«Είσαι μια θάλασσα», είχε πει ο Ιάσονας μετά τον τσακωμό μας στο σχολείο. Κι εγώ τον πίστεψα. Γιατί ήξερα πως ήμουν.
Πάλι βράδυ γύρισε. Ο πατέρας μου. Ακόμα μια φορά που. Ακόμα μια φορά που το σπίτι γέμισε υγρασία και αναθυμιάσεις αλκοόλ. Υπάρχουν νύχτες που όσο κι αν θες να κοιμηθείς -για να ξεφύγεις- δε σε αφήνουν. Όχι επειδή σε κρατούν με το ζόρι ξύπνιο ή κάνουν θόρυβο και σ’ ενοχλούν. Επειδή σιωπούν. Μα αυτή η σιωπή διαφέρει τόσο από τη σιωπή της ηρεμίας. Αυτή η σιωπή δεν επιτρέπει στο μυαλό σου για λίγο να σωπάσει.
Σηκώθηκα και πήγα να τον αγκαλιάσω, σχεδόν κοιμισμένη όπως ήμουν. Όταν έφτασα κοντά του και σήκωσα λίγο το κεφάλι, θυμήθηκα πως περνούσαν χρόνια από την τελευταία φορά που τον αγκάλιασα. Τι μ’ έπιασε; Κοιτάζοντας το πρόσωπο του πατέρα μου είδα στο βλέμμα του τη θάλασσα και στιγμιαία θέλησα με όλη μου την ψυχή να χαθώ μέσα σ’ εκείνη και να μην ξαναβγώ στην επιφάνεια. Έτρεξα στο δωμάτιό μου και κλείδωσα να μην μπορεί να μπει κανείς. Άνοιξα το παράθυρο και γεύτηκα τη μυρωδιά του νησιού· μυρωδιά μιας αλμυρής ανάσας και ξεραμένων φύλλων. Βγήκα κρυφά και κατευθύνθηκα προς τη θάλασσά μου.
Κάθε φορά που τα ουρλιαχτά επισκέπτονταν το σπίτι μας, μ’ έπαιρνε ο παππούς και πηγαίναμε στα βράχια, τάχα να ψαρέψω. Στην πραγματικότητα εκείνος τα ‘πιανε όλα κι εγώ του τραγουδούσα και του γέλαγα. Κι όμως, έλεγε, ακούν τη φωνούλα σου και γι’ αυτό έρχονται. Τα μαγεύεις, Άννα! Κι εγώ έπαιρνα δύναμη και συνέχιζα να τραγουδώ κι έλεγα πως ψαρεύω.
Όταν πέθανε ο παππούς πήγαινα μόνη μου στα βράχια, μα τα ψάρια δεν έρχονταν με τη φωνή μου και κατέληγα να μιλώ στη θάλασσα κι εκείνη ν’ απαντά.
Άλλο ένα βράδυ που φοβόμουν. Άλλο ένα βράδυ που ένιωθα τη ζέστη να με τρώει αργά και να μου κόβει την ανάσα. Που αισθανόμουν τη βουτιά ως μόνη λύση. Ένα βράδυ που δεν μπορούσα κι ούτε ήθελα να κοιμηθώ. Μα αυτό το βράδυ ήταν αλλιώς…
Μη μιλάς, Γιώργο, στον μπαμπά όταν γυρνά. Μην του μιλάς… Κι ο Γιώργος πήγαινε και τον πείραζε λες και δεν του το ’χα πει. Δεν έβγαινε απ’ το σπίτι, δεν μπορούσε να έχει συναναστροφές με τον οποιονδήποτε. Και πώς να μπορούσε όταν καλά καλά δεν έβγαιναν οι λέξεις απ’ το στόμα του; Όταν η σκέψη του ήταν περιορισμένη και τα πάντα εκφράζονταν με άναρθρες λαλιές και απότομες κινήσεις; Γιατί μόνο έτσι μπορούσε. Δε σταματούσε, λοιπόν, να τον πειράζει και να μιλά δυνατά. Εκείνο το βράδυ ήταν πραγματικά πιο ανήσυχος από ποτέ. Εκείνο το βράδυ η ανησυχία του έκανε το Γιώργο να μην ξαναφωνάξει, να μην ξαναγελάσει, να μην ξαναπειράξει τον μπαμπά. Εκείνο το βράδυ ο μπαμπάς αγκάλιασε το Γιώργο τόσο σφιχτά που μερικές στιγμές αργότερα είχε βρεθεί στο πάτωμα αμίλητος, ακούνητος και η μητέρα πίσω από τον πάγκο της κουζίνας με μάτια γουρλωμένα και βουβά. Η Άννα άρχισε να βαρά τον εαυτό της και να τον βρίζει και να μισεί τον παππού επειδή πέθανε και την άφησε και τώρα ποιος θα την πήγαινε στα βράχια και φοβόταν, αλλά κυρίως ένιωθε πάλι τη ζέστη τη φρικτή και τα χέρια και τα πόδια της να σφίγγονται, να μουδιάζουν και η Άννα ήμουν εγώ και είμαι ακόμα, όμως υπάρχουν φορές που το ξεχνάω.
