ΘΕΑΤΡΙΚΟ «Ο ΞΕΝΟΣ»
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
(Βράδυ. Φτωχική κρεβατοκάμαρα σε ημιυπόγειο. Διπλό κρεβάτι που πάνω του βρίσκονται ξαπλωμένες δυο γυναίκες. Η μία γύρω στα σαράντα και η άλλη περίπου είκοσι χρονών. Μάνα και κόρη. Ο Χώρος φωτίζεται από ένα μικρό καντήλι που είναι πάνω σ’ ένα τραπεζάκι. Από τη μεριά της μητέρας. Η κόρη έχει ανασηκωθεί και μιλάει ψιθυριστά.)
ΚΟΡΗ: Μάνα, μου φαίνεται σα να χτυπάει κάποιος την πόρτα μας.
ΜΗΤΕΡΑ: Εγώ δεν άκουσα τίποτα. Πέσε κάτω και κουκουλώσου. Μην ανακατεύεσαι. Δεν ακούς έξω τι γίνεται από τους όλμους και τους πυροβολισμούς; Χαλασμός κυρίου.
ΚΟΡΗ: Ποιος λες να ‘ναι τέτοιαν ώρα; Αχ, γιατί να μην είναι ο Κυριάκος εδώ. Τι του ήρθε και πήγε στους φίλους του;
ΜΗΤΕΡΑ: Τι λες, μωρή; Ο αδερφός σου είναι άντρας. Πριν φύγει το συνεννοηθήκαμε. “Αν αρχίσουν οι συμπλοκές, κάτσε εκεί που είσαι. Στους συμφοιτητές σου”, του είπα. Έτσι και ξεκινήσει να έρθει για το σπίτι θα βρεθεί ανάμεσα στα πυρά. Δίπλα στου Μακρυγιάννη είμαστε. Μια ανάσα από το κτίριο της χωροφυλακής. «Μην ανησυχείς. Εγώ κι αδερφή σου θ’ αμπαρώσουμε την πόρτα και τα παράθυρα. Θα είμαστε εντάξει», τον καθησύχασα. Κι αυτός καλά θα είναι. Ηρέμησε.
ΚΟΡΗ: Σταμάτησε. Όμως, για κάτσε. Κάτι ακούγεται ακόμα. Μοιάζει με γρατζούνισμα ζώου. Παράξενος θόρυβος. Ακούγονται ανάσες… και κάτι… σαν κάποιος να ψελλίζει βοήθεια. Λες να μην μπορεί να μιλήσει; Μήπως είναι κανένας πληγωμένος; Ν’ ανοίξω να δω;
ΜΗΤΕΡΑ: Παλάβωσες, μωρή; Αν είναι άνθρωπος, θα είναι κανένας δραπέτης από τις φυλακές. Δυο δρόμους από πάνω μας βρίσκονται. Πρώτη φορά είναι που το σκάνε; Θα του την άναψαν οι φρουροί. Ψάχνει κάπου να λουφάξει. Είδε υπόγειο και χώθηκε στα σκαλοπάτια. Αν τον μπάσουμε μέσα και μας βρει μόνες, ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει.
ΚΟΡΗ: Μα, ρε μάνα, τον ακούω. Συνεχίζει. Κάποιος είναι που ζητάει βοήθεια.
ΜΗΤΕΡΑ: Σουτ σου λέω. Μην κουνιέσαι από τη θέση σου. (Γυρίζει προς το τραπεζάκι και σβήνει το λυχνάρι.) Ναι, πήγαινε ν’ ανοίξεις. Να φας καμιά ξώφαλτση. Να πας στον αγύριστο. Για έναν ξένο μωρή; Ξέχασες; Έτσι δεν πήγε κι ο πατέρας σου στην Αλβανία; Θεός σχωρέστον εκεί που είναι. Αχ, πώς περάσανε πέντε χρόνια. Να θυμηθώ όταν ηρεμίσουν τα σκυλιά να του κάνω κι ένα τρισάγιο στον Αι-Τρύφωνα. Ν’ αναπαυτεί η ψυχούλα του.
ΚΟΡΗ: Ρε μάνα… άνθρωπος είναι…
ΜΗΤΕΡΑ: Σταμάτα. Παράτησέ τον σου λέω. Βγάλ’ τον από το μυαλό σου. Άσ’ τον να φύγει. Να πάει παραδίπλα. Εμείς είμαστε μόνες εδώ. Δυο γυναίκες. Τι να του κάνουμε; Άντε κουκουλώσου και κοιμήσου. Κι αύριο μέρα είναι. Θα δούμε.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
(Έχει χαράξει. Η μητέρα ανοίγει με προφύλαξη την πόρτα του ημιυπόγειου. Το σώμα ενός νεκρού άνδρα σωριάζεται το μισό μέσα στο σπίτι.)
ΜΗΤΕΡΑ: (Ξέψυχα). Κυριάκο μου…