Και εξαπάτησα, και έκλεψα, και λήστεψα, και βίασα, και σκότωσα. Αλλά Εσύ Άγγελε που φέρεις το φως, Εωσφόρε, δεν μου εμφανίστηκες, κι ας Σε κάλεσα τόσες φορές και με τόσους τρόπους. Και ας άφηνα παντού το σημάδι σου. Από το ικρίωμα τώρα Σου φωνάζω: γιατί μ’ εγκατέλειψες;
Τα ανθρωπάκια που έχουν έρθει να παρακολουθήσουν τον μαρτυρικό μου θάνατο, νομίζουν ότι φωνάζω τον Θεό τους. Και σ’ αυτό ακόμη τους ξεγέλασα, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου. Η απόφασή μου είναι αμετάκλητη. Δεν θα ζητήσω έλεος. Δεν θα ζητήσω συγγνώμη. Έδιωξα τον παπά με βρισιές και κατάρες και όλες τις εννοούσα. Ζητώ απ’ το δήμιο να μη μου φορέσει την κουκούλα και ίσως γι’ αυτό μου το θάρρος ανταμείβομαι. Μέσα από τα μάτια του δήμιου, που αποκτούν μια απόκοσμη λάμψη, επιτέλους Σε βλέπω.
Ο χρόνος σταματά. Ο χρόνος διαστέλλεται. Γυρνάει το μυαλό μου πίσω, πίσω. Πίσω τότε που έκανα τον πρώτο μου φόνο. Αγκάλιαζες το χέρι μου, μαζί δίναμε τις μαχαιριές ξανά και ξανά. Αχ γιατί μου το φανερώνεις τώρα μόνο; Πόσα ακόμη θα είχα κάνει για Σένα αν μου το ζητούσες. Απέκτησα πλούτη, γεύτηκα το ανθρώπινο αίμα, ταπείνωσα ισχυρότερους δήθεν από μένα, αλλά ήμουν πάντα μόνος.
Πόσες φορές δεν έχασα το θάρρος μου, αναρωτήθηκα μήπως δεν υπάρχεις, μήπως δεν είσαι παρά μια κατασκευή των πιστών… αλλά σκεφτόμουν πώς να μην υπάρχεις Εσύ και να υπάρχω εγώ, που ήμουν φτιαγμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Σου; Το εξώγαμο παιδί ενός ληστή και μιας πόρνης, φιλομαθής στο σχολείο όσο και νταής, δεν θα είχα τελειώσει το γυμνάσιο, αν δεν ήμουν ο προστατευόμενος του διευθυντή γιατί ικανοποιούσα τις σεξουαλικές ορέξεις του. Διάλεξα το επάγγελμα του Δικαστή για να βγάλω χρήματα, πολλά χρήματα, με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους, αλλά και για να αλαφρύνω την τύχη των ομοίων μου.
Αυτή ήταν η βιτρίνα μου και πίσω απ’ αυτήν η πραγματική ζωή μου. Βιασμοί, δολοφονίες, εγκλήματα που μου χάριζαν στιγμιαία μόνο ευχαρίστηση. Ποτέ δεν ήταν αρκετά, ατελείωτος ο Γολγοθάς μου μέχρι να Σε συναντήσω, να γίνω ένα με το σκοπό της ζωής μου.
Τελετές σατανιστών κανείς απ’ τους οποίους δεν είχε την τιμή να Σε γνωρίσει. Ανόητες και λίγες μου φαίνονται τώρα. Κάποιοι από μας Σε λάτρευαν μέχρι τα βάθη της ύπαρξής τους. Όμως Εσύ, άφαντος, ακατάληπτος, ασύλληπτος, όπως ταιριάζει σ’ έναν πραγματικό Θεό.
Καταδικασμένος σε θάνατο, έλπιζα ότι έστω μετά από αυτόν, οι άγγελοί Σου θα με συνοδεύσουν κοντά σου, αλλά η αμφιβολία μου δεν ήταν μικρότερη απ’ αυτή που νιώθει ένας χριστιανός για τον Θεό του. Εσύ όμως έδειξες έλεος, μου φανερώθηκες έστω την ύστατη ώρα.
Τώρα το καταλαβαίνω. Θα φοβόσουν, αν Εσύ φοβάσαι κάτι, ότι την έσχατη στιγμή θα δειλιάσω και θα ζητήσω την προστασία του εχθρού Σου. Ότι θα μετανιώσω ειλικρινά κι εκείνος θα με συγχωρέσει, όπως έχει γίνει με τόσους πριν από μένα. Λίγοι οι εκλεκτοί Σου μέχρι τέλους, το γνωρίζω. Δεν φοβήθηκα ν’ αντικρύσω τον θάνατο, δεν άλλαξα την πίστη μου και ίσως γι’ αυτό μου το θάρρος ανταμείφθηκα.
Αιωρούμαι, το σώμα μου απομένει σάρκα κενή, αλλά η ψυχή μου τα βλέπει όλα αυτά και γελάει. Είμαι επιτέλους ευτυχισμένος. Οι άγγελοί σου με συνοδεύουν μέσα σ’ ένα έκλαμπρο πορφυρό φως. Δόξα Σοι, Κύριε, Δόξα Σοι.
ΕΥΗ ΜΥΛΩΝΑΚΗ