Από τότε κάτι με έκανε συνέχεια να διψώ και να αφυδατώνομαι, να αναζητώ την αλμύρα.
Από τότε έτρεμα. Έτρεμα στο κρύο, στη ζέστη, στη λύπη, στην προσωρινή χαρά. Έτρεμα όταν ήθελα -ή έπρεπε- να φάω, να ξαπλώσω, να πάω στο σχολείο. Νόμιζα πως αυτό όφειλα να κάνω. Από τότε δεν έβγαζα φωνή ούτε σε συμμαθητές ούτε σε καθηγητές. Μα ο Ιάσονας με είχε πλησιάσει ακόμα κι έτσι και τότε ήταν που άρχισα να τρέμω πιο πολύ. Έτρεμα όταν συνειδητοποιούσα πως αν περνούσε μια μέρα που δεν τον έβλεπα μετρούσα αντίστροφα για την επόμενη, γνωρίζοντας πως εκείνος δε θα αφήσει δυο συνεχόμενες φορές να γίνει το κακό. Μαζί του σταμάτησα να τρέμω, ακούγοντας τη φωνή του και βλέποντάς τη να με αγκαλιάζει και να με αποδέχεται με όλα μου τα τρέμουλα. Σα να σταματούσε για λίγο ο χρόνος κατά τον οποίο ο φόβος εξουσίαζε στην ψυχή μου και να κυλούσε ένας άλλος χρόνος κατά τον οποίο εξουσίαζε ο Ιάσονας. Το πιο τρομακτικό σ’ εκείνες τις στιγμές είναι ότι δε λαχταρούσα τη θάλασσα.
Μια μέρα όμως δεν μπορούσα να ανασάνω. Και τον χτυπούσα και του φώναζα, νομίζοντας πως αυτός έφταιγε που το σώμα μου δε με βοηθούσε να ζήσω. Και φώναζα. «Πάλι οι κρίσεις σου, Άννα», λέγανε. Μα ο Ιάσονας δεν έφευγε και με εξόργιζε που δεν έφευγε και τον κλώτσησα για να πονέσει και χάρηκα που τον είδα για μια στιγμή να παραιτείται. Προσποιήθηκε ότι θα φύγει μα έμεινε. Ακούσαμε για λίγα λεπτά τη σιωπή. «Είσαι μια θάλασσα», είπε.
Πέρασαν τα χρόνια και οι θάλασσες στο μυαλό και στην ψυχή μου τρέφονταν από όλο μου τον εαυτό και μεγάλωναν. Ρουφούσαν όλη μου την ενέργεια κι εγώ υπέμενα και ενίσχυα αυτή την ανατροφή και την ενεργή εμπλοκή τους στη ζωή μου που έμοιαζε να κυματίζει αιώνια και να επηρεάζεται κάθε πιθανή και προσωρινή γαλήνη της από μία μόνο ανάσα ανέμου. Μία μόνο ανάσα ανέμου ήταν πάντα αρκετή για να φέρει τη θαλασσοταραχή.
Κάθισα στον άσπρο καναπέ μέχρι να έρθει η σειρά μου. Περάστε, είπε η γραμματέας και σύντομα αποχωρίστηκα από τη θέα της θάλασσας που φαινόταν από το παράθυρο του σαλονιού. Μπήκα στο λευκό δωμάτιο για ν’ αντικρίσω μια μελαχρινή μεσήλικα να χαμογελά, λες και με γνωρίζει χρόνια ή λες και της έκανα κάποια ευεργεσία και αισθάνεται ευγνώμων. Μου έδειξε μια καρτέλα. Είχε μια σειρά από αλλόκοτα και απροσδιόριστα σκίτσα. Όλα ασπρόμαυρα. Τι βλέπεις; Τι βλέπω; Δεν ξέρω τι βλέπω. Δεν ξέρω, απάντησα. Προσπάθησε να δεις κάτι, οτιδήποτε, είπε. Μα εγώ δεν ήξερα ότι χρειάζεσαι προσπάθεια για να δεις κάτι, οτιδήποτε. Της περιέγραψα ακριβώς τα σχήματα της εικόνας. Και ξαφνικά κάτι με πόνεσε και κάτι με τράβηξε προς το παράθυρο. Σηκώθηκα, έτρεξα προς το φως, άνοιξα το στόμα να ανασάνω γιατί τόση ώρα ξέχασα ότι έπρεπε. Πήγα να ανοίξω το τζάμι αλλά ήταν σφραγισμένο. Με παρακάλεσε να καθίσω μα δεν άκουγα. Είδα το πρόσωπο του αδερφού μου, το πρόσωπο του πατέρα μου, τον πατέρα μου να σκοτώνει τον αδερφό μου και μετά να ξαναπίνει από το μπουκάλι του, είδα τη μάνα μου να στέκεται πίσω από τον πάγκο της, να μαγειρεύει, να σκουπίζει, να αδιαφορεί.
Κάθισα. Της ζήτησα συγγνώμη. Μου έδειξε πάλι την εικόνα. Τι βλέπεις;
Θάλασσα.
Αφροδίτη Εξερτζή
❤
Συγκλονιστικό
Εκπληκτικό και συγκινητικό διήγημα.Το ταλέντο σου δεν μπορεί να παραληφθεί..
❤
Τελείο
Εισαι απο τους λιγους άνθρωπους που καταφεραν να με συγκινήσουν…Μπραβο για αυτο που κανεις!Μην το σταματήσεις ποτέ
Υπέροχο Αφροδίτη
Ένα συναισθηματικά φορτισμένο κείμενο που περιγράφει άψογα πώς μπορεί να λειτουργήσει ο ψυχολογικός κόσμος του ανθρώπου. Συνέχισε την καλή δουλειά!
I loved it! It really touched me….
Υπέροχοο ❤
Απλά συγκινητικό και ανατριχιαστικό. Πραγματικά μπράβο! Δεν έχω λόγια για να σου περιγράψω πως ένιωσα όταν τη διάβαζα… νόμιζα ότι θα έβαζα τα κλάματα, ότι ήμουν και εγώ σε αυτή την ιστορία. Μπράβο Αφροδίτη!
Πάρα πολύ όμορφο το διήγημα σου Αφροδίτηη Συγχαρητήριααα και εύχομαι καλή επιτυχία στο διαγωνισμό
Με άγγιξε πραγματικά!!! Πολύ συγκινητικό και βαθιά συναισθηματικό!!!
Εξαιρετικό κείμενο. Μία σπάνια γραφή με πολύ συναίσθημα.
Αυτή δεν είναι μια απλή θάλασσα, είναι ένας χείμαρρος συναισθημάτων, βιωμάτων, ποιημάτων, φτιαγμένων μόνο από σένα Αφροδίτη. Γιατί μόνο εσύ μπορείς να είσαι μια θύελλα που ξεσηκώνει τα πάντα στο πέρασμά της..
Πολυ ομορφο
Εκπληκτικό κείμενο. Πολλά συγχαρητήρια Αφροδίτη.
Πολύ καλό, ξυπνά δυνατά συναισθήματα..
Φοβερά συγκινητικό και ανθρώπινο… Συγχαρητήρια!
Ιδιαίτερο και εσωτερικό
Ευγε
Εξαιρετικό Αφροδίτη! Υπέροχο!
Απο τα ποιο όμορφα και φορτισμένα κείμενα που διάβασα και ήθελα και συνέχεια …συγχαρητήρια κοριτσάρα μου όμορφη
Ιδιαίτερο!!
Αφροδίτη ένα μονάχα θα σου πω , σε ευχαριστώ που μου έδωσες την τιμή έστω απο μακριά να γνωρίσω την θάλασσα, την δίκη σου θάλασσα . Τούτη η θάλασσα αλησμόνητη θα μείνει κορίτσι μου . Καλη συνέχεια !
Πολύ όμορφο κείμενο, εσωστρεφές και ταξιδιάρικο συνάμα, συγχαρητήρια.
Πολύ καλή δουλειά
Αξιολογότατο
Υπέροχο, ειλικρινά!! Ένα συγκινησιακά φορτισμένο διήγημα, γεμάτο νόημα πίσω από κάθε λέξη! Το διάβαζα και με ταξίδευε, με συνεπήρε ο λόγος σου!!
Συγχαρητήρια, εύχομαι να περάσεις στην επόμενη φάση, γιατί το έργο σου πραγματικά το αξίζει!
Κάτι αρκετά διαφορετικό
Εξαιρετικό κείμενο. Έχεις μια ιδιαίτερη γραφή που εύκολα κάνεις μπορεί να λατρέψει. Συγχαρητήρια.
Με συνεπήρες
ΦΟΒΕΡΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ!!
Άψογο!!Χαιρομαι που υπαρχουν νεα παιδια με τετοια ευχερια λογου και ταλεντο.Μπραβο σου
Εξαιρετικό.Με συγκίνησες..
Μονο παρα εντονα συναισθηματα μπορει να σου προκαλεσει ενα τετοιο διηγημα!!
Πολύ όμορφο!!!
Πάρα πολύ καλό μπράβο!